Βασικές παραβλέψεις στην οθωνική Ελλάδα

ΕΛΛAΔΑΈντυπη Έκδοση

Είναι αλήθεια ότι το νέο κράτος που δημιουργήθηκε μετά την επανάσταση δεν ήταν συνέπεια μιας στρατιωτικής επικράτησης. Ήταν περισσότερο το αποτέλεσμα απελπισμένων προσπαθειών, μια απόπειρα ανάμεσα στη σύγχυση και τη διάλυση, για να περισωθούν οι καρποί μιας περιορισμένης νίκης. Κατά τα πρώτα χρόνια της συγκρότησης του ελληνικού κρατιδίου ήταν όλα τόσο ρευστά, που ακόμα και το πιο ασήμαντο, τυχαίο γεγονός μπορούσε να έχει απρόβλεπτες συνέπειες.

Την εξαιρετικά δύσκολη αυτή πραγματικότητα κλήθηκε να αντιμετωπίσει πρώτος ο Καποδίστριας και αμέσως μετά ο Όθωνας – και οι δυο
μέσα από έναν συνεπή και συγκεκριμένο προγραμματισμό. Αποτιμώντας κανείς τα αποτελέσματα της επανάστασης με εθνικά κριτήρια, θα παρατηρούσε ότι είχε αποτύχει σε τουλάχιστον δυο βασικά σημεία: Κατ’ αρχάς, η νέα αυτή κατάσταση βρήκε τους απελευθερωμένους Έλληνες τυπικά ανεξάρτητους. Ωστόσο, την οθωμανική κυριαρχία την είχε αντικαταστήσει ώς ένα σημείο η ευρωπαϊκή κηδεμονία, επίσημα επικυρωμένη μέσα από τις συνθήκες. Κατά δεύτερον, η επανάσταση δεν πέτυχε να απελευθερώσει όλους τους Έλληνες από την οθωμανική εξουσία και να τους ενσωματώσει σ’ ένα ενιαίο ελληνικό κράτος. Το καινούργιο κρατίδιο δεν αντιπροσώπευε παρά μόνο ένα μικρό κομμάτι του συνόλου του ελληνικού πληθυσμού. Υπολογίζεται ότι σε σχέση με τους 750.000 κατοίκους του, τριπλάσιοι ήταν εκείνοι οι Έλληνες που διαβιούσαν ακόμα στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας… Το ότι το ευρωπαϊκό σύστημα αντικατέστησε το οθωμανικό, αποτελούσε το δίχως άλλο μια εντυπωσιακή καινοτόμο εξέλιξη, μια και το κέντρο στο οποίο παίρνονταν οι αποφάσεις για τις ελληνικές υποθέσεις μεταφερόταν από την Κωνσταντινούπολη στις σύγχρονες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι οι εγχώριες πολιτικές φατρίες ενεπλάκησαν στο παιχνίδι των ανταγωνισμών για το ποιος θα επιβάλλει τους περισσότερους εκπροσώπους στη νέα πολιτική κατάσταση. Έτσι, το ελληνικό κράτος συνέχισε μέσω των ευρωπαϊκών δυνάμεων να παίρνει υπόσταση δίχως να απαλλαγεί από το διαβρωμένο πολιτικό σύστημα των ανταγωνιζόμενων ντόπιων φατριών. Τελικά, σημασία έχει ότι υιοθετήθηκαν τα δυτικά πολιτικά σχήματα με τον συγκεντρωτικό διοικητικό χαρακτήρα, είτε από την επίδραση των ευρωπαϊκών ιδεών είτε από την ανάγκη να συνδεθούν μεταξύ τους τα νέα εδάφη που είχαν προσαρτηθεί στο νέο κρατίδιο. Με τη συγκρότηση του μικρού ελληνικού κράτους που ήταν περιορισμένο στην αρχαία ελληνική κοιτίδα στην άκρη της Βαλκανικής, οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί διαχωρίστηκαν σε τρεις βασικές κατηγορίες: σε Ελλαδίτες Έλληνες, που ήταν πολίτες του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, σε αλύτρωτους που παρέμεναν υπό την οθωμανική κυριαρχία και σε Έλληνες της διασποράς που ήταν διασκορπισμένοι σε διάφορα μέρη του κόσμου. Έτσι, από το 1832, η ιστορία του ελληνισμού μελετήθηκε τις περισσότερες φορές μέσα στα στενά όρια του σύγχρονου ελληνικού κράτους παραβλέποντας τον ευρύτερο ελληνισμό. Η άφιξη του Όθωνα στην Ελλάδα θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι αποτελεί την αρχή του παραλογισμού και της ασυναρτησίας που συνέδεσε με τα πρώτα του βήματα το νέο κρατίδιο. Οι προστάτιδες δυνάμεις στέλνουν στην υπό διαμόρφωση χώρα ένα ανήλικο παιδί προκειμένου να συγκροτήσει το νέο ελληνικό κράτος και να αντιμετωπίσει ένα πλήθος δυσεπίλυτων, σχεδόν αξεπέραστων προβλημάτων, δίχως να έχουν καν τη στοιχειώδη μέριμνα να προετοιμάσουν τον ίδιο (πράγμα στην ουσία μάταιο) ή τουλάχιστον όσους θα τον συνόδευαν προκειμένου να βοηθηθούν στην άσκηση των καθηκόντων τους. Με αυτούς τους όρους, κατέφθασε εδώ μια επιβεβλημένη από τις προστάτιδες Δυνάμεις αποστολή Βαυαρών, η οποία δεν είχε καμιά προηγουμένη σχέση με την πραγματικότητα που θα αντιμετώπιζε: πολιτική, πολιτισμική, ιστορική, γεωγραφική… Έτσι, η συγκρότηση του κράτους ξεκίνησε δίχως καμιά ιδιαίτερη μελέτη των συνθηκών του τόπου, αλλά με αυτό που είχαν στο μυαλό τους οι Βαυαροί εντεταλμένοι της Δύσης. Πέραν των λοιπών παραδοξοτήτων, ένα πρόβλημα που δημιουργήθηκε με την άφιξη του Όθωνα και της Αμαλίας, το οποίο για τους Έλληνες εκείνης της περιόδου υπήρξε σημαντικό, ήταν το γεγονός ότι ο Όθωνας ήταν καθολικός και η Αμαλία δεν είχε καν το θρήσκευμα του άντρα της, αλλά ήταν προτεστάντισσα. Αυτό, τουλάχιστον, θα μπορούσε να είχε προϋπολογιστεί από κάποιον που γνώριζε στοιχειωδώς τις αντικειμενικές παραμέτρους του τόπου και της εποχής – λαμβανομένου υπόψη ότι ήταν μια εποχή σοβαρών θρησκευτικών εντάσεων. Η διαμάχη μεταξύ ορθοδόξων και καθολικών ήταν μεγάλη και κρατούσε ήδη από αιώνες. Πάνω σε αυτή την εχθρότητα ασκήθηκε μια ολόκληρη εθνική πολιτική, η οποία έφερε τους ορθοδόξους να συμμαχήσουν με τους μουσουλμάνους εναντίον των καθολικών. Είναι γνωστές οι ακρότητες μέσα στις οποίες αναπτύχθηκαν και καλλιεργήθηκαν αυτές οι αντιπαλότητες, οι οποίες ωστόσο είχαν βαθύτατες ιστορικές ρίζες και έπρεπε να αντιμετωπιστούν με τη δέουσα σοβαρότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην «Πατρική Διδασκαλία» που τυπώθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1798, ο Πατριάρχης Άνθιμος των Ιεροσολύμων, υποτελής του Οικουμενικού Πατριάρχη και έμμεσα του Σουλτάνου, αφού υπαγόταν στο ελληνορθόδοξο μιλέτ, υποστήριξε ότι οι Έλληνες οφείλουν να μείνουν πιστοί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, γιατί αυτή ήταν δημιούργημα της θείας θέλησης και προστάτευε τους ορθοδόξους από τους καθολικούς! Το ότι ο Όθωνας ήταν καθολικός, σήμαινε ότι όλη αυτή η ιστορία ξεκινούσε με ένα βασικό λάθος που γινόταν ακόμα μεγαλύτερο από το γεγονός ότι η βασιλική οικογένεια είχε δυο θρησκείες. Αυτό έφτανε στα όρια του σκανδάλου σε μια χώρα που ήταν διαποτισμένη με την αντίληψη του θρησκευτικού διαχωρισμού. «Ο μέσος ορθόδοξος Ελλαδίτης είχε κληρονομήσει αυτήν την καλλιεργημένη αντιπάθεια προς τον καθολικό και τον μισούσε πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τον μουσουλμάνο. Όσο για τον διαμαρτυρόμενο, τον μισούσε ο μέσος Έλληνας κι ο Ελλαδίτης περισσότερο από τον μουσουλμάνο, αλλά λιγότερο από τον καθολικό. Δεν ήταν τυχαία η ιεράρχηση της αντιπάθειας. Το καθολικό μιλέτ ήταν πολύ ισχυρότερο και οικονομικά πιο δυνατό από το προτεσταντικό. Ως αποτέλεσμα, ο μέσος πολίτης του βασιλείου είχε εξ αρχής αρνητικά συναισθήματα για τους βασιλείς του. Κατ’ επέκταση, τα αμφίδρομα συναισθήματα των Ελλαδιτών για την αποκοπή από το Πατριαρχείο είχαν οξυνθεί από το επονείδιστο γεγονός ότι την απόφαση είχε πάρει ένας ξένος και αλλόθρησκος. Οι Ρωμαιοκαθολικοί ήταν παρόντες και καλλιέργησαν μια μεγάλη αντιπαλότητα με την Ανατολική Εκκλησία στην προσπάθειά τους να αυξήσουν το ποίμνιό τους με τον προσηλυτισμό. Στον ελληνικό χώρο είχαν παρουσία αιώνων, σε αντίθεση με τους προτεστάντες, οι οποίοι είχαν έλθει μόλις πριν απ’ την επανάσταση» (Κατερίνα Μυστακίδου, «Ένδοξη Δουλεία», Εκδόσεις Κέδρος).Οθωμανική αυτοκρατορίαΌθωναςθρήσκευμαIssue: 1927Issue date: 28-07-2016Has video: Exclude from popular: 0
Keywords
Τυχαία Θέματα