Τι σημαίνει η απόσυρση των ΗΠΑ από την TPP

Η απόφαση και υπογραφή του σχετικού διατάγματος του νέου Αμερικανού Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, για απόσυρση των ΗΠΑ από την συμφωνία για την εμπορική Σύμπραξη της Περιοχής του Ειρηνικού (TPP), δεν έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία στην αμερικανική και παγκόσμια πραγματικότητα.

Αξίζει, ωστόσο να σημειωθεί ότι παρά την υπογραφή του νέου Προέδρου, τίποτα δεν έχει μέχρι στιγμής αλλάξει όσον αφορά στην ισχύ

της συμφωνίας, καθώς το νέο διάταγμα θα πρέπει να λάβει την έγκριση του Κογκρέσου, προκειμένου να υλοποιηθεί.

Η εν λόγω σύμπραξη ελεύθερου εμπορίου είχε υπογραφεί το 2015 από 12 χώρες της Ασίας και του Ειρηνικού, την Αυστραλία, το Μπρουνέι, τον Καναδά, τη Χιλή, την Ιαπωνία, τη Μαλαισία, το Μεξικό, τη Νέα Ζηλανδία, το Περού, τη Σιγκαπούρη, τις ΗΠΑ και το Βιετνάμ και αποτελούσε αντίβαρο στην επεκτατική πολιτική επιρροής της Κίνας όσον αφορά στο εμπόριο, χαμηλώνοντας τα κόστη και δίνοντας κίνητρο για ενίσχυση των εμπορικών σχέσεων ανάμεσα στις χώρες.

Εν πολλοίς, οι εξαγωγικές χώρες όπως εν προκειμένω οι ΗΠΑ, χάνουν την ευκαιρία να εξάγουν ευκολότερα και με χαμηλότερα κόστη στις υπόλοιπες χώρες, ενώ οι εισαγωγικές στερούνται της δυνατότητας, λόγω του κατά πολύ χαμηλότερου κόστους, να εισάγουν και να πουλήσουν φθηνότερα. Επιπλέον, ανατρέπονται οι σχεδιασμοί μεγάλων εταιριών για ενίσχυση της μονοπωλιακής τους θέσης, όπως στην αγορά φαρμάκων.

Τι ακολουθεί;

Σύμφωνα με τον Ντόναλντ Τραμπ, η ακύρωση της συμφωνίας θα επιφέρει ενίσχυση της εργασιακής δυνατότητας για τον μέσο Αμερικανό πολίτη, σε αντίθεση με τις πολυεθνικές εταιρίες. Την άποψη αυτή υιοθέτησε και ο Δημοκρατικός Γερουσιαστής και (κατά τα λοιπά) σφοδρός κριτής του, Τραμπ Μπέρνι Σάντερς, ο οποίος δήλωσε ότι νιώθει ευτυχής για την ακύρωση της συμφωνίας.

Πλέον οι ΗΠΑ θα πρέπει να επαναδιαπραγματευθούν τις εμπορικές τους σχέσεις με τις υπόλοιπες χώρες, ενώ κατά τη διάρκεια των νέων διαπραγματεύσεων, ο Τραμπ θα προσπαθήσει να ανακόψει την επί δεκαετίες κραταιά τάση για παγκοσμιοποίηση της αγοράς, επιστρέφοντας την αμερικανική οικονομία στον προστατευτισμό, το συντηρητισμό και την εσωστρέφεια.

Την ίδια ώρα, οι μεγάλες επιχειρήσεις φωνάζουν ότι ο Τραμπ βάζει σοβαρά εμπόδια στη δυνατότητά τους να πραγματοποιούν πωλήσεις στην παγκόσμια αγορά, κίνηση η οποία όπως ισχυρίζονται είναι ιδιαιτέρως επιζήμια, καθώς οι προγραμματισμένες εργασίες που πραγματοποίησαν οι ίδιες προς την παγκόσμια αγορά, έχουν ήδη πραγματοποιηθεί.

Έτσι, οι επιπτώσεις στην παγκόσμια αγορά αναμένεται να είναι αρνητικές, σε απόλυτους τουλάχιστον αριθμούς.

Ο αντίκτυπος για τους Αμερικανούς

Δεδομένου ότι η συμφωνία δεν είχε τεθεί σε εφαρμογή, ο αντίκτυπος για τον μέσο Αμερικανό δεν αναμένεται να είναι άμεσος.

Δεδομένου ότι η σύμπραξη των εν λόγω χωρών αποτελεί το διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό του 40% της παγκόσμιας οικονομίας, τόσο αναφορικά με τις θέσεις εργασίας που διατηρούνται, όσο και σε κεφάλαιο επιχειρήσεων, τα επιχειρήματα και των υποστηρικτών και των πολέμιων αμφισβητούνται εξίσου.

Όσον αφορά στους πολέμιους της TPP, δεν είναι λίγοι εκείνοι που πανηγυρίζουν με την υπογραφή Τραμπ, καθώς έτσι ελπίζουν ότι θα ανακοπεί η αυξανόμενη μετατόπιση θέσεων εργασίας στο εξωτερικό και δη με χειρότερες εργασιακές συνθήκες, χαμηλότερους μισθούς και ασθενέστερη προστασία στα εργασιακά δικαιώματα, ενώ θέσεις εργασίας θα ανοίξουν στην αμερικανική αγορά.

Οι επιχειρήσεις, επίσης, θα χάσουν μια σημαντική ευκαιρία για πρόσβαση στις διεθνείς αγορές, αφού ήλπιζαν ότι θα δουν τους δασμούς στις ασιατικές αγορές να μειώνονται αισθητά. Επίσης, οι αγρότες ανέμεναν να δουν τις εξαγωγές τους προς το εξωτερικό να αυξάνονται από την πτώση του κόστους, ενώ οι φαρμακευτικές εταιρίες που απολάμβαναν επί χρόνια συνθήκες προστασίας για τις πατέντες τους, θα μείωναν το ανταγωνισμό με γενόσημα φάρμακα στην Ασία.

Επιπλέον, οι εταιρίες τεχνολογίας από την Google μέχρι τους κατασκευαστές κινητών τηλεφώνων και ηλεκτρονικών υπολογιστών, ήλπιζαν ότι η TPP θα τους έδινε τη δυνατότητα να αυξήσουν την πρόσβασή τους σε νέες αγορές, με τους περιορισμούς να μειώνονταν σημαντικά.

Από την πλευρά του, το κυβερνητικό στρατόπεδο υποστηρίζει ότι για πάρα πολύ καιρό οι Αμερικανοί «αναγκάζονταν να δέχονται εμπορικές συμφωνίες που έθεταν τα συμφέρονταν των ισχυρών και της ελίτ της Ουάσινγκτον πάνω από εκείνα των σκληρά εργαζόμενων ανδρών και γυναικών αυτής της χώρας». Εξάλλου, σε σχετική ανακοίνωση, που εξέδωσε ο Λευκός Οίκος, υποστηρίζεται ότι αποτέλεσμα της ανωτέρω πολιτικής, ήταν να κλείσουν τα εργοστάσια και καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας να μεταφερθούν στο εξωτερικό ενώ οι Αμερικανοί βρέθηκαν «αντιμέτωποι με υψηλό εμπορικό έλλειμα».

Στόχος της νέας πολιτικής του Ντόναλντ Τραμπ, είναι οι «σκληρές και δίκαιες εμπορικές συμφωνίες» με σκοπό να επανέλθουν χιλιάδες θέσεις εργασίας για τους αμερικανούς πολίτες, μέσω της αναχαίτισης των μεταναστεύσεων στο εξωτερικό.

Η ενίσχυση Κίνας και Γερμανίας

Η απόσυρση από την TPP δημιουργεί φόβους για ενίσχυση των άλλων δυνατών οικονομιών, όπως αυτές τις Κίνας και της Γερμανία, σε μια εποχή που οι «σχέσεις των δυνατών» στην παγκόσμια σκακιέρα, είναι κάτι περισσότερο από τεταμένες λόγω της συγκυρίας.

Από την μια η Κίνα αναμένεται να ισχυροποιήσει την επιρροή της μέσω του εμπορίου στην περιοχή του Ειρηνικού Ωκεανού, είτε «ανεβάζοντας ταχύτητα» στις ήδη υπάρχουσες εμπορικές διαδρομές, είτε επί της ουσίας παίρνοντας τη θέση των ΗΠΑ εντός της ίδιας συμφωνίας.

Εξάλλου, ο περιορισμός της κινεζικής επιρροής υπήρξε βασικός στόχος της πολιτικής του Μπάρακ Ομπάμα, μέσω της συμφωνίας, καθώς επιχείρησε να την περιθωριοποιήσει από τις υπόλοιπες χώρες που δεν θα είχαν κίνητρο να πραγματοποιήσουν τις βασικές τους εμπορικές συναλλαγές με την υπερδύναμη της Ανατολής, λόγω αυξημένων δασμών, άρα και κόστους.

Την ίδια ώρα, η Γερμανία επιχειρεί να μπει στο παιχνίδι και να καλύψει το κενό που δημιουργεί η αποχώρηση των ΗΠΑ.

Συγκεκριμένα, ο αντικαγκελάριος Ζίγκμαρ Γκάμπριελ δήλωσε σήμερα ότι η χώρα του θα εκμεταλλευτεί οποιαδήποτε ευκαιρία για τη σύναψη εμπορικών συμφωνιών στην Ασία και τη Λατινική Αμερική δημιουργηθεί εξαιτίας της στροφής προς τον προστατευτισμό που κάνουν οι ΗΠΑ.

Όπως δημοσιεύτηκε από την εφημερίδα Handelsblatt, ο κ. Φκάμπριελ ανέφερε πως «αν ο Τραμπ ξεκινήσει έναν εμπορικό πόλεμο με την Ασία και τη Λατινική Αμερική, θα δημιουργηθούν ευκαιρίες για εμάς».

«Ο Τραμπ πρέπει απλώς να αναγνωρίσει ότι η αμερικανική οικονομία συχνά δεν είναι ανταγωνιστική, ενώ η γερμανική είναι», πρόσθεσε.

Την ίδια ώρα, ο Μπερντ Λάνγκε, βουλευτής του SPD και επικεφαλής της επιτροπής εμπορίου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, δήλωσε ότι η Γερμανία και η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να προσπαθήσουν να επεκτείνουν τις εμπορικές τους σχέσεις με την Κίνα και άλλες χώρες. «Πρέπει σίγουρα να συνομιλήσουμε με την Κίνα, διότι προσπαθεί να κλείσει το κενό που δημιούργησαν οι ΗΠΑ, αν και έχουν άλλες πρακτικές», σημείωσε.

Ο Λάνγκε πρόσθεσε ότι η ΕΕ θα πρέπει επίσης να επιδιώξει στενότερους δεσμούς με χώρες που έχουν αντίστοιχες αξίες με αυτήν, όπως ο Καναδάς, η Ιαπωνία και η Αυστραλία.

Follow @Christos_mich

Keywords
Τυχαία Θέματα