Απόψεις | Συνδικαλιστές και συνδικαλιστές

18:52 1/2/2013 - Πηγή: Neolaia

Αν και άλλα πάλι ήθελα να σας γράψω, θα ήταν πιστεύω μεγάλη παράλειψη αν δεν αναφερόμουν σε μια συνέντευξη του κυριακάτικου τύπου που μου έκανε ιδιαιτέρως θετική εντύπωση. Ήταν αυτή του προέδρου του Συνδέσμου Γερμανικών Συνδικάτων Μίχαελ Σόμερ, που φιλοξενήθηκε στο Βήμα. Διαβάζοντας την ολοσέλιδη συνέντευξη του Γερμανού «αρχισυνδικαλιστή», μπόρεσα να διασταυρώσω το συμπέρασμα που και το καλοκαίρι είχα εξαγάγει συμμετέχοντας –ως απλός παρατηρητής, φυσικά- στο Συνέδριο Ευρωπαϊκής Αριστεράς: ότι δηλαδή,

οι συνδικαλιστές δεν έχουν ως μοναδική αρμοδιότητα να συγκρούονται με την κυβέρνηση και να διεκδικούν από τους εργοδότες. Οι συνδικαλιστές πρέπει επίσης να σκέφτονται, να προτείνουν, να συνδιαλέγονται, να έχουν όραμα και φαντασία, να διέπονται από ρεαλισμό, να διακατέχονται από ευελιξία, να σέβονται και να κατανοούν τις ανάγκες του κλάδου τους αλλά και αυτές τις κοινωνίας, και τέλος –και κατά τη γνώμη μου κυριότερο- να μπορούν να επικοινωνήσουν επιτυχώς τις θέσεις τους (τουλάχιστον σε ό, τι αφορά την συνδικαλιστική ηγεσία…). Είναι άλλωστε αλήθεια πως σήμερα, στον υπόλοιπο κόσμο, ο συνδικαλισμός έχει πάρει μια διαφορετική έννοια, σε σύγκριση με αυτήν που οι Έλληνες με το πέρασμα του χρόνου της προσδώσαμε. Και είναι μάλλον γι αυτό είναι που σ΄ εκείνο το συνέδριο είχα πραγματικά εντυπωσιαστεί και παραξενευτεί με την απάντηση που έλαβα από έναν Γάλλο όταν τον ρώτησα τι επαγγέλλεται: «Είμαι συνδικαλιστής», μου είχε πει ακομπλεξάριστα, αυθόρμητα, σχεδόν περήφανα, τη στιγμή που τα τελευταία χρόνια στην χώρα μας η λέξη συνδικαλιστής έχει-άδικα αλλά όχι παράλογα- δαιμονοποιηθεί…

Όχι, στόχος αυτού του άρθρου δεν είναι να εκθειάσω ούτε και να αναφερθώ σε μορφές συνδικαλισμού ελλιπούς μαχητικότητας ή άνευ όρων παραχωρητικότητας. Και ως εκ τούτου επουδενί λόγω δεν επιθυμώ να καλλιεργήσω τον διχασμό και τον ατομισμό, όπως με θλίψη παρατηρώ την πλειονότητα των εγχώριων ΜΜΕ να κάνουν. Θαρρώ δηλαδή πως η ελληνική αριστερά δικαιολογημένα διάκειται σκεπτικιστικώς απέναντι σε μορφές παθητικής –και ουσιαστικά μη υφιστάμενης- απεργίας, οι οποίες όμως αφορούν περισσότερο την Ιαπωνία (απεργούν δουλεύοντας με μαύρα περιβραχιόνια) και τις Ηνωμένες Πολιτείες (οι εργαζόμενοι σήμερα δεν διακρίνονται για την μαχητικότητα και τις διεκδικήσεις τους, ενώ οι όποιες ελάχιστες απόπειρες διαδήλωσης καταπνίγονται από την αστυνομία), παρά την Γηραιά Ήπειρο. Στόχος αυτού του κειμένου είναι –με αφορμή την προαναφερθείσα συνέντευξη- να υπενθυμίσει στοιχεία που ο εγχώριος συνδικαλισμός οφείλει να υιοθετήσει, αν επιθυμεί αφενός να απαλλαγεί από όσα -ή τέλος πάντων από τα περισσότερα εξ αυτών- του καταλογίζονται και αφετέρου να καταφέρει να εμπνεύσει ξανά τους εργαζομένους ώστε αυτοί με τη σειρά τους να ενταχθούν στους κόλπους του κι έτσι να δοθούν αγώνες πιο μαζικοί και περισσότερο ενωτικοί…

Ο κ. Σόμερ είναι ένας τύπος με αυστηρή γερμανική όψη, φαίνεται πάνω από 60, εμφανίζεται με γραβάτα στην φωτογραφία και η αλήθεια είναι πως θυμίζει πολύ περισσότερο στέλεχος πολυεθνικής παρά έναν συνδικαλιστή ελληνικών προτύπων (βλ. για παράδειγμα κ. Σταματόπουλο). Κι όμως, όταν ο κ. Σόμερ ερωτάται για το ελληνικό πρόβλημα, εκφράζει παραδόξως απόψεις σχεδόν «συριζαϊκές». Υποστηρίζει πως τα συνεχή δάνεια που παρέχονται προς την Ελλάδα δεν την βοηθούν, ισχυρίζεται πως η σωστότερη των συνταγών είναι ένα νέο σχέδιο Marshal για τις χώρες με δημοσιονομικά προβλήματα, με επενδύσεις που θα πηγάζουν από φόρο περιουσίας που θα επιβάλλεται αποκλειστικά σε πολύ πλούσιους, καταδικάζει την φοροδιαφυγή των ευπόρων ενώ συγχρόνως μέμφεται την κ. Μέρκελ για την αδιέξοδη πολιτική που εφαρμόζει. Ο λόγος του Σόμερ είναι σύντομος, κατανοητός, συγκεκριμένος. Δεν λαϊκίζει και είναι οπλισμένος με επιχειρήματα και όραμα. Υποστηρίζει πως η όποια ανάπτυξη δημιουργείται από δω και πέρα πρέπει να είναι «πράσινη», ενώ συγχρόνως προτείνει την δημιουργία προγραμμάτων μόρφωσης και επιμόρφωσης, στα πλαίσια της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης. Όλα τούτα όμως έχουν πάντα ένα μέτρο. Αν και εκφράζει την θλίψη του για το ότι πολλοί Γερμανοί εργαζόμενοι αρνούνται να σταθούν αλληλέγγυοι και να κατανοήσουν το ελληνικό πρόβλημα, αν και δηλώνει με λύπη ανήμπορος να βοηθήσει παραπάνω τους Έλληνες- πέραν της πιέσεως που δύναται να ασκήσει στην γερμανική κυβέρνηση-, φροντίζει να πάρει διακριτικές αλλά και σαφείς αποστάσεις από το να κατηγορήσει ευθέως την χώρα του και αποφεύγει διπλωματικά τόσο να δεσμευθεί για μελλοντική συνάντησή του με τον κ. Παναγόπουλο όσο και να δώσει κάποια ερείσματα με τα λεγόμενά του ώστε οι θεωρίες περί γενναίου κουρέματος να δικαιωθούν.

Ποιες είναι λοιπόν οι διαφορές που καθιστούν -κατά την γνώμη μου- τον συγκεκριμένο Γερμανό συνδικαλιστή πιο προσιτό αλλά και πιο φερέγγυο στην κοινωνία, έτσι ώστε κατ’ αυτόν τον τρόπο να παρέχονται και κίνητρα για συμμετοχή των εργαζομένων σε συνδικαλιστικούς φορείς; Κάπου εδώ πρέπει να υπενθυμίσουμε πως σύμφωνα με έρευνες στην Γερμανία, αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η συνδικαλιστική πυκνότητα (το ποσοστό των εργαζομένων που «συνδικαλίζονται»), είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή των Ελλήνων. Πιο συγκεκριμένα, όταν στην Ελλάδα το σύνολο των εργαζομένων είναι περίπου 30%(και αυτό κυρίως στο δημόσιο…), στην Γερμανία το αντίστοιχο ποσοστό είναι 45%, στην Ιταλία 50%, στην Μεγάλη Βρετανία 42%, στην Σουηδία περίπου 90%(!!), ενώ μόνο στην Γαλλία το ποσοστό κινείται σε αντίστοιχα των ελληνικών πλαίσια (περίπου 30%).Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Κατά την γνώμη του γράφοντος όλα τούτα δεν είναι άσχετα με την δράση, την ρητορική, την εικόνα που αναπτύσσουν τα συνδικάτα. Καλώς ή κακώς, σήμερα το ιδεολόγημα περί ενός χαμηλής μόρφωσης και γραφικού εκπροσώπου των εργαζομένων έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί, και αυτό είναι κάτι που πρέπει γρήγορα να αντιληφθούμε . Η ανάγκη για μια συνδικαλιστική ηγεσία με δομημένο λόγο, πλούσια επιχειρηματολογία αλλά και επικοινωνιακά χαρίσματα είναι πλέον αναντίρρητη. Και αυτό γιατί συνήθως οι κυβερνήσεις αλλά και η εργοδοσία έχουν αναπτυχθεί πολύ περισσότερο στον επικοινωνιακό τομέα, με αποτέλεσμα (όσο περίεργο κι αν ακούγεται αυτό) να πείθουν πολύ περισσότερο για την ορθότητα της συλλογιστικής τους ένα ακροατήριο έστω και λίγο πιο «βολεμένο» από τους εκάστοτε διαμαρτυρόμενους. Φυσικά ο ελληνικός συνδικαλισμός έχει κι άλλα προβλήματα, σχεδόν ανήκουστα για τις υπόλοιπες χώρες: είναι –κατ’ αποκλειστικότητα- κομματικά εξαρτώμενος άρα και –σε μεγάλο βαθμό- διεφθαρμένος και φρόντισε να εγκαθιδρύσει προκλητικά προνόμια για όσους φρόντιζαν να εμπλακούν σε αυτόν. Επίσης θα μπορούσε να καταλογίσει κανείς μια κάποια έλλειψη προτάσεων -πέραν των αυξήσεων που αφειδώς ζητούνται – , μια κάποια επιμονή σε διαπιστώσεις και καταγγελίες, όπως επίσης και σε διαμαρτυρίες που υστερούν σε φαντασία και καινοτομία. Εξηγούμαι: Όταν για παράδειγμα η Μέρκελ αποφάσισε να επισκεφθεί την Πορτογαλία, τα εκεί συνδικάτα επικοινώνησαν επιτυχώς την ιδέα των μαύρων πανιών που θα κάλυπταν τις προσόψεις των πολυκατοικιών, ως προς ένδειξη διαμαρτυρίας για την άφιξη της Καγκελαρίου στην χώρα τους, που μαστίζεται από την λιτότητα. Εμείς εδώ κάναμε απομονωμένοι από την αστυνομία και τα κιγκλιδώματα γραφικές διαδηλώσεις στο Σύνταγμα, την στιγμή που εργαζόμενοι στο Ερρίκος Ντυνάν εκσφενδόνιζαν μπουκάλια εναντίον της αυτοκινητοπομπής που μετέφερε την Μέρκελ στο Μαξίμου. Όλα τούτα, σε συνδυασμό με τα ατομιστικά ιδεώδη που –μαζί με τα καπιταλιστικά- επεκράτησαν σταδιακά , αλλά και με την περιφρονητική στάση που σκοπίμως επιδεικνύουν μεγάλη μερίδα των ΜΜΕ απέναντι σε –αρκετές φορές- καταφανώς δίκαια αιτήματα, οδήγησε τον κόσμο μακριά από τον μόνο θεσμικά κατοχυρωμένο τρόπο για να διεκδικεί, που πλέον στα μάτια πολλών έχει πλήρως απομυθοποιηθεί. .

Ο κ. Σόμερ μπορεί λοιπόν να είναι υπερβολικά μετριοπαθής για τα μεσογειακά μας γούστα. Είμαι σίγουρος πως αν βρισκόταν μεταξύ των ελλήνων συνδικαλιστών, οι αριστεροί θα τον αποκαλούσαν προδότη, δεξιό, πουλημένο… Όπως ακριβώς έκαναν με τον Παναγόπουλο, που με το πέρασμα του χρόνου τους διαψεύδει… Κι όμως, στην εποχή μας νομίζω πως το αταβιστικό μοντέλο του συνδικαλιστή που επεκράτησε στο παρελθόν, δεν μας ταιριάζει πια, είναι ξεπερασμένο. Προσωπικά σέβομαι και τιμώ τους αγώνες των συνδικαλιστών. Στην πλειονότητά τους μάλιστα αντιλαμβάνομαι και τα αιτήματα που είναι συνήθως και δίκαια και ανθρώπινα. Όμως δεν μπορώ να μην επισημάνω πως ούτε ο κ. Φωτόπουλος ούτε και ο κ. Σταματόπουλος μπορούν να με πείσουν να τους υποστηρίξω μέχρι τέλους. Εν αντιθέσει με τον κ. Σόμερ που θαρρώ πως ήδη τα έχει καταφέρει…

Keywords
Τυχαία Θέματα