Ο Γ. Στεργίου στον ΑΘΗΝΑ984

Ο γενικός γραμματέας Καταναλωτή και Βιομηχανίας του υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, Γιώργος Στεργίου, μίλησε στις 21/3 στον «ΑΘΗΝΑ 9.84» και τον Νίκο Καρούτζο.

Μεταξύ άλλων, είπε:

* Για τις διατάξεις που αφορούν στην αγορά γάλακτος:

«Αυτό που αλλάζει είναι ότι συμβαδίζουμε με την υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά και με την πρακτική την οποία ακολουθούμε ως χώρα σε όλα τα άλλα προϊόντα ζωικής προέλευσης. Δηλαδή, η ημερομηνία λήξης θα αναγράφεται από κάθε βιομηχανία, με βάση την τεχνολογία που ακολουθεί. Αυτό συμβαίνει στο κρέας, στο κοτόπουλο,
σε όλα τα είδη ζωικής προέλευσης. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί θα πρέπει το γάλα να εξαιρείται από αυτή την διαδικασία. Μάλιστα, στο ίδιο προεδρικό διάταγμα του 1999 -αυτό που ισχύει μέχρι σήμερα-, το γάλα υψηλής παστερίωσης δεν έχει ημερομηνία λήξης καθοριζόμενη από το κράτος. Άρα, λοιπόν, μέσα στο ίδιο προεδρικό διάταγμα υπάρχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά. Δεν υπάρχει κανένα θέμα για την δημόσια υγεία. Δυστυχώς, κάποιοι, μπροστά στον οίστρο να υποστηρίξουν τις θέσεις τους, παίζουν και με πολύ ευαίσθητα θέματα, για τα οποία θα έπρεπε να είμαστε πολύ σοβαροί, όταν τοποθετούμαστε γύρω από αυτά...
Αυτού του είδους οι περιορισμοί, οι οποίοι δεν τέθηκαν για την προστασία κανενός είδους δημοσίου συμφέροντος, δυστυχώς δημιουργούν στρεβλώσεις στην αγορά. Κι όταν δημιουργούνται στρεβλώσεις στην αγορά, κάποιοι επωφελούνται από αυτές και συνήθως αυτοί που επωφελούνται είναι οι λίγοι εις βάρος των πολλών... Για πάρα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα είχαμε την ακριβότερη τιμή λιανικής στην Ευρώπη, υψηλότερη κι από την Κύπρο. Το τελευταίο χρονικό διάστημα είναι γεγονός ότι η τιμή στην Ελλάδα είναι περίπου στα ίδια επίπεδα με την Κύπρο και την Ιταλία...
Ένας από τους λόγους που κάποιοι σήμερα με πολύ μεγάλη θέρμη υπερασπίζονται τη στασιμότητα στο χθες και στο να συνεχίσουμε να διατηρούμε αυτού του είδους τις αναχρονιστικές διατάξεις είναι -ως επιχείρημα το θέτουν αυτό- και η προστασία της εγχώριας αγελαδοτροφίας και παραγωγής γάλακτος και, φυσικά, των τοπικών μικρών γαλακτοβιομηχανιών... Πολύ φοβάμαι ότι αυτού του είδους οι στρεβλώσεις έχουν δημιουργήσει πρόβλημα και στους Έλληνες κτηνοτρόφους. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια είχαμε περίπου 6.000 αγελαδοτρόφους στη χώρα μας, σήμερα έχουμε περίπου τους μισούς. Οι περισσότερες, δυστυχώς, γαλακτοβιομηχανίες στη χώρα μας δοκιμάζονται και έχουν σημαντικά προβλήματα και κάποιες από αυτές είτε είναι σε προπτωχευτική, είτε σε πτωχευτική διαδικασία. Άρα, ακόμα κι αυτό το καθεστώς προστασίας δεν απέδωσε κανενός είδους όφελος σε αυτούς για τους οποίους -υποτίθεται-, θεσπίστηκε... Νομίζω ότι όλοι αυτοί μάλλον -αντιλαμβανόμενοι τη δυσχερή θέση στην οποία βρίσκονται και δεν μπορεί κανείς να την αμφισβητήσει-, φοβούνται μία οποιαδήποτε αλλαγή. Όμως, νομίζω ότι έχει γίνει πλέον κοινή πεποίθηση ότι συνεχίζοντας τα ίδια με χθες, είναι βέβαιο ότι δεν πρόκειται να βελτιωθεί η κατάσταση. Άρα λοιπόν, αξίζει τον κόπο να προχωρήσουμε σε μια σημαντική αλλαγή, ακριβώς για να μπορέσουμε να δώσουμε μία νέα ώθηση, τόσο στην εγχώρια παραγωγή και κτηνοτροφία, όσο και στην εγχώρια βιομηχανία. Ενώ οι Έλληνες καταναλωτές προτιμούν το ελληνικό γάλα, η εγχώρια παραγωγή πέφτει. Αυτό τα λέει όλα...».

Δημοσιογράφος: Γιατί, όμως, δύο μέρες γάλα;

Γ. Στεργίου: «Η συγκεκριμένη πρόταση είναι της τοπικής αυτοδιοίκησης, των περιφερειαρχών δύο συγκεκριμένων περιοχών, που μάλιστα έχουν ιδιαίτερη σχέση με την κτηνοτροφία και την παραγωγή, οι οποίοι πρότειναν τη συγκεκριμένη ιδέα και ήταν η πιο σημαντική θετική πρόταση που ακούστηκε σε όλον αυτό τον δημόσιο διάλογο, που αναπτύχθηκε το προηγούμενο διάστημα. Το υπουργείο πραγματικά δεν είχε κανένα λόγο να μην υιοθετήσει μία τέτοια θετική πρόταση. Αυτή η ιδέα έχει να κάνει πραγματικά με έναν ουσιαστικό τρόπο ενίσχυσης της τοπικής βιομηχανίας, είναι κυρίως μάρκετινγκ. Δίνει τη δυνατότητα στις τοπικές μικρές γαλακτοβιομηχανίες να διακινήσουν ένα προϊόν και να έχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν -στην περιοχή ευθύνης τους-, ένα δικό τους κοινό και μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς. Με αυτόν τον τρόπο θεωρούμε ότι συμβάλλουμε πάρα πολύ θετικά και στην ανάπτυξη περαιτέρω της αγελαδοτροφίας, αλλά και στην ενίσχυση των τοπικών βιομηχανιών...».

Δημοσιογράφος: Οι ξένοι θα μπουν στην αγορά;

Γ. Στεργίου: «Στο υψηλής παστερίωσης γάλα, όπου κάποιες εταιρίες -ακόμα και διεθνείς-, συμμετέχουν και παίζουν σημαντικό ρόλο στη συγκεκριμένη αγορά, αναπροσάρμοσαν την εμπορική τους τακτική. Αγόρασαν εγχώριες μονάδες παραγωγής γάλακτος, ακριβώς για να μπορούν να επικαλούνται ότι το γάλα τους είναι ελληνικό. Αγοράζουν από τοπικές φάρμες, γιατί ακριβώς αντιλαμβάνονται ότι οι Έλληνες θέλουν να αγοράζουν προϊόντα ελληνικά. Γι' αυτό ακριβώς το υπουργείο Ανάπτυξης έκανε ένα επιπλέον βήμα. Πολύ πρόσφατα έδωσε στη δημοσιότητα τις προτάσεις για το σήμα ελληνικού προϊόντος και ξεκινάμε με πρώτη κατηγορία το γάλα».

Δημοσιογράφος: Πώς θα πέσει όμως η τιμή στο γάλα;

Γ. Στεργίου: «Υπάρχουν πολλές και σημαντικές τοπικές εταιρίες οι οποίες θα βρουν μία διέξοδο προς τα μεγάλα αστικά κέντρα και θα ενταθεί ο ανταγωνισμός... Να δώσουμε μία εξήγηση γιατί οι τιμές θα μειωθούν. Σήμερα έχει πάρα πολύ σημαντικό ποσοστό, ως κόστος, η ανάγκη που έχουν οι εταιρείες να συλλέγουν το γάλα πάλι πίσω, όταν περνά η ημερομηνία λήξης. Οι επιστροφές -κατά τις πιο μετριοπαθείς εκτιμήσεις-, υπερβαίνουν το 5% του συνολικού κόστους του γάλακτος. Άρα λοιπόν αναμένουμε ότι αυτό το κόστος θα μειωθεί και θα δώσει την ευκαιρία να μπουν και προϊόντα, τα οποία αυτή τη στιγμή δεν συνέφερε τις εταιρίες να τα προωθήσουν. Άρα μέσα από αυτόν τον μηχανισμό της αγοράς, αλλά και της εμφανούς εξοικονόμησης, που θα πετύχουν στο κόστος τους οι εταιρίες, αναμένεται ότι θα υπάρξει υποχώρηση των τιμών».

* Για το ζύγισμα του ψωμιού:

«Όλα αυτά τα μέτρα προφανώς έχουν σαν πρώτη προτεραιότητα την δημιουργία ανταγωνισμού και μέσα από αυτή την προϋπόθεση να μειωθούν οι τιμές σε πάρα πολλές κατηγορίες προϊόντων. Ένας άλλος βασικός λόγος είναι ότι μέσα από μία ορθολογική λειτουργία της αγοράς ωφελούνται και οι καταναλωτές, όπως για παράδειγμα το ψωμί. Είναι δυνατόν να λέμε ότι παίρνω μισό κιλό ψωμί και τελικά αυτό το ψωμί να είναι 350 γραμμάρια; Αυτό πάμε να αλλάξουμε τώρα. Ο καταναλωτής δεν αξίζει να γνωρίζει τι αγοράζει; Γιατί αυτό το ζητάμε για όλα τα άλλα προϊόντα και εξαιρούμε το ψωμί; Όλα αυτά βοηθούν στο να εκσυγχρονιστεί η κάθε επιμέρους αγορά. Όσο παραμένουμε σε ένα καθεστώς παλαιό, που ήταν προϊόν μίας ιδιότυπης συναλλαγής με κάποιες κοινωνικές ομάδες, αυτό θα κρατά καθηλωμένη και την αγορά και θα μειώνει και τις επιλογές των καταναλωτών».

* Για την αγορά απορρυπαντικών:

«Τα απορρυπαντικά νομίζω ότι είναι ένα προϊόν που βρίσκεται σε κάθε σπίτι. Εδώ και πάρα πολλά χρόνια, υπήρχε μία διάταξη -υποχρεωτική μάλιστα-, που υποχρέωνε όλες τις εταιρίες απορρυπαντικών, να περνούν από μία διαδικασία γραφειοκρατική από το Γενικό Χημείο του Κράτους, που τους επιβάρυνε με εξαιρετικό κόστος και φυσικά δεν προστάτευε κανέναν για οτιδήποτε. Ο ίδιος ο κλάδος ζητούσε την κατάργηση αυτής της διάταξης και δυστυχώς, στην Ελλάδα, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, δεν γινόταν αυτό. Θα δείτε ότι είναι μία πολύ καλή ευκαιρία και ότι πολύ σύντομα θα έχει πολύ θετική επίπτωση, όχι μόνο στις τιμές των προϊόντων, αλλά θα αυξηθούν και τα προϊόντα που παράγονται εντός της χώρας μας. Ήδη υπάρχει μία τέτοια τάση και θέλουμε να την ενισχύσουμε».

* Για την τιμή του βιβλίου:

Γ. Στεργίου: «Στο κομμάτι του βιβλίου υπάρχει μια πανευρωπαϊκή προβληματική και δεν υπάρχει ενιαία στάση όλων των χωρών. Είναι γεγονός ότι στο βιβλίο, σε πάρα πολλές ευρωπαϊκές χώρες, υπάρχουν κάποιες προστατευτικές διατάξεις, οι οποίες όμως στην Ελλάδα δυστυχώς ήταν υπερπροστατευτικές. Και μάλιστα, οδηγούσαν τελικά τον κλάδο σε μαρασμό. Το να λέμε ότι θα ορίζει ο εκδότης την τιμή και χωρίς κανένα κριτήριο, με έναν αυθαίρετο τρόπο, είναι σαν να σπρώχνουμε όλους τους Έλληνες αγοραστές βιβλίου, να το αγοράσουν μέσω διαδικτύου και τελικά πλήττουμε τα βιβλιοπωλεία, τα σημεία πώλησης, πιθανόν και τους ίδιους τους συγγραφείς. Ενώ υποτίθεται το συγκεκριμένο μέτρο υπήρχε για να προστατεύει και να ενισχύει τον συγγραφέα -εμείς μιλήσαμε και με τις ενώσεις συγγραφέων-, είναι κοινός τόπος ότι, δυστυχώς, η συγκεκριμένη διάταξη -όπως ίσχυε στην Ελλάδα-, καθιστούσε παντοδύναμο τον εκδότη και παντελώς ανίσχυρο τον συγγραφέα. Άρα ούτε και σε αυτό εξυπηρετούσαμε την συγγραφή ποιοτικών πονημάτων και πάντοτε η εμπορικότητα ήταν το βασικό κριτήριο έκδοσης και ο εκδότης αυθαιρετούσε στην τιμή πώλησης».

Δημοσιογράφος: Από την άλλη μεριά, δεν θα μπορεί ο συγγραφέας να ελέγξει τι θα εισπράττει ο εκδότης...

Γ. Στεργίου: «Έχετε δίκιο σε αυτό. Ούτε και σήμερα ήξερε, όμως, ο συγγραφέας... Τελικά, αυτό που υιοθετούμε είναι το σύστημα που εφαρμόζεται σήμερα στην Δανία, μια χώρα που έχει ιδιαίτερη παράδοση στον χώρο της λογοτεχνίας και του βιβλίου. Υιοθετούμε ένα σύστημα το οποίο ήδη εφαρμόζεται με ιδιαίτερη επιτυχία σε μια άλλη ευρωπαϊκή χώρα».

* Για τα μη συνταγογραφούμενα φάρμακα:

«Το παρελθόν δεν μας κάνει πολύ αισιόδοξους ότι θα λειτουργήσει ο ανταγωνισμός, γιατί δυστυχώς τα φαρμακεία έχουν μάθει να πουλούν όλα στην ίδια τιμή, εξαιτίας των φαρμάκων στα οποία όντως η τιμή αναγράφεται πάνω στην συσκευασία και είναι πολύ δύσκολο να μπουν σε μια λογική ανταγωνισμού. Ευελπιστώ όμως ότι όλοι έχουμε γίνει σοφότεροι από την κρίση...».

«ΑΘΗΝΑ 9.84» - ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ
Keywords
Τυχαία Θέματα