Tο γονίδιο του «ρομαντικού ειδυλλίου»

Η ευκολία και συχνότητα με την οποία κάποιος κάνει σχέσεις, κυρίως όταν βρίσκεται σε νεαρή ηλικία, ενδέχεται να έχει γενετικό υπόβαθρο, σύμφωνα με ορισμένους Κινέζους επιστήμονες.

Οι Κινέζοι ερευνητές ανακοίνωσαν ότι για πρώτη φορά ανακαλύπτεται πως γενετικοί παράγοντες παίζουν ρόλο στη δημιουργία ρομαντικών σχέσεων.

Ωστόσο, άλλοι επιστήμονες εμφανίστηκαν πιο επιφυλακτικοί, επισημαίνοντας ότι σε κάθε περίπτωση, αυτή η γονιδιακή επίδραση είναι μικρή, καθώς η ανάπτυξη ενός ειδυλλίου είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων.

Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Πεκίνου, με επικεφαλής τον καθηγητή

ψυχολογίας Σιαολίν Ντζου, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο επιστημονικό περιοδικό «Scientific Reports», ανέλυσαν δείγματα DNA από 579 φοιτητές και διαπίστωσαν ότι όσοι είχαν στο γονιδίωμά τους δύο αντίγραφα (ένα από κάθε γονέα) από μια συγκεκριμένη γονιδιακή μετάλλαξη, είχαν αυξημένη πιθανότητα να βρίσκονται σε κάποια ρομαντική σχέση.

Το επίμαχο γονίδιο είναι το 5-ΗΤΑ1 και η κρίσιμη μετάλλαξή του είναι η CC, που οδηγεί στην αύξηση της σεροτονίνης στον εγκέφαλο.

Μια άλλη μετάλλαξη του γονιδίου, η G, σύμφωνα με τους Κινέζους επιστήμονες, μειώνει τη σεροτονίνη, κάνοντας τους ανθρώπους πιο απαισιόδοξους και νευρωτικούς, με συνέπεια να δυσκολεύονται να δημιουργήσουν μακροχρόνιους δεσμούς.

Η εν λόγω γονιδιακή παραλλαγή, αυξάνοντας τα επίπεδα του συγκεκριμένου ζωτικού χημικού νευροδιαβιβαστή στον εγκέφαλο, της σεροτονίνης, βελτιώνει τη ψυχική διάθεση.

Το 50% όσων είχαν δύο αντίγραφα του συγκεκριμένου γονιδίου είχαν δημιουργήσει κάποιο ειδύλλιο, έναντι ποσοστού 40% μεταξύ όσων συνομηλίκων τους είχαν μόνο ένα αντίγραφο ή κανένα αυτού του γονιδίου.

Όμως, οι Κινέζοι ερευνητές υπολόγισαν ότι το εν λόγω γονίδιο μπορεί να εξηγήσει μόνο το 1,4% της διαφορετικής πιθανότητας που έχει κανείς να βρει κάποιο ταίρι, ή να μείνει μόνος.

Η καθηγήτρια αναπτυξιακής και συμπεριφορικής γενετικής Θάλια Έλι του Kings College του Λονδίνου επεσήμανε ότι «ενώ οι γενετικοί παράγοντες αναπόφευκτα επηρεάζουν την πιθανότητα μιας σχέσης, η συγκεκριμένη γενετική ανακάλυψη εξηγεί μόνο ένα πολύ μικρό μέρος και από μόνη της έχει μικρή επίπτωση στο αν κάποιο άτομο θα έχει σχέση ή όχι».

Από την άλλη, για «πραγματικά ενδιαφέρουσα» ανακάλυψη έκανε λόγο ο ψυχολόγος του Πανεπιστημίου Κέμπριτζ Αλεξάντρ Κόγκαν και εκτίμησε ότι η διαφορά μεταξύ 50% και 40% δεν είναι καθόλου αμελητέα, όσον αφορά τη γενετική επίδραση.

Πηγή: ΑΜΠΕ

Keywords
Τυχαία Θέματα