Τα γεγονότα στο Άργος και η βία κατά των γυναικών

του Δημήτρη Φύσσα

Οι άντρες, μαθημένοι για χιλιετίες στην κοινωνική αποδοχή και οιονεί «νομιμότητα» των εξωσυζυγικών τους σχέσεων, δυσκολεύονται πολύ να δεχτούν το αντίθετο από τότε που η γυναίκα απελευθερώθηκε -όσο και όπως απελευθερώθηκε. Δε διανοούνται ότι και οι γυναίκες μπορεί «να κάνουν νερά», όπως και οι άντρες.

«Θα σκοτώσω την κόρη μου για να σ' εκδικηθώ που με άφησες. Με κατέστρεψες, μου πήρες τα μαγαζιά. Δεν σκοτώνω εσένα, για να ζήσεις με τον πόνο της κόρης σου και να πεθάνεις μια ώρα νωρίτερα...

Σκοτώνω την κόρη μας για να μη γίνει σαν και εσένα. Κανονικά θα έπρεπε να σκοτώσω εσένα, αλλά επειδή θα ζήσεις, όσο ζήσεις, με το βάρος του θανάτου της θα είναι καλύτερα».

Αυτά, ανάμεσα σε πολλές βρισιές και κατηγορίες για εξωσυζυγική σχέση με οικογενειακό φίλο, έγραψε στην τυπικά σύζυγό του (βρίσκονται σε διάσταση) ο 47χρονος επιχειρηματίας από το Άργος, που στις 12 Αυγούστου προσπάθησε ανεπιτυχώς να δολοφονήσει την κόρη του με δυο σφαίρες στο κεφάλι και, στη συνέχεια, εξίσου ανεπιτυχώς, προσπάθησε ν΄ αυτοκτονήσει με το ίδιο πιστόλι, πυροβολώντας από το στόμα προς τον εγκέφαλο. (Το σημείωμα αυτό, προορισμένο να διαβαστεί post mortem, βρέθηκε στο σπίτι τού παρά λίγο δολοφόνου και αυτόχειρα από την αστυνομία. Το δημοσίευσε στο χθεσινό e-«Το Βήμα» ο συνάδελφος κ. Βασίλης Λαμπρόπουλος).

Εφόσον το σημείωμα είναι ακριβές, τότε, από την άποψη του Ποινικού Δικαίου, αιτιολογούνται πλήρως τα γεγονότα και αποκαλύπτεται όχι απλά πρόθεση, αλλά προμελέτη της διπλής απόπειρας ανθρωποκτονίας, με κίνητρο την εκδίκηση. Δηλαδή στη πράξη, για να μιλήσουμε ανοιχτά, επιβεβαιώνεται ό,τι όλοι είχαμε σκεφτεί από την πρώτη στιγμή.

Από την άποψη της Ψυχιατρικής, εξάλλου, υποθέτω ότι πολλά θα μπορούσε να πει κανείς για την προσωπικότητα του ύποπτου και τη διαταραχή που υπέστη στην προσωπική του ζωή από τη μείωση του «εγώ» του λόγω του εραστή και από τη διάλυση του γάμου του. Κι ενώ πλέον τυπικά μόνο ήταν σύζυγος με τη σύζυγο, όλο και αυξανόταν η οργή μέσα του.

Αποκαλυπτικοί είναι επίσης οι ρηματικοί χρόνοι και τύποι του ρήματος «σκοτώνω», όπου το παρόν και το μέλλον εναλλάσσονται («σκοτώνω», «θα σκοτώσω», «σκοτώνω», «θα έπρεπε να σκοτώσω»), καθώς το σημείωμα γράφεται μεν πριν τις πράξεις, αλλά απηχεί ως εν εσόπτρω το μέλλον των πράξεων. Αν και, από την άποψη της Γραμματικής, το σημαντικότερο είναι το β΄ ενικό πρόσωπο που χρησιμοποιεί ο ύποπτος: όλο το σημείωμα απευθύνεται στην τυπικά σύζυγο και ουσιαστικά τής λέει «κάνω ό,τι κάνω για να ζήσεις από δω και πέρα μαύρη ζωή, σκοτώνοντας μάλιστα το παιδί που έχει το ίδιο φύλο με σένα»: εξαιρετικά έντονη λεκτική βία.

Ενώ λοιπόν το κορίτσι νοσηλεύεται σε σοβαρή κατάσταση, χειρουργημένη, με κίνδυνο -εφόσον ζήσει- να μείνει ισόβια παράλυτη, κι ενώ ο πατέρας βρίσκεται σε κώμα, επίσης με ερωτηματικό για τη ζωή του (αμφότεροι στο «Τζάνειο» νοσοκομείο), έχω τη γνώμη ότι, αν σκεφτεί κανείς λίγο βαθύτερα, η αναλογία με τη Μήδεια εξατμίζεται.

Νομίζω ότι εδώ έχουμε μια ακραία έκφραση ενός φαινομένου, που δυστυχώς ακόμα επιχωριάζει στην κοινωνία μας. Κι αυτό είναι η βία κατά των γυναικών.

Οι άντρες, μαθημένοι για χιλιετίες στην κοινωνική αποδοχή και οιονεί «νομιμότητα» των εξωσυζυγικών τους σχέσεων, δυσκολεύονται πολύ να δεχτούν το αντίθετο από τότε που η γυναίκα απελευθερώθηκε -όσο και όπως απελευθερώθηκε. Δε διανοούνται ότι και οι γυναίκες μπορεί «να κάνουν νερά», όπως και οι άντρες.

Η μεταπολεμική απελευθέρωση των γυναικών συνίσταται ιδίως σε τρία στοιχεία:
στο ότι οι γυναίκες, έχοντας βγει στην αγορά εργασίας, έχουν πλέον δικά τους χρήματα
στη σταδιακή κατάργηση της προίκας
στη νομική και πολιτική εξίσωση των δύο φύλων.

Έστω κι αν το νοικοκυριό και η ανατροφή των παιδιών εξακολουθούν να επιβαρύνουν κυρίως τις γυναίκες (κάτι που δεν ισχύει π.χ. στη Δανία), η τωρινή γυναίκα δυσκολότερα σκύβει το κεφάλι. Από τη στιγμή που η γυναίκα βγήκε από το σπίτι κι έχει δικά της χρήματα στην τσέπη της, είναι φυσικό να συμβούν και εξωσυζυγικές σχέσεις, επομένως να κλονιστούν γάμοι και εξαιτίας της. Αυτό, αν και αυξάνει συνολικά την ανθρώπινη ελευθερία, ενοχλεί τους περισσότερους άντρες.

Ας θυμηθούμε τις παλιές ελληνικές ταινίες, που απεικόνιζαν την κατάσταση πριν το 1982, οπότε και αποποινικοποιήθηκε η μοιχεία. Οι σκηνές ήταν πάντα ίδιες: ο σύζυγος και ο ντετέκτιβ / η αστυνομία κάνουν επιδρομή στο ξενοδοχείο και συλλαμβάνουν τη σύζυγο με τον εραστή, τους φωτογραφίζουν γυμνούς με τα σεντόνια, τους τρέχουν στο αστυνομικό τμήμα- ποτέ το αντίθετο. Γι΄ αυτό το λόγο, οι γυναίκες καταδικάζονταν για μοιχεία και τα αστικά δικαστήρια εξέδιδαν τα διαζύγια λόγω μοιχείας σε δυσανάλογα μεγάλο ποσοστό σε βάρος των γυναικών. Ενώ δηλαδή στην κοινωνία μοιχεύονταν κυρίως οι άντρες, οι καταδίκες για μοιχεία αφορούσαν κυρίως γυναίκες. Γιατί οι γυναίκες δεν τολμούσαν να πάνε τους συζύγους τους στο δικαστήριο- πώς θα ζούσαν μετά;

Αλλά και γενικότερα, ας σκεφτούμε λίγο τον περίγυρό του ο καθένας και η καθεμιά ακόμα και σήμερα. Πόσα περιστατικά βίας (υλικής ή λεκτικής) σε βάρος αντρών ξέρουμε από γυναίκες και πόσα σε βάρος γυναικών από άντρες; Νομίζω ότι η απάντηση είναι προφανής.

Ο ύποπτος του Άργους, εφόσον ισχύουν όσα αναφέρει το σημείωμά του, είναι βέβαια ακραία περίπτωση. Ο μέσος απατημένος άντρας δε σκοτώνει το κορίτσι του για να εκδικηθεί τη σύζυγό του (και «φυσικά», δε θα έκανε το ίδιο αν είχε γιο). Πιθανότερο είναι να ασκήσει βία σε βάρος της συζύγου του. Αν ο ύποπτος του Άργους, ή οποιοσδήποτε άλλος σε παρόμοια κατάσταση, είχε σκοτώσει τη σύζυγο και όχι την κόρη, τότε μεγάλο μέρος της κοινωνίας μπορεί να του έλεγε και «μπράβο», κι ας είμαστε στο 2013.

Νομίζω ότι το αντρικό φύλο, ο κάθε άντρας μέσα του, πρέπει να εκλογικεύσει και να αποδεχτεί τα νέα δεδομένα της κοινωνίας στην οποία ζούμε. Η γυναίκα έχει δικαίωμα στην ερωτική και σεξουαλική επιλογή όσο και ο άντρας, με την ίδια ισχύ (ή μη ισχύ) και για τα δύο φύλα. Ο γάμος δεν μπορεί να είναι φυλακή των γυναικών. Το ότι η φύση μάς έχει δώσει μεγαλύτερη σωματική δύναμη δε σημαίνει ότι έχουμε το ελεύθερο να την ασκούμε σε βάρος των γυναικών, κατά το δοκούν του καθενός από μας, με λόγια, με τα χέρια ή με όπλα.

Η συνειδητοποίηση της κατάστασης απαιτεί περισυλλογή και εσωτερική διανοητική επεξεργασία. Νομίζω ότι, στο βαθμό που ο καθένας από μας μπορεί να την κάνει, θα έχει σχέση βασισμένη σε ίσους όρους, πιο ελεύθερη, πιο ειλικρινή και λιγότερο εξαναγκαστική.

Υ.Γ. Εσείς που τυχαίνει να με διαβάσατε, αξίζει να προμηθευτείτε και να μελετήσετε το εξαιρετικό βιβλίο του Γιώργου Παμπούκη «Ιστορίες ντροπής. Οι άντρες, οι θρησκείες, οι νόμοι και η μοίρα των γυναικών» (εκδόσεις Πατάκη).

[email protected]

Keywords
Τυχαία Θέματα