Ἐμεῖς τήν Παναγία τήν ἔχουμε Ἀρχιστράτηγο...

Λιάνα Κανέλλη, περιοδικό «Ἄρδην» τεῦχος 11,1997.Τό Ἅγιον Ὅρος, τήν τύχη τήν ἀγαθή εἶχα νά τό πρωταντικρίσω ἐγώ πετώντας μ' ἕνα «Μιράζ 2000» πάνω ἀπ' τόν Ἄθω πέρυσι τέτοιες μέρες. Ἦταν τό δῶρο τῶν φρουρῶν τοῦ Αἰγαίου, ὅπως ἔκτοτε ἀποκαλῶ τούς πιλότους τῆς πολεμικῆς ...
μας ἀεροπορίας, γιά τή γιορτή τῶν ἀρχαγγέλων, τή δική τους, πρός μία δημοσιογράφο πού ἐπιμένει νά μετράει τίς ἀναχαιτίσεις τῶν ἀπέναντι κι ὄχι τίς παραβιάσεις τους. Λέγω «τύχη ἀγαθή» κι ἄς μέ ποῦν μελοδραματική, ὅσοι δέν ἔνιωσαν τό προνόμιο νά ἀεροζυγιάζονται
μέ τά σύννεφα. Νά περιδιάβαιναν τίς κατοικίες τῶν ἀγγέλων. Νά βλέπουν μ' ὅλα τά κύτταρα τοῦ φθαρτοῦ σώματός τους, τήν προσευχή ὡς αὔρα χαρμολύπης νά ἐγκολπώνεται σκῆτες καί μοναστήρια, τίς κατοικίες τῶν...

ἐραστῶν μίας ταπεινότητας, πού ἀντέχει χίλια χρόνια τώρα νά ὑπερασπίζεται μέ πίστη κι ἀγάπη τούς πολλούς καί ἄπιστους.
Ὅταν διάβασα στίς ἐφημερίδες πώς δύο κοινοτικές κυρίες ἀξιωματοῦχοι βγῆκαν νά μᾶς ἐπιτιμήσουν πού ἐπιμένουμε στό Ἄβατόν του «Περιβολιοῦ τῆς Παναγιᾶς» μας, ἀνάμεσα σέ κάτι φληναφήματα περί ἰσότητας τῶν δύο φύλων, διακρίσεις κι ἄλλα τέτοια ἐκ τοῦ πονηροῦ, ὅταν τά ἔργα ἀπάδουν τῶν μεγαλοστομιῶν, στήν ἀρχή γέλασα. Ὕστερα δημοσιογραφικῶν πονηρεύτηκα, ἀνησύχησα, γιά νά ὀργιστῶ ἐντέλει ἀπό τό ἐνδεχόμενο νά πρέπει νά εἶμαι συνεχῶς σέ ...ἁγιορείτικη ἐπιφυλακή.
Ἤθελα νά τίς ἔχω μπροστά μου μέ ἑλληνικό κρασί καί ψωμοτύρι, σέ ἅγιες νύχτες ἀνοιξιάτικες, νά μυρίζει ἁγιόκλημα καί θυμάρι, νά σκᾶνε μέσα στά ροῦχα τοῦ ὀρθολογισμοῦ τους καί νά τούς μιλάω ὧρες γιά τόν ἔρωτα τῆς ἐλευθερίας. Νά προσπαθῶ νά τούς πῶ πώς γιά μᾶς ἐδῶ, τούς ἐναπομείναντες καί τίς ἐναπομείνασες, ρωμιούς καί ρωμιές, ὁ ἔρωτας εἶναι πού ἔφερε τό Ἄβατόν του Ὅρους. Καί πώς στήν κλίμακα τῶν δικῶν μᾶς ἀξιῶν, ὅπου θά βρεῖς κομουνιστή νά κάνει τό σταυρό του καί παπά μέ τό ντουφέκι νά ὑπερασπίζεται τά ντουβάρια του καί ἐλεύθερους πολιορκημένους καί γυναῖκες νά χορεύουν κατά γκρεμοῦ καί μίαν Ἀνάσταση ἀκατανόητη, ἀφοῦ πεθαίνεις μέ τήν πίστη πώς ὁ θάνατος μέ θάνατο νικιέται.
Πῶς νά τούς πῶ ὅμως, πώς ἐμεῖς μαθημένοι νά πληρώνουμε περατατζίδικα στό Χάρο, μέ τραγούδια σάν τό «ἔβαλε ὁ θεός σημάδι παλικάρι στά Σφακιά κι ὁ πατέρας του στόν Ἅδη ἄκουσε μία ντουφέκια», ἔχουμε μία Παναγιά πού δέν εἶναι σάν τή Μαντόνα τους καί κηδεύει τό παιδί της μέ «Ὤ γλυκύ μου ἔαρ γλυκύτατόν μου τέκνον ποῦ ἔδυ σου τό κάλλος...». Τί νά τούς πῶ; Πῶς τό Ἄβατον τό σεβάστηκαν ἐπί τετρακόσια χρόνια οἱ μουσουλμάνοι κατακτητές μας; Πῶς, ὅποτε κατατρεγμένος, διωγμένος λαός, γυναικόπαιδα, ἔτρεξαν νά κρυφτοῦν στό Ἅγιον Ὅρος. Τό Ἄβατον ἤρθη, ὅπως μέ τήν Ἀγάπη καί γιά τήν Ἀγάπη αἴρεται ὡς καί ἡ ἐλευθέρια;
Θά μέ κοίταζαν ὡσάν κάτοικο ἄλλου πλανήτη ἄν τούς ἔλεγα πώς, ὅποιος προσπαθήσει νά παραβιάσει τό Ἄβατον θά βρεῖ σ' αὐτό τό τρίτο πόδι τῆς Χαλκιδικῆς ὡς ἄπαρτο ἀνάχωμα, πρῶτες καί καλύτερες τίς γυναῖκες αὐτοῦ του τόπου πού δέν μετρᾶνε τήν «ἐλευθερία» καί τά «δικαιώματά τους» μέ τό μέτρο πού κονταίνει τήν πίστη τῶν ἀνδρῶν τους. Πῶς δέν συλλογίζονται μέ τό μέτρο
Keywords
Τυχαία Θέματα