Γατάκια Playoffs 2010

Από το Buzzer Beater 15/05/2010 (18:00) γάτακι το [γátaκι] πληθ. γατάκια 1 [γatáκιa]: 1. ΥΠΟΚ. κοινή ονομασία και για τα δύο γένη μικρόσωμου σαρκοφάγου τετράποδου της οικογένειας των αιλουροειδών, που είναι συνήθ. εξημερωμένο : Όλη τη νύχτα οι γάτες νιαούριζαν στα κεραμίδια. Οι γάτες είναι εφτάψυχες. 2. (μτφ.) Παίχτης (-ες) χαμηλών αθλητικών ικανοτήτων ή κατώτεροι των προσδοκιών . Γατάκι ο LeBron , πάλι αποκλείστηκε από τον 2ο γύρο ~.
Keywords
Τυχαία Θέματα