Στις 26/1 η συνέχεια της 2ης δίκης για την Τράπεζα Κύπρου

Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας με ενδιάμεση απόφασή του έκανε αποδεκτό το αίτημα της υπεράσπισης των κατηγορουμένων στη δεύτερη ποινική υπόθεση εναντίον της Τράπεζας Κύπρου και πρώην ανώτατων στελεχών της για εξέταση της προδικαστικής ένστασης που ήγειραν σ’ αυτό το στάδιο της διαδικασίας και πριν την απάντηση στις κατηγορίες.

Κατηγορούμενοι στην υπόθεση, η οποία αφορά στην εξαγορά των ελληνικών ομολόγων και την παράλειψη της Τράπεζας

να ενημερώσει τους μετόχους για τους κινδύνους της εν λόγω επένδυσης, είναι η Τράπεζα Κύπρου ως νομικό πρόσωπο και έξι φυσικά πρόσωπα και συγκεκριμένα οι Ανδρέας Ηλιάδης, Γιάννης Κυπρή, Αντρέας Αρτέμη, Γεώργιος Γεωργιάδης, Κώστας Σεβέρης και Κώστας Χατζήπαπας.

Το κατηγορητήριο περιλαμβάνει συνολικά έξι κατηγορίες. Οι τέσσερις κατηγορίες, εναντίον και των επτά κατηγορουμένων, αφορούν σε αδικήματα χειραγώγησης της αγοράς σε σχέση με τις επενδύσεις της Τράπεζας Κύπρου σε ελληνικά κρατικά ομόλογα. Οι άλλες δύο κατηγορίες αφορούν μόνο τον Ανδρέα Ηλιάδη για ψευδορκία ενώπιον της ερευνητικής επιτροπής για την οικονομία.

Σύμφωνα με την ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου, ηγέρθη εκ μέρους των Κατηγορουμένων 1, 2, 4, 5, 6 και 7 (Τράπεζα Κύπρου, Ανδρέας Ηλιάδης, Ανδρέας Αρτέμη, Γεώργιος Γεωργιάδης, Κώστας Σεβέρης και Κώστας Χατζήπαπας) εισήγηση υπό τη μορφή προδικαστικής ένστασης ότι το κατηγορητήριο δεν αποκαλύπτει αδίκημα αναφορικά με τις κατηγορίες 1-4 που αφορούν το αδίκημα της χειραγώγησης της αγοράς.

Στις λεπτομέρειες αδικήματος και στις τέσσερις αυτές κατηγορίες, όπως αναφέρεται, εκτίθεται η φερόμενη ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος, η ιδιότητα των κατηγορουμένων και αποδίδεται σε αυτούς η παράλειψη να προβούν στις δέουσες ενέργειες, έτσι ώστε να εκδοθεί από την Κατηγορουμένη 1 δημόσια ανακοίνωση σημαντικού γεγονότος, δηλαδή ότι κατείχαν Ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου (ΟΕΔ) αξίας πέραν των €1.600.000.000, τα οποία δημιουργούσαν κίνδυνο πρόκλησης οικονομικής ζημιάς.

Όπως αναφέρεται στην απόφαση, ήταν η θέση όλων των συνηγόρων υπεράσπισης ότι αυτή η εισήγηση θα πρέπει να εξεταστεί στο παρόν στάδιο και ότι προς υποστήριξη αυτής χρειάζεται και θα πρέπει να τεθεί το αναγκαίο πραγματικό υπόβαθρο από πλευράς γεγονότων.

Η συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής είχε διαφορετική άποψη, ήτοι πως τέτοια εισήγηση δεν δύναται να εξεταστεί και πως δεν επιτρέπεται η προσκόμιση σχετικής μαρτυρίας σε αυτό το στάδιο και ως εκ τούτου δεν συναίνεσε στην πρόταση της υπεράσπισης για κατάθεση κοινού υποβάθρου γεγονότων.

Το Δικαστήριο είχε ζητήσει κατά την τελευταία ακροαματική διαδικασία από όλους τους συνηγόρους να αγορεύσουν για το κατά πόσο το εν λόγω ζήτημα δύναται να εξεταστεί σε αυτό το στάδιο και κατά πόσο είναι επιτρεπτή η προσκόμιση μαρτυρίας προς τούτο.

Ο συνήγορος της Τράπεζας Κύπρου Πόλυς Πολυβίου είχε αναφέρει πως η προδικαστική ένσταση εστιάζεται στο ότι οι κατηγορίες 1-4 ουσιαστικά αναφέρονται σε αδίκημα δυνάμει της Κ.Δ.Π. 445/05, η οποία έπασχε εξ υπαρχής λόγω λανθασμένης συγκρότησης του σώματος που την εξέδωσε, ήτοι της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, και έχει καταργηθεί. Ήταν η θέση του κ. Πολυβίου πως με αυτά τα δεδομένα ουδέποτε υπήρξε εν ισχύ Κανονισμός και κατ' επέκταση ποινικό αδίκημα.

Ο κ. Πολυβίου κατέστησε σαφές ότι η ένσταση βασίζεται στη δίκαιη δίκη, στα ανθρώπινα δικαιώματα, καθώς επίσης και στην κατάχρηση της διαδικασίας, η οποία λαμβάνει τη μορφή συνέχισης της δίκης για ανύπαρκτο αδίκημα, και έτσι αυτή η ένσταση πρέπει να εξεταστεί στο παρόν στάδιο.

Ο συνήγορος του Ανδρέα Ηλιάδη, Πέτρος Σταύρου, επανέλαβε ότι οι δικαστικές αρχές οφείλουν να προστατεύουν τα συνταγματικά ανθρώπινα δικαιώματα και να μην επιτρέπουν τη διεξαγωγή δίκης όπου δεν υπάρχει αδίκημα.

Ο δικηγόρος των Αρτέμη και Γεωργιάδη, κ. Τριανταφυλλίδης, ανέφερε πως εκείνο το οποίο εγείρεται είναι η ενδεχόμενη παραβίαση του άρθρου 12.1 του Συντάγματος, κάτι το οποίο δύναται να εγερθεί σε οποιοδήποτε στάδιο. Πρόσθεσε ακόμα πως αυτό το ζήτημα αφορά ουσιαστικό ελάττωμα, το οποίο ανάγεται στο θεμέλιο της κατηγορίας και ως τέτοιο θα πρέπει να εξεταστεί σε αυτό το στάδιο. Εξέφρασε, επίσης, τη θέση ότι το Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει το εν λόγω ζήτημα συνταγματικότητας σε αυτό το στάδιο και να επιτρέψει την προσκόμιση της αναγκαίας μαρτυρίας.

Ο συνήγορος του Κώστα Σεβέρη, Αλέκος Μαρκίδης, υιοθέτησε τις θέσεις των υπολοίπων συνηγόρων υπεράσπισης και δήλωσε περαιτέρω πως η νομολογία έχει διευρύνει τις περιπτώσεις των ειδικών απαντήσεων, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 69 του Κεφ. 155, με την προσθήκη της κατάχρησης της διαδικασίας. Ήταν η θέση του κ. Μαρκίδη ότι η υπεράσπιση έχει δικαίωμα να εγείρει το ζήτημα σε αυτό το στάδιο και ότι η συνέχιση μιας επίπονης δίκης για ανύπαρκτο αδίκημα αποτελεί αφ' εαυτής κατάχρηση της διαδικασίας.

Ο συνήγορος του Κώστα Χατζήπαπα, Ρίκκος Μαππουρίδης, πρόσθεσε πως το Δικαστήριο δύναται να επιτρέψει στους συνηγόρους υπεράσπισης να αγορεύσουν επί του εγερθέντος ζητήματος και να παρουσιάσουν τα έγγραφα τα οποία δύνανται να κατατεθούν εφόσον εμπίπτουν στη δικαστική γνώση. Ήταν η εισήγηση του κ. Μαππουρίδη πως μόνο εκεί όπου ενδεχομένως προκύψει ζήτημα μη δεκτότητας εγγράφου το οποίο η υπεράσπιση επιθυμεί να καταθέσει ως μαρτυρία, το Δικαστήριο θα κληθεί και θα πρέπει να αποφασίσει επί τούτου.

Η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής Πωλίνα Ευθυβούλου, αρχικά ανέφερε πως το κατηγορητήριο αποκαλύπτει αδίκημα δυνάμει του άρθρου 19 του Ν. 116(Ι)/05, ανεξαρτήτως της ισχύος και ή των συνεπειών κατάργησης της Κ.Δ.Π. 445/05. Επιπλέον, ισχυρίστηκε ότι το άρθρο 69 του Κεφ. 155 καθορίζει ρητώς τις περιπτώσεις ειδικών απαντήσεων και εκείνες όπου επιτρέπεται η προσκόμιση μαρτυρίας και ότι η εισήγηση της υπεράσπισης σαφώς δεν εμπίπτει εντός αυτών. Εξέφρασε την άποψη πως εξέταση τέτοιου ζητήματος σε αυτό το στάδιο ισοδυναμεί με προσκόμιση μαρτυρίας και επιχειρηματολογία η οποία εμπίπτει εντός του πλαισίου της ακρόασης της υπόθεσης και εν πάση περιπτώσει κάτι τέτοιο ισοδυναμεί με παρεμπίπτοντα έλεγχο της Κ.Δ.Π., ο οποίος δεν δύναται να γίνει στην προκειμένη περίπτωση εν όψει της κατάργησης αυτής (της Κ.Δ.Π.).

Είναι σαφές, αναφέρει το Δικαστήριο, πως η εισήγηση της υπεράσπισης απολήγει στο ότι το κατηγορητήριο δεν αποκαλύπτει υπαρκτό στον Νόμο αδίκημα αναφορικά με τις κατηγορίες 1-4 και σημειώνει ότι η μη αποκάλυψη αδικήματος γνωστού στον Νόμο δεν αποτελεί τυπικό ελάττωμα του κατηγορητηρίου αλλά ουσιαστική παρατυπία, η οποία θα πρέπει να προβληθεί προτού ο κατηγορούμενος απαντήσει.

«Με δεδομένη τη διαπίστωση μας πως η εισήγηση της υπεράσπισης εντάσσεται στο πλαίσιο ισχυριζόμενης παραβίασης συνταγματικού δικαιώματος, και δη του άρθρου 12.1 του Συντάγματος, για προσαγωγή σε δίκη για ανύπαρκτο στον Νόμο αδίκημα, καθίσταται αναγκαία η εξέταση του κατά πόσο αυτό είναι το κατάλληλο στάδιο εξέτασης της και κατά πόσο είναι επιτρεπτή η παρουσίαση της αναγκαίας μαρτυρίας προς υποστήριξη μιας τέτοιας εισήγησης», προστίθεται στην απόφαση.

Ο ισχυρισμός της υπεράσπισης, σύμφωνα με την απόφαση, άπτεται άμεσα και απόλυτα της εγκυρότητας της όλης διαδικασίας. Με άλλα λόγια, όπως εξηγεί το δικαστήριο, είναι πρόδηλο ότι τυχόν απόφαση περί μη αποκάλυψης ποινικού αδικήματος στις κατηγορίες 1-4, αυτομάτως οδηγεί στην κατάργηση της δίκης και στην απαλλαγή των Κατηγορουμένων σε αυτές.

Έτσι, σημειώνει, «με γνώμονα τις πρόνοιες του άρθρου 35 του Συντάγματος και τις καταλυτικές συνέπειες τυχόν αποδοχής της εισήγησης της υπεράσπισης, θεωρούμε πως η προάσπιση των συνταγματικών δικαιωμάτων των καθοριζομένων στο άρθρο 12.1 επιβάλλει την εξέταση της ένστασης σε αυτό το στάδιο και δη με την προσκόμιση της απαραίτητης μαρτυρίας».

«Οποιαδήποτε άλλη κατάληξη μας θα απέληγε στη μη αποτελεσματική εφαρμογή του ρόλου και καθήκοντος του Δικαστηρίου όπως επιτάσσει το άρθρο 35 του Συντάγματος και στην άρνηση εξέτασης ισχυρισμού ο οποίος έχει καθοριστική σημασία όσον αφορά την εγκυρότητα της όλης διαδικασίας και αντιθέτως, θα οδηγούσε στην ενθάρρυνση και αποδοχή συνέχισης μιας διαδικασίας, η οποία εκ των υστέρων θα μπορούσε να διαφανεί ότι ήταν εξ υπαρχής άκυρη», συμπληρώνει.

Το Δικαστήριο καταλήγει στην απόφαση ότι «με αποκλειστικό γνώμονα πως στην προκειμένη περίπτωση (i) εγείρεται ισχυρισμός παραβίασης του άρθρου 12.1 του Συντάγματος για τον λόγο ότι το κατηγορητήριο δεν αποκαλύπτει αδίκημα γνωστό στον Νόμο και (ii) τυχόν διαπίστωση τέτοιας παραβίασης καταργεί τη δίκη, καταλήγουμε πως αυτό το ζήτημα δύναται να εγερθεί σε αυτό το στάδιο και πως επιτρέπεται η προσαγωγή της μαρτυρίας εκείνης που είναι άκρως απαραίτητη προς υποστήριξη αυτού».

Το Δικαστήριο όρισε την 26η Ιανουαρίου στις 9 το πρωί για συνέχιση της διαδικασίας.

Πηγή ΚΥΠΕ

Keywords
Τυχαία Θέματα