Οι δέκα αποχρώσεις του… like

Πίσω απ’ την οθόνη του υπολογιστή υπάρχει ένας κόσμος που ζει με νοήματα (κι εγώ μαζί του). Που επικοινωνεί με σήματα και φαντασιώνεται τα μύρια όσα.

Κι όμως τα ίδια πρόσωπα που τα συναντάς στο δρόμο, ζωντανά, δεν έχουν καμιά σχέση με τα φεϊσμπουκικά αντίστοιχά τους. Οι συζητήσεις που γίνονται στις ψηφιακές σελίδες, σπάνια συνεχίζονται και έξω, στον κόσμο τον πραγματικό. Λες κι είναι ασήμαντες ή μη γενόμενες.

Και παρότι οι ηλεκτρονικοί διάλογοι προκαλούν συχνά καυγάδες και αντιπαραθέσεις έντονες, σπάνια συνεχίζεις μια κουβέντα που την άρχισες στο Facebook

όταν βρεθείς με τους ίδιους αυτούς στο φως του ήλιου. Ποτέ δε τους ζητάς εξηγήσεις κι αναλύσεις ή την ερμηνεία κάποιου like. Σάμπως τα λόγια τα γραμμένα στο γυαλί τα παίρνει ο αέρας κι εξατμίζονται. Λόγια αναλώσιμα.

(Ισως γι’ αυτό εκτίθενται οι χρήστες με τόση ευκολία -οι νεότεροι πολύ περισσότερο- και δεν το ’χουνε σε τίποτα να βγάζουν τα σώψυχα και τα προσωπικά τους άπλυτα, φόρα παρτίδα. Ενώ για τις παλιότερες γενιές ισχύει ακόμα ίσως το βασανιστικό εκείνο «τι θα πει ο κόσμος» κι αποφεύγουν να εκτεθούν τόσο).

Αναρωτιέμαι, λοιπόν, πότε μια ανάρτηση στο Facebook είναι πληροφορία και όχι νοσηρή επίδειξη ή σκέτη ματαιοδοξία. Πότε στοχεύει κάποιος να ενημερώσει, να προβληματίσει, να ψυχαγωγήσει τους «φίλους» του ή να πουλήσει μούρη; Πώς ξεχωρίζεις στα Κοινωνικά Μέσα Δικτύωσης την εγωκεντρική διάθεση προβολής από έναν υγιή τρόπο προσέγγισης των άλλων; Δύσκολα , γιατί είναι θέμα γλώσσας και ύφους (μωρέ άμα ξέρεις να διαβάζεις πίσω από τις λέξεις..! Βουλωμένο γράμμα).

Πάντως η θολούρα και η σύγχυση επιτείνεται ακόμα περισσότερο από το σήμα κατατεθέν της fbουκικής επικράτειας, τη λέξη «like».

Τι μπορεί να κρύβει η δημοφιλής και πολυσήμαντη αυτή λέξη-κλειδί;

α) Ευαρέσκεια και ενθουσιασμό: «Μ’ αρέσει αυτό που λες και υπογράφω με τα δυο μου χέρια» ( αυτό θα ήταν το πιο λογικό).

β) Συμμετοχή στο δράμα σου: «Λυπάμαι που συμβαίνει αυτό το κακό», κάποια αρρώστια λ.χ. ή απώλεια προσώπου (ερμηνεία εντελώς διαφορετική αλλά εξίσου λογική).

γ) Το like ως άλλοθι και κοινωνική υποκρισία: «Δεν διάβασα τι γράφεις, αλλά στο δίνω για να μην το καταλάβεις».

δ) Ένα κλείσιμο ματιού, ένα «γεια» χωρίς συνέχεια, μια «καλημέρα, εδώ είμαι».

ε) Επιπολαιότητα που σε εκθέτει: «Πάρε ένα like κι άδειασέ μου τη γωνιά -πού να κάτσω τώρα να διαβάζω το κατεβατό σου;».

ζ) Κολακεία, ένα είδος υποθήκης για πάν ενδεχόμενο: «Ας τον/την έχουμε καβάντζα, δεν ξέρεις τι γίνεται».

η) Τυφλή εμπιστοσύνη: «Για να το γράφει αυτός/αυτή, κάτι καλό θα λέει».

θ) Μοναξιά: το δάχτυλο που αγγίζει τη γυάλινη επιφάνεια σε φέρνει σε επαφή με τον έξω κόσμο.

ι)Το like της απόγνωσης: «Πάρτε με κι εμένα μαζί σας, στην παρέα σας».

Μεγάλο όμως ενδιαφέρον (για μένα, μέγιστο) έχει το like που ποτέ δεν μπαίνει. Δεν στέλνεται ποτέ. Είναι άρνηση; Δεν θέλω σούρτα φέρτα με κανέναν; Διαφωνία που δεν διατυπώνεται; Απαξίωση του μέσου ή μόνο της συγκεκριμένης ανάρτησης; Αποχή εκ πεποιθήσεως; Ή μήπως ηδονοβλεπτική παρακολούθηση εκ του ασφαλούς – και πόσοι άραγε είναι αυτοί ;

Σε έναν κόσμο μοναχικό κι απόμακρο (πλην φλύαρο), όπου οι σχέσεις με τη γλώσσα, τον λόγο και τη λογική έχουν διαρραγεί, αυτό το like που ποτέ δεν μπαίνει, θα παραμένει πάντα ένα μυστήριο, μια ελπίδα που θα με τραβάει προς τα ’κει.

The post Οι δέκα αποχρώσεις του… like appeared first on Protagon.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα