Συγγραφέας εξετάζει την ακρότητα αποφάσεων για Καταλονία

Όπως ορίζει ο θλιβερός κι ειρωνικός νόμος του Μέρφι: όλα είναι επιρρεπή για να πάνε προς το χειρότερο. Η κάθε ημέρα είναι χειρότερη από την προηγούμενη.

Ορισμένοι εξ ημών, επί πολλά χρόνια υποστηρίζουμε πως το ζήτημα της Καταλωνίας είναι ένα εσωτερικό θέμα της Ισπανίας, αλλά φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Είναι ένα πολιτικό θέμα μεγάλης έκτασης, το οποίο, αντί να αντιμετωπισθεί με οξύνοια, εκχωρήθηκε από την κυβέρνηση του Μαριάνο Ραχόι στη δικαστική εξουσία. Και δι’ αυτής της οδού, υπάρχει κίνδυνος να μπει φωτιά σε όλο το φάσμα

του πολιτικού συστήματος που γεννήθηκε από το Σύνταγμα του 1978.

Είναι πολλά χρόνια που υποστηρίζουμε πως ό,τι γίνεται δεν είναι, όπως το ονόμασαν τα μέσα ενημέρωσης της Μαδρίτης, «μία καταλανική πρόκληση», αλλά αντανακλά την απώλεια εμπιστοσύνης προς ένα γενικότερο σύστημα από μία σημαντική μερίδα των Καταλανών ψηφοφόρων. Αλλά και πριν από τα τωρινά σημαντικά γεγονότα, το 2010, με την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου για το Καθεστώς της Αυτονομίας της Καταλωνίας, προκλήθηκε μία μονομερής αναίρεση του συνταγματικού κι εδαφικού συμφώνου του 1978. Από εκείνο το γεγονός, η ισπανική κυβέρνηση δεν κατανόησε τίποτα.

Όμως ούτε και τώρα παραδέχεται πως υπάρχει ένα πολιτικό πρόβλημα. Και η κυβέρνηση Ραχόι το έχει εμπιστευθεί εξ ολοκλήρου στην εκφοβιστική εξουσία του νόμου.

Την προκειμένη στιγμή, η πολιτική ζημιά μοιάζει ανεπανόρθωτη. Ο αρμόδιος δικαστής καταρράκωσε την όποια πιθανότητα—μικρή μεν, αλλά δυνατή—να διορθώσει την καταλανική κρίση μέσω των δημοκρατικών διαδικασιών μίας ήρεμης και προσεκτικής προεκλογικής εκστρατείας. Σε ένα τέτοιο προσεκτικό πλαίσιο, θα ήταν πιθανή η ανάδυση ενός κεντρώου «αερόσακου», που θα είχε την ικανότητα να ανασυστήσει τον καταλανικό πολιτικό χάρτη. Ένας «αερόσακος», ο οποίος αφενός θα απέτρεπε την επανάληψη μίας πλειοψηφίας των αυτονομιστών και από την άλλη θα διευκόλυνε την ανασύνθεση μίας καταλανικής πλειοψηφίας που θα ήταν πρόθυμη για ένα σύμφωνο. Σήμερα, εν μέσω ενός κλίματος συναισθηματικής αναταραχής, που κυριαρχείται από την ταπεινωτική και εκδικητική επέμβαση του κράτους, η ανάδυση ενός τέτοιου κεντρώου «αερόσακου» είναι αδύνατη.

Η θρασύτητα του δικαστή που αποφάσισε τις φυλακίσεις, δεν είναι μόνον αποτέλεσμα της αδιαφορίας που γενικώς επιδεικνύει η δικαστική εξουσία για τις πολιτικές συνέπειες των πράξεών της. Είναι επίσης το αποτέλεσμα του επικοινωνιακού κλίματος στην πρωτεύουσα, που ευνοεί την ερμηνεία της νομοθεσίας μας όχι ως ένα εργαλείο που εγγυάται την κοινωνική συμβίωση, αλλά ως μία πανοπλία. Μία αφοπλιστική πανοπλία, που η πλειοψηφία επιβάλλει στη μειοψηφία. Ο δικαστής ανέλαβε μία υπόθεση για εξέγερση και ανταρσία, όταν η ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφαινόταν πως δεν είχε δικαιοδοσία. Αποδέχθηκε πλήρως τα επιχειρήματα ενός γενικού εισαγγελέα, ο οποίος την κρίσιμη τούτη στιγμή και με όλο το Κοινοβούλιο να καταδικάζει τη θέση του, βρίσκεται πλέον καθημερινά στη δημοσιότητα, αγορεύοντας με ανήκουστη αυθάδη ρητορική.

Σύμφωνα με τη γνώμη αρκετών νομομαθών, είναι αμφισβητήσιμο το εάν η συμπεριφορά των μελών της καταλανικής κυβέρνησης μπορεί να εμπίπτει στις διατάξεις για εξέγερση και ανταρσία. Για παράδειγμα, ο καθηγητής στο Παν/μιο της Βαρκελώνης Τζόρδι Νιέβα Φερόλ υποστηρίζει πως για να σταθούν οι δύο τούτες κατηγορίες, θα πρέπει να ενέχουν και το στοιχείο της βίας, ένα χαρακτηριστικό που δεν υπήρχε στην καταλανική διαδικασία για την ανεξαρτησία. Άλλες αποδείξεις της ακραίας αυστηρότητας του δικαστή: ο ελάχιστος χρόνος που παραχώρησε στους συνηγόρους υπεράσπισης της πολιτικής ηγεσίας (τη στιγμή όμως που το Ανώτατο Δικαστήριο έδινε ικανό χρόνο στους συνηγόρους των βουλευτών του Καταλανικού Κοινοβουλίου) και φυσικά την αβάσιμη απόφαση της φυλάκισής τους (με μόλις 3 από τις 19 σελίδες της απόφασης να εξετάζουν εάν συντρέχουν οι απαιτούμενοι λόγοι για να διαταχθεί η προσωρινή κράτηση).

Ένας δικαστής σαφώς και δεν πρέπει να ευνοεί την πολιτική. Αλλά, ταυτόχρονα, δεν πρέπει να την θέτει και σε κίνδυνο. Το ξίφος της Δικαιοσύνης δεν πρέπει να προκαλεί μεγαλύτερο πόνο από τον άκρως απαραίτητο, ειδάλλως μεγαλώνει το κακό που φιλοδοξεί να διορθώσει. Εάν το Ανώτατο Δικαστήριο αυτή τη βδομάδα δεν επανορθώσει τα σφάλματα αυτά, η προεκλογική εκστρατεία που επέπρωτο να κατευνάσει την ένταση στην Καταλωνία δεν πρόκειται να διεξαχθεί ήρεμα και προσεκτικά. Απεναντίας θα είναι τρομερά συναισθηματική και δραματική. Για ακόμη μία φορά, τα συναισθήματα θα έχουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε ένα πρόβλημα που από καταβολής χρειάζεται ευθυκρισία και λογική, σωφροσύνη και ψυχραιμία.

Κι άλλες φορές έχω αναφερθεί στο σύνθημα της Ισαβέλλας ντ’ Έστε, μαρκησίας της Μάντοβα, μαικήνα των τεχνών, φίλη του Μαντένια και του Ραφαήλου, ρέκτη των έργων του Αριόστου και του Καστιλιόνιε, και δύο φορές απαθανατισμένη από το πινέλο του Λεονάρντο Ντα Βίντσι: «Nec spe nec metu” (Χωρίς ελπίδα, χωρίς φόβο). Θα μπορούσε κανείς να ερμηνεύσει την ελπίδα ως ‘συμφέρον’ και μάλλον έτσι θα το εννοούσε και η Ισαβέλλα. Το περιεχόμενο στο σύνθημά της αρρύει από τη στωϊκή φιλοσοφία: να αντιμετωπίζεις τη ζωή χωρίς προσωπικό συμφέρον, αλλά με θάρρος και χωρίς φόβο. Σήμερα όμως εάν το ερμηνεύσουμε με την κυριολεκτική του έννοια, το ίδιο σύνθημα αποπνέει μία ζοφερή απαισιοδοξία: «χωρίς ελπίδα, χωρίς φόβο». Αυτό είναι το νόημα που οι διανοούμενοι της καταλανικής διαδικασίας προσδίδουν στον αγώνα της ανεξαρτησίας. Καθώς τούτος ο τελευταίος έχει χαθεί, καθώς δεν υπάρχει πια ελπίδα καμμία, ας ριχθούμε στον αγώνα άφοβα. Εάν η καταλανική ταυτότητα είναι καταδικασμένη, τουλάχιστον ας έχει ένα αξιοπρεπές τέλος.

Είναι ευθύνη του κράτους του 1978, που αναγνωρίζει την πολλαπλότητα, να μην ψαλιδίσει τις ελπίδες για το μέλλον της καταλανικής ταυτότητας. Όταν η δικαιοσύνη, ασκώντας καθ’ υπερβολή την εξουσία της, επιβάλλεται με αμείλικτο και ακραίο τρόπο, αυτό που επιτυγχάνει είναι να ενισχύσει τον αλυτρωτισμό. Ένας παλιός δικαστικός αφορισμός συνοψίζει στην εντέλεια τούτην την αλήθεια: Summum ius summa injuria, ακραίο δίκαιο, ακραία αδικία.

Πηγή: AΠΕ - ΜΠΕ

Keywords
Τυχαία Θέματα