Προαπαιτούμενα ελπίδας

Γράφει ο Γιάννης Βαρουφάκης
Την περασμένη Κυριακή, η παράταξη του Μνημονίου ηττήθηκε κατά κράτος. Την Δευτέρα που ακολούθησε άρχισε να προδιαγράφεται μια δεύτερη ήττα: η ήττα της Αντι-μνημονιακής παράταξης. Έτσι είναι. Στον καιρό της Κρίσης είναι πολύ εύκολο να έχουμε μόνο ηττημένους. Τόσο στον πολιτικό όσο και στον οικονομικό στίβο. (Αυτή δεν ήταν άλλωστε η μοίρα των λαών την δεκαετία του 1930, η οποία ακολούθησε μετά το 2008 της εποχής εκείνης; Μετά το 1929; Τότε δεν..... ηττήθηκαν μαζί τόσο οι συντηρητικοί-μεν-φιλελεύθεροι-δε
αστοί όσο και η Αριστερά;)

Η ήττα της παράταξης του Μνημονίου οφείλεται σε κάτι πολύ απλό: Η λογική του Μνημονίου δεν μπορούσε σε καμία των περιπτώσεων (όσο χρηστή και αποτελεσματική να ήταν η διακυβέρνηση των δύο μνημονιακών κυβερνήσεων που είχαμε) να πετύχει τον βασικό στόχο του Μνημονίου: την αποτροπή – μέσω τεράστιων δανείων και αυστηρής λιτότητας – της πτώχευσης του δημοσίου και της περαιτέρω βύθισης της πραγματικής οικονομίας στην όλο και επιταχυνόμενη Ύφεση. (Πόσο δε μάλιστα που η εν λόγω διακυβέρνηση κάθε άλλο παρά αποτελεσματική ήταν!)

Η ήττα της Αντιμνημονιακής παράταξης θα έρθει (εκτός κι αν μεσολαβήσει μια αλλαγή στάσης από τον Σύριζα) λόγω μιας άλλης εξ ίσου στυγνής πραγματικότητας: Η Ελλάδα μπορεί να βγει από αυτή την Κρίση με τις δικές της δυνάμεις όσο μπορούσε το Ohio, ανεξάρτητα και αυτόνομα από την υπόλοιπη Αμερική, να βγει από την Μεγάλη Ύφεση το 1931. Σε καμία των περιπτώσεων! Μας αρέσει δεν μας αρέσει, η τύχη της Ελλάδας είναι αναπόσπαστα δεμένη με εκείνη της υπόλοιπης ευρωζώνης. Όσο βαυκαλιζόμαστε ότι μπορούμε να διαχωρίσουμε την πορεία μας από την Ευρώπη και, με τις δικές μας δυνάμεις, να πορευτούμε σε ένα καλύτερο αύριο, δημιουργούμε τις συνθήκες μιας συντριπτικής ήττας της ελπίδας ότι η Αντιμνημονιακή ψήφος θα βγει σε καλό.

Εδώ λοιπόν έγκειται η ουσία της υπόθεσης: Από την μία ο σεβασμός των όρων του Μνημονίου όχι μόνο δεν ενδείκνυται αλλά είναι ανέφικτος (ακόμα κι όλοι να συμφωνούσαμε σε αυτούς τους όρους – ακόμα κι οι αναρχικοί των Εξαρχείων). Από την άλλη, η εγχώρια χρηματοδότηση των αναπτυξιακών και μεταρρυθμιστικών πολιτικών που είναι προαπαιτούμενο για την ανατροπή της Κρίσης είναι αδύνατη. Άρα, τί κάνουμε; Αν έχω δίκιο, η λύση είναι μία (αν και όχι απλή): Επαναδιαπραγμάτευση εντός του ευρώ. Πως γίνεται αυτό, σας ακούω να ρωτάτε (με δίκαιη απορία), όταν η κα Μέρκελ δεν θέλει να ακούσει κουβέντα; Γιατί να μας ακούσουν; Γιατί να μας αποτείνουν καν τον λόγο; Εύλογο το ερώτημα (το οποίο ετίθετο στον κ. Σαμαρά από τον Μάιο του 2010, όταν υποσχόταν κι εκείνος την επαναδιαπραγμάτευση, χωρίς να δίνει απάντηση).

Η μόνη σοβαρή απάντηση είναι ότι θα μας πάρουν στα σοβαρά μόνον αν θέσουμε την επανδιαπραγμάτευση ως προϋπόθεση για να δεχθούμε την νέα δόση από το EFSF. Από εκεί που μας φοβερίζουν ότι δεν θα μας την δώσουν, να ανακοινώσουμε ήρεμα και νωχελικά (χωρίς να προβούμε σε καμία καταγγελία) ότι επιλέγουμε να μην
Keywords
Τυχαία Θέματα