Διαφορά 3 μέχρι 5 «Εξαίρετα» συνιστούν ισοδυναμία

Καταρχάς, σύμφωνα με τη νομολογία, δεν πρέπει να γίνεται αριθμητική εξέταση και φόρμουλα των στοιχείων και οι επί μέρους διαφορές, ώστε να φανεί ποιος έχει τα περισσότερα «Εξαίρετος», αλλά η ορθή αντιμετώπιση συνίσταται στην εξέταση της γενικής και συνολικής εικόνας ενός υποψηφίου.

Περαιτέρω, σύμφωνα με τη νομολογία, διαφορά μέχρι 5 «Εξαίρετα» τα τελευταία 5 χρόνια δεν προσδίδει υπεροχή σε αξία αλλά καθιστά τους υποψηφίους ουσιαστικά ισοδύναμους.

Συγκεκριμένα, στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναθεωρητική Έφεση 76/2011, ημ. 2.3.2017, Π.Δ. v. Κυπριακής Δημοκρατίας,

στην οποία οι δύο διάδικοι τα τελευταία 5 χρόνια πριν την προαγωγή είχαν ισοβαθμία σε όλες τις υπηρεσιακές τους εκθέσεις, εκτός από την τελευταία, όπου το ενδιαφερόμενο μέρος υστέρησε σε ένα «εξαίρετα», στο στοιχείο της διευθυντικής/διοικητικής ικανότητας έναντι ενός «πολύ ικανοποιητικού», έγινε αναφορά σε νομολογία, σύμφωνα με την οποία οι υποψήφιοι ήταν ουσιαστικά ισοδύναμοι σε βαθμολογημένη αξία.

Επίσης, στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναθεωρητική Έφεση 70/2011, ημ. 10.1.2017, Μ.Φ. v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, λέχθηκε ότι σύμφωνα με τη νομολογία η διαφορά μέχρι 5 «Εξαίρετα» κρίθηκε ότι αντιστοιχεί σε ισοδυναμία.

Ομοίως, στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναθεωρητική Έφεση 68/2010, ημ. 3.4.2015, Σ.Π.Η. v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, σημειώθηκε ότι «Στην υπόθεση Αντώνης Βασιλειάδης (ανωτέρω) παρά την υπεροχή της εφεσίβλητης κατά 5 «εξαίρετα» στα τελευταία πέντε χρόνια, η Ολομέλεια έκρινε ότι επρόκειτο για περίπτωση ουσιαστικής ισοδυναμίας. Το ίδιο και στην υπόθεση Μάρθας Θεμιστοκλέους (ανωτέρω) όπου η διαφορά συνίστατο σε 2 «εξαίρετα» και στην υπόθεση Μαρούλλας Θεοδότου (ανωτέρω) όπου το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε κατά 3 «εξαίρετα», ενώ σε άλλες υποθέσεις ως άνω, διαφορά κατά 5 ή 4 Α κρίθηκε ως σημαντική… Συνεπώς, εν τέλει, παρά τις σημειωθείσες διαφορές στις διαβαθμισμένες αξιολογήσεις σε μια περίοδο πέντε χρόνων, η ασφαλής και ορθή εικόνα που αναδύεται μέσα από το σύνολο είναι αυτή της ουσιαστικής ισοδυναμίας»

Στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναθεωρητική Έφεση Π.Ε v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2012) 3 Α.Α.Δ 120 έγινε αναφορά σε προηγούμενη νομολογία, σύμφωνα με την οποία «…η υπεροχή της εφεσίβλητης έναντι του εφεσείοντα κατά πέντε «εξαίρετα» στα τελευταία πέντε έτη, κρίθηκε ως «οριακή», οι δε διάδικοι χαρακτηρίστηκαν ως ουσιαστικά «ίσοι». Παρόμοια προσέγγιση υιοθετήθηκε και στην υπόθεση Πανίκος Πούρου κ.ά. ν. Άννας Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, στην οποία και παραπέμπουμε».

Σε άλλη Αναθεωρητική Έφεση, Σ.Π. κ.α. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3Β Α.Α.Δ. 738, έγινε επίκληση σχετικής νομολογίας και αναφέρθηκε συναφώς ότι «η διαφορά στην αξιολόγηση των υπαλλήλων σε 3 έως 5 «Εξαίρετος» περισσότερα ο ένας από τον άλλο σε μια πενταετία, δεν προσδίδουν σε αυτόν που έχει τα περισσότερα «Εξαίρετος» υπεροχή στην αξία έναντι των υπολοίπων, αλλά απλώς πρέπει οι υπάλληλοι να θεωρούνται ισοδύναμοι. Τονίστηκε ότι η ορθή αντιμετώπιση του θέματος είναι να εξετάζεται η γενική εικόνα ενός υποψηφίου και όχι να γίνεται αριθμητική φόρμουλα για να φανεί ποιός έχει τα περισσότερα «Εξαίρετος».

Στην Αναθεωρητική Έφεση Λ.Π. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3Β Α.Α.Δ 639 λέχθηκε ότι «Μικρές διαφορές στις αξιολογήσεις έχουν κατ’ επανάληψη κριθεί οριακές, ώστε να παραμένει ουσιαστικά η ισοδυναμία των εμπλεκόμενων (Βασιλειάδης v. Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 404 – διαφορά σε πέντε «εξαίρετα» στη διάρκεια μιας πενταετίας – και Δημοκρατία v. Φεσσά (2009) 3 Α.Α.Δ. 141 – τρία «εξαίρετα» σε μια πενταετία)». Το απόσπασμα της απόφασης αυτής μνημονεύθηκε και στην απόφαση της Ολομέλειας στην Αναθεωρητική Έφεση, 7/2011, ημ. 21.12.2016, Α.Κ.Κ. v. Κυπριακής Δημοκρατίας.

Στην Αναθεωρητική Έφεση Χ.Χ. ν. ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ (2011) 3Α Α.Α.Δ. 273, στην οποία η διαφορά ήταν 2 «Εξαίρετα» τα τελευταία 5 χρόνια, κρίθηκε ότι «Η ορθή εικόνα που αναδύεται από τις αξιολογήσεις των διαδίκων, όπως ορθά έχει επισημανθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι αυτή της ισοδυναμίας».

Το ίδιο και στην Ν.Α κ.α. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (ΑΡ.2) (2012) 3 Α.Α.Δ 438 στην οποία αναφέρθηκε ότι «Όπως έχει κατ’ επανάληψη λεχθεί μικρές διαφορές στις αξιολογήσεις συνιστούν οριακές διαφορές μη δυνάμενες να προσδώσουν υπεροχή σε αξία στα Ε.Μ. Αντίθετα, αναδεικνύουν υποψήφιους ουσιαστικά ισοδύναμους σε αξία. (Βλ. Republic v. Roussos (1987) 3 C.L.R. 1217, Βασιλειάδης κ.ά. ν. Τσιάππα κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 403, Παναγή ν. Δημοκρατίας, (2011) 3 Α.Α.Δ. 639 και Αττάς κ.ά. ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω).)».

Καταληκτικά, στην Αναθεωρητική Έφεση Ν.Α κ.α v. Κυπριακής Δημοκρατίας (ΑΡ.1) (2012) 3 Α.Α.Δ 8 κρίθηκε ότι η διαφορά μεταξύ εφεσειόντων και ενδιαφερομένων μερών, όπως προκύπτει από τις ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης (η οποία ήταν δυο «εξαίρετος» στα 5 χρόνια υπέρ των ενδιαφερομένων μερών έναντι 2 εφεσειόντων και πέντε «εξαίρετος» έναντι του τρίτου εφεσείοντα) όταν μάλιστα τα τελευταία χρόνια η βαθμολογία τους ήταν ακριβώς η ίδια, ήταν τέτοια που σύμφωνα με τη νομολογία δεν δίνει υπεροχή σε αξία στα ενδιαφερόμενα μέρη, αλλά αναδεικνύει υποψηφίους ίσους ή περίπου ίσους σε αξία.

*Ο Δημοσθένης Στεφανίδης είναι δικηγόρος.

Tα σχόλια αντιπροσωπεύουν την προσωπική γνώμη των συγγραφέων τους και όχι αυτή του Sigmalive.com

Keywords
Τυχαία Θέματα