Σκηνές από μια παρέλαση: Χειρότερη η σιωπή από το γιουχάισμα

Γράφει η Σοφία Βούλτεψη

Για πρώτη ίσως φορά μια φωτογραφία δεν αξίζει όσο χίλιες λέξεις. Αλλά και δεν υπάρχουν λέξεις για να περιγράψει κανείς τη θλίψη, την απογοήτευση, αυτό το κενό στο στομάχι που ένιωθε όποιος κυκλοφόρησε στους δρόμους γύρω από την πλατεία Συντάγματος την ώρα της παρέλασης.
Αραία αραία να φαινόμαστε καμιά σαρανταρέα αυτοί που στάθηκαν στις άκρες των κεντρικών δρόμων. Ένα απόλυτο κενό μπροστά στον μοναχικό Άγνωστο Στρατιώτη. Ένα βουβό και άψυχο κτίριο πίσω του η Βουλή.
Ένα κουφάρι η εξέδρα των επισήμων. Παντού πρόσωπα σκυθρωπά, περίλυπα, μετείχαν έλεγες σε πένθος και...
όχι σε εθνική γιορτή. Σε εθνικό πένθος. Ίσως για μια στιγμή να πετάρισε η ελπίδα βλέποντας τα νιάτα να παρελαύνουν.

«…κι’ έλεες πότε αχ πότε βγάνω το κεφάλι από τσ’ ερμιές;
Κι’ αποκρίνοντο από πάνω κλάψες, άλυσες, φωνές»…

Για μια στιγμή μόνο. Και μετά, το άγχος της επόμενης μέρας, η ανασφάλεια και η αγωνία, το βάρος της ενοχής μπροστά στη νεολαία – όχι, δεν τα φάγαμε μαζί, αλλά μαζί τους ψηφίσαμε.

Με άδειο βλέμμα κοιτούσαν τους μετανάστες που γλιστρούσαν ανάμεσά τους, ανεμίζοντας πλαστικές γαλανόλευκες, με τις τσάντες – μαϊμούδες παρατημένες σε μια γωνιά. Κάπου βαθιά, κάτω από στρώματα συναισθημάτων, κρυβόταν ακόμη καλά η οργή.

Σιδερόφραχτη η Αθήνα τη μέρα της γιορτής. Παντού αστυνομικοί και ένας προστατευτικός κλοιός από κράνη και ασπίδες γύρω από το κοινοβούλιο και την εξέδρα με τους «επίσημους».

«…γιατί τα’ σκιαζε η φοβέρα
και τα πλάκωνε η σκλαβιά»

Κι’ όταν ξέσπασαν τα επεισόδια στο κέντρο της πλατείας, ανάμεσα σε μια ομάδα εκπαιδευτικών και τους άνδρες των ΜΑΤ, το μόνο που έσχιζε την ησυχία νεκροταφείου στην πόλη, ήταν η δυνατή και διαπεραστική φωνή μιας διαδηλώτριας. Ακόμη πιο ανησυχητικό: Οι ΄Ελληνες, φύσει περίεργοι, αυτοί που προκαλούν κυκλοφοριακό κομφούζιο για να χαζέψουν δυο τρακαρισμένα αυτοκίνητα, δεν γύρισαν καν προς την πλευρά των επεισοδίων. Και το πιο χαρακτηριστικό: Ο λιγοστός κόσμος είχε σκορπιστεί στην Αμαλίας και στην Πανεπιστημίου, αλλά εκεί, απέναντι από το Κοινοβούλιο και τους επισήμους, υπήρχε το απόλυτο κενό.

«εκεί μέσα εκατοικούσες
πικραμένη, εντροπαλή
κι ένα στόμα εκαρτερούσες,
“έλα πάλι” να σου πει».

Αν τα πάνσοφα στελέχη του πολιτικού μας προσωπικού μπορούσαν να περπατήσουν ανάμεσα σ’ αυτούς τους ανθρώπους κι’ αν τους είχε μείνει λίγη ψυχή μέσα τους, θ’ αποζητούσαν τους προπηλακισμούς, θ’ αναζητούσαν ένα γιουχάισμα, ίσως και να νοσταλγούσαν τις παλιές ευτυχισμένες μέρες με τον κόσμο να χειροκροτεί ξέγνοιαστος, κι’ ας αρμένιζε προς την καταστροφή.

Αν μπορούσαν να περπατήσουν ανάμεσα στον κόσμο, θα ένιωθαν αυτή τη βουβή οργή, αυτήν την απέχθεια μπροστά στη σαπίλα της αποσύνθεσης, αυτήν την αδιαφορία και αυτήν την μοιρολατρία. Αλλά δεν μπορούν.

Αν μπορούσαν να νιώσουν την απογοήτευση αυτού του κόσμου, που ξαφνικά νιώθει ανυπεράσπιστος και προδ
Keywords
Τυχαία Θέματα