Μια επέτειος που βολεύει να τη ξεχνάμε

του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη

Ήταν 14 Ιουλίου 1992, όταν οι ψυχροί δολοφόνοι της αυτοαποκαλούμενης «επαναστατικής οργάνωσης» που τώρα, δικαίως, σαπίζουν στις φυλακές, δολοφόνησαν ένα νεαρό παιδί, τον Θάνο Αξαρλιάν, έναν περαστικό από τον τόπο, όπου οι εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου, χωρίς καμία νομιμοποιητική εξουσιοδότηση από οποιοδήποτε κοινωνικό σώμα, αποφάσισαν να παίξουν το ρόλο του δικαστή, του εισαγγελέα και του δήμιου, προσπαθώντας να σκοτώσουν τον τότε υπουργό Οικονομικών, στο κέντρο της Αθήνας.

Η

δολοφονία του Θάνου Αξαρλιάν, όπως και όλες οι δολοφονίες που διέπραξε η εγκληματική αυτή οργάνωση, ήταν το απόγειο και η αποθέωση της βουλισιοκρατικής αντίληψης της πολιτικής, η οποία εκπορεύεται από την «καθαρότητα και αγνότητα των επαναστατών» και στέφεται κατά του «σάπιου ντόπιου και ξένου κατεστημένου».

Τη δολοφονία του Θάνου Αξαρλιάν δε τη θυμάται η ελληνική κοινωνία. Δε τη θυμάται γιατί δεν τη βολεύει να τη θυμάται. Κακώς ισχυρίζονται πολλοί ότι η ελληνική κοινωνία έχει μνήμη χρυσόψαρου. Όχι. Η ελληνική κοινωνία, βαθιά υποκριτική, είναι σα τη γάτα που θέλει να σκεπάζει πάντα με χώρα τα περιττώματά της. Έτσι και στην περίπτωση αυτή, ακόμη και σήμερα, υπάρχουν τμήματα της ελληνικής κοινωνίας, γαλουχημένα στην εμφυλιοπολεμική λογική της «επιστροφής» και του «τρίτου γύρου» που θεωρούν την περίπτωση της δολοφονίας του Θάνου Αξαρλιάν, «παράπλευρη απώλεια» του «επαναστατικού πολέμου» και αναζητούν στήριγμα για τις έωλες καταστροφικές και γεμάτες μίσος αντιλήψεις τους για την κοινωνία.

Η ελληνική κοινωνία, και ιδίως εκείνο το τμήμα της, το οποίο έβλεπε πάντα με συμπάθεια τους πολιτικούς vigilante της 17 Ν, αντί να προβληματιστεί για το ατελέσφορο και αλυσιτελές της τρομοκρατίας, προσπαθεί εδώ και 3 χρόνια, πότε με κρεμάλες, πότε με αφίσες προγραμμένων και επικηρυγμένων, πότε με δηλώσεις για «λαϊκά δικαστήρια στις πλατείες των πόλεων και των χωριών», πότε με κραυγές για δωσίλογους, προδότες, ξεπουλημένους, αλλά και πότε με δηλώσεις «παιδιά είναι» για τους ληστές - τρομοκράτες του Βελβεντού, να καθαγιάσει την πολιτική (κατά την ανόητη γνώμη της) βία, αρκεί αυτή να εκπορεύεται από εκείνους με τους οποίους συμμερίζονται τις ίδιες απόψεις και οράματα. Θα πρέπει να σημειωθεί μετ' επιτάσεως, πως το τμήμα της ελληνικής κοινωνίας που ερωτοτροπούσε με τους εγκληματίες της 17Ν ανήκει στα δύο άκρα του πολιτικού συστήματος σήμερα, εκείνα που συναντήθηκαν στις άνω - κάτω πλατείες του μεγαλύτερου αντικοινοβουλευτικού - αντιδημοκρατικού κινήματος της μεταπολίτευσης, το λεγόμενο «κίνημα των αγανακτισμένων».

Για όλους αυτούς, η ετήσια επέτειος της εν ψυχρώ δολοφονίας του Θάνου Αξαρλιάν, είναι μια επέτειος που δε θέλουν να θυμούνται. Δε σταματούν όμως εκεί. Θέλουν να επιβάλουν τη λήθη και στην υπόλοιπη κοινωνία. Βλέπετε, η περίπτωση του Θάνου Αξαρλιάν δεν προσφέρεται για το «εικονοστάσι των λαϊκών αγωνιστών» που με περισσή φροντίδα φιλοτεχνούν διάφοροι όψιμοι και νεόκοποι «επαναστάτες».

Σε πείσμα όλων αυτών, η ελληνική κοινωνία θυμάται. Μπορεί το όνομα του Θάνου Αξαρλιάν να μην δόθηκε σε κεντρική λεωφόρο της πόλης, για να μη δυσαρεστηθούν οι κρατικοδιαίτοι «επαναστάτες», οι περαστικοί όμως από το σημείο μαρτυρίου του περνούν καθημερινά και οι παλιότεροι θυμούνται, οι νεότεροι ρωτούν και μαθαίνουν.

Η δολοφονία του Θάνου Αξαρλιάν και η επέτειος του είναι για να μας θυμίζουν καθημερινά ότι η Δημοκρατία είναι μια επίπονη διαδικασία αναζήτησης του κοινού τόπου, της συναίνεσης, των διαδικασιών όπου η πλειοψηφία αποφασίζει και ταυτόχρονα αναλαμβάνει την υποχρέωση να προστατεύει τα δικαιώματα της μειοψηφίας να λέει την άποψη της.

Η Δημοκρατία δεν έχει ανάγκη από αυτόκλητους «υπερασπιστές» της, οι οποίοι θα παίζουν ταυτόχρονα τους ρόλους του δικαστή, του εισαγγελέα και του δήμιου. Αυτοί που τα πιστεύουν αυτά στέκονται απέναντι στην κοινωνία, είναι εχθροί της κοινωνίας και ως τέτοιοι πρέπει να αντιμετωπίζονται, χωρίς επαμφοτερίζουσες θέσεις ή απόψεις. Γιατί η σιωπή απέναντι στη τρομοκρατία είναι συνενοχή.

Keywords
Τυχαία Θέματα