Συνέντευξη Παντελή Βούλγαρη στο «Π»: «Όταν το να αγωνίζεσαι, υπερβαίνει ακόμη και το ίδιο το ένστικτο της επιβίωσης»

ΕΛΛAΔΑ

Ο Παντελής Βούλγαρης σκηνοθετεί εδώ και 55 χρόνια. Έχοντας στο ενεργητικό του 13 ταινίες, φιλοδοξεί με την τελευταία του, το «Τελευταίο Σημείωμα» να συμβάλει στο να μην ξεχαστεί η θυσία των 200 κομουνιστών των φυλακών Χαϊδαρίου, που την Πρωτομαγιά του ’44 εκτελέστηκαν από τους Ναζί στο σκοπευτήριο της Καισαριανής, ως αντίποινα για την δολοφονία του γερμανού υποστράτηγου Φράντς Κρεχ διοικητή της 41ης Μεραρχίας Οχυρών και της συνοδείας του, στους Μολάους την 27η Απριλίου 1944 από αντάρτες του 8ου

συντάγματος του ΕΛΑΣ Λακωνίας.

Συνέντευξη στον Πάνο Κατσαχνιά

Γιατί τώρα μια ταινία για τον Ναπολέοντα Σουκατζίδη και τους 200 της Καισαριανής;

Από εσωτερική ανάγκη καταφεύγω πολύ συχνά στην πρωτινή ιστορία, βασικά για να καταλάβω με εικόνες ο ίδιος, τι ήταν αυτά τα χρόνια, τι συνέβη σ’ αυτόν τον τόπο, αλλά και πως τοποθετούμε εγώ σε αυτά τα γεγονότα, μέσα στα οποία μεγάλωσα.

Έπειτα, από ανάγκη για να μιλήσω γι’ αυτούς τους ανθρώπους και τις ιδέες τους, μιας και οι 200 περίπου ήταν κουμουνιστές. Αλλά και για την βαθειά αξιοπρέπεια της επιλογής τους να ακολουθήσουν αυτό το δρόμο μέχρι τον τοίχο της Καισαριανής. Μιας και πιστεύω ότι τέτοιες εξαιρετικές περιπτώσεις ανθρώπων, πρέπει να γίνονται ευρύτερα γνωστές σε όλες τις εποχές –πόσο μάλλον στην τωρινή συγκυρία- δείχνοντας με το παράδειγμά τους ότι η αξία του να αγωνίζεσαι, υπερβαίνει ακόμη και το ίδιο το ένστικτο της επιβίωσης.

Την ιστορία αυτή -του Ναπολέοντα Σουκατζίδη και των 200 κομμουνιστών- την είχα επισημάνει όταν πραγματοποιούσα την έρευνα για την «Ψυχή Βαθιά». Παρόλο που η Κατοχή επηρέασε καταλυτικά τα γεγονότα του Εμφυλίου, αλλά δεν αφορούσε το τότε σενάριο μου, ξεχώρισα δυό-τρεις ιστορίες μαζί με εκείνη του Σουκατζίδη, με τις οποίες καταπιάστηκα αργότερα, παράλληλα με την δημιουργία της «Μικράς Αγγλίας». Γιατί για εμένα η έρευνα πριν από μία ταινία είναι πάντα μια πολύχρονη διαδικασία.

Σήμερα λοιπόν, που ο κόσμος στην Ελλάδα –γιατί κι εγώ πολίτης αυτής της χώρας είμαι- δεν εκφράζεται, που έχει ζαλιστεί από τις συνέπειες της ιστορικής και πολιτικής επιλογής να ακολουθούμε ως χώρα τα ευρωπαϊκά προγράμματα, μοιάζει αμήχανος. Χωρίς σε καμία περίπτωση να συγκρίνω τις δύο εποχές, πιστεύω ότι το παράδειγμα αυτών των ανθρώπων αφ’ ενός πρέπει να γίνει περισσότερο γνωστό, αφ’ ετέρου καλό είναι να υπάρχει και ως κινηματογραφική καταγραφή, ώστε να μπορεί να το δει κάποιος και σε ένα, δύο, πέντε, δέκα και είκοσι χρόνια από τώρα. Μιας και μια ταινία μετά τον κύκλο προβολής της, μπορεί να σταματά να είναι στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας, αλλά φυσικά δεν παύει να υφίσταται.

Εκτιμάτε δηλαδή, πως στην ελληνική κοινωνία σήμερα, υπάρχει διάθεση αναζήτησης τέτοιων προτύπων και υιοθέτησης μιας παρόμοιας στάσης ζωής;

Δεν μπορώ να διανοηθώ, πως ο Έλληνας με την παράδοση που έχει, στοιχεία της οποίας συναντά κανείς στην οικογένεια, στις ρίζες του, στην λαϊκή παράδοση και στα τραγούδια του, μπορεί παρ’ όλη την κόπωση, την απογοήτευση και την πιθανή αμηχανία του μετά από όλα αυτά τα χρόνια σκληρής δοκιμασίας, να πάψει να αγωνίζεται και να αναζητά λύσεις. Η τέχνη βέβαια δεν μπορεί να δημιουργήσει επανάσταση. Αλλά πιστεύω -παραδείγματος χάριν- πολύ στο ελληνικό τραγούδι. Διαρκεί τρία λεπτά, και μπορείς να το συναντήσεις παντού. Σε μια παρέα, σε μια εκδήλωση, σε ένα πανηγύρι, σε μια εκδρομή. Όλοι αυτοί οι μεγάλοι στιχουργοί, ο Ελευθερίου, ο Γκάτσος, ο Τσιτσάνης, το ίδιο το λαϊκό τραγούδι, εκφράζουν και ταυτόχρονα συνεισφέρουν σε αυτή ακριβώς τη διαδικασία αναζήτησης, διαιωνίζοντας την.

Το είδα αυτό και με τις δικές μου ταινίες. Το «Happy Day», τα «Πέτρινα Χρόνια», η «Ψυχή Βαθιά» που λειτουργήσανε σε αυτή την κατεύθυνση. Κι αυτό ήθελα να συντηρήσω και με το «Τελευταίο Σημείωμα». Ζούμε σ’ ένα τόπο με ήλιο, με αεράκι, με προοπτικές, με ομορφιά, μην το βάζουμε κάτω. Όπως αυτό εκφράζεται και μέσα στη ταινία μέσα από την σύγκρουση δύο κόσμων, ανάμεσα στους Έλληνες φυλακισμένους και τους Γερμανούς κατακτητές.

Η ταινία το «Τελευταίο Σημείωμα» βγαίνει στις αίθουσες την Πέμπτη 26 Οκτωβρίου. Παρόλα αυτά η συζήτηση γύρω από το θέμα με το οποίο αυτή καταπιάνεται, έχει ξεκινήσει ήδη με την παρουσία Τσίπρα στην Καισαριανή μετά την πρώτη εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιανουάριο του ’15. Εσείς μέχρι τώρα τι σχόλια και τι συζητήσεις έχετε εισπράξει ότι προκάλεσε στις πρεμιέρες όπου προβλήθηκε;

Κάθε ταινία και αυτή είναι η 13η που έχω κάνει, είναι μια «ακροβασία» με το κοινό. Είναι κάθε φορά ένα ευαίσθητο προϊόν που μπορεί να επηρεαστεί από τελείως ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Ανεξάρτητα από αυτό όμως, αυτά που έζησα ξεκινώντας από την Θεσσαλονίκη, δεν τα έχω ξαναζήσει. Γέμισε ο κινηματόγραφος «Ολύμπιον», ανοίγοντας και τα δύο θεωρεία του, πράγμα το οποίο συμβαίνει για πρώτη φορά σε εκδήλωση του Φεστιβάλ. Αλλά το σημαντικότερο είναι η μεγάλη διάθεση της πλειοψηφίας του κόσμου να μείνει και μετά την προβολή, συμμετέχοντας στην συζήτηση που άνοιξε, με ερωτήσεις.
Το ίδιο επαναλήφθηκε και στην δημοσιογραφική προβολή στην Αθήνα. Εύχομαι να πάει καλά και στις αίθουσες.

Επειδή μιλάμε για μία ολόκληρη συζήτηση που ήδη υφίσταται και που ευελπιστείτε ότι μετά την προβολή της ταινίας θα ανοίξει ακόμη περισσότερο, μήπως κομμάτι αυτής σας της προσπάθειας στοχεύει να απαντήσει και στην απόπειρα ξαναγραψίματος της πρόσφατης ιστορίας μας, με τα «πατριωτικά» κίνητρα των δοσιλόγων και ταγματασφαλιτών και την «θυσία» Τσολάκογλου;

Παρακολουθώντας αυτή την νέα κατεύθυνση κάποιων ιστορικών, από τη μια μεριά λέω ότι η ιστορία είναι πάντα ανοιχτή για την όποια ερμηνεία, μιας και έρχονται συνεχώς στο φως νέα δεδομένα από αρχεία που ανοίγουν και πως το καθήκον του κάθε ιστορικού είναι να τα αναζητεί και να τα μελετά, αλλά από την άλλη, αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει να παραμορφώνονται σκόπιμα ιστορικά γεγονότα, προκειμένου να οδηγούμαστε σε συμπεράσματα που εξαρχής θέλουμε καταλήξουμε.

Έχετε πει πως «χωρίς τους Χανιώτες η ταινία δεν θα ήτανε ίδια». Θέλετε να μας το εξηγήσετε λίγο;

Εμείς πήγαμε στα Χανιά από ανάγκη, μιας και οι φυλακές στο Χαϊδάρι δεν υπάρχουν πια [εκτός από το «Μπλοκ 15», χώρο αυστηρής απομόνωσης, στον οποίο οδηγούνταν μελλοθάνατοι και Εβραίοι] και γι’ αυτό χρησιμοποιήσαμε για τα γυρίσματα εκείνες του οθωμανικού φρουρίου Ιτζεδίν, στο ύψωμα Καλάμι στη Σούδα, 15 χλμ ανατολικά της πόλης των Χανίων, επίσης φυλακή πολιτικών κρατουμένων.
Αυτό που συνάντησα εκεί ήταν μια μεγάλη διαθεσιμότητα και αγάπη των ανθρώπων για την ταινία. Δεν ήταν απλώς μια παρουσία όλος αυτός ο κόσμος. Αντίθετα έδωσε το ερέθισμα και σε εμένα και στην Ιωάννα, να τους αξιοποιούμε όλους (ηθοποιούς, κομπάρσους, βοηθούς) και να προσθέσουμε κι άλλους. Και μιλάμε για κόσμο που συμμετείχε σε καθαρά εθελοντική βάση, χωρίς να παραπονιέται για τα πολύωρα γυρίσματα και με το μαγαζί η την εργασία του να τον περιμένει κανονικά το επόμενο πρωί. Νομίζω ότι τόσα χρόνια έχω καταφέρει ο κόσμος -όπου πάω στην Ελλάδα να γυρίσω τις ταινίες μου- να ξέρει ότι το κάνω με αγάπη και τιμιότητα.

Το «Τελευταίο Σημείωμα» ήταν μια οικογενειακή υπόθεση;

Εγώ τα παιδιά μας δεν τα έσπρωξα ποτέ να γίνουν κινηματογραφιστές. Μόνα τους το αποφασίσανε αποδεικνύοντας ότι αντέχουνε. Γιατί για εμένα πρώτα έρχεται η αντοχή σε αυτή τη δουλειά και μετά η φαντασία. Έτσι λοιπόν, σε αυτή την ταινία συναντηθήκαμε όλοι. Η κόρη μου Κωνσταντίνα πραγματοποίησε το casting της ταινίας, ο γιός μου Αλέξανδρος (The Boy) έγραψε την μουσική και φυσικά η σύζυγος μου, η Ιωάννα Καρυστιάνη που έγραψε το σενάριο.

Ποια είναι τα επόμενα σχέδια σας;

Μετά από τέσσερις ταινίες εποχής («Νύφες», «Ψυχή Βαθιά», «Μικρά Αγγλία» και «Τελευταίο Σημείωμα»), θέλω να ασχοληθώ με το σήμερα. Έχω διάφορα ερεθίσματα, διάφορες ιδέες, αλλά ακόμη δεν έχω βρει τον τρόπο.
Σίγουρα όμως η επόμενη μου ταινία θέλω να αφορά το σήμερα.

Παντελής Βούλγαρηςτελευταίο σημείωμασυνέντευξηHas video: Exclude from popular: 0
Keywords
Τυχαία Θέματα