Αγάπη είναι: Όποιος γνωρίζει κι αγαπά δεν μπορεί να το πει

Αγάπη: Η ζωή δεν είναι παιδικό λεύκωμα όπου γράφονται λυρικές απαντήσεις. Αγάπη είναι: Ο αναλυτής – μαθηματικός Παναγιώτης Μάρκου καταθέτει τις σκέψεις του σε αυτό που απασχολεί τον κόσμο όλο.

Όποιος αγαπά δεν μπορεί να το πει. Κι όποιος δεν αγαπά, δεν το ξέρει.
Ξέρετε, μέσα από την αναλυτική εμπειρία, ακούς. Ακούς το υποκειμενικό – οικογενειακό μυθιστόρημα του κάθε ανθρώπου. Μετά από το άκουσμα, όταν το υποκείμενο που είχες  απέναντι σου αποχωρήσει, μένεις και λογαριάζεις τι έγινε. Τι έμεινε από αυτήν την εμπειρία.

Και εκείνη την στιγμή,

πολύ συχνά, προκύπτει μια απορία: Μα πως γίνεται και δεν αντιλαμβανόμαστε, μέσα στο αίτημα του άλλου, στο όποιο αίτημα του, την επιθυμία για αγάπη; Πάρτε για παράδειγμα μια μητέρα, μια μητέρα ενός νεογέννητου. Ακούει το μωρό της να κλαίει. Το κλάμα του σηματοδοτεί κάτι για εκείνη: «Κάτι θέλει». Τώρα αρχίζει η προσπάθεια αποκωδικοποίησης του αιτήματος: «Πεινάει», στη συνέχεια «διψάει», λίγο αργότερα «νυστάζει» κι αυτό συνεχίζεται! Πολύ δύσκολα πάει η αποκωδικοποίηση στο «θέλει αγάπη!».

Γιατί έτσι; Γιατί τόσο δύσκολα πάει το μυαλό στο «θέλει αγάπη»; Τι το διαφορετικό έχει το σημαίνον – αντικείμενο «αγάπη» από εκείνο της «τροφής», του «νερού», του «ύπνου» και τα συναφή; Προσπαθείς τότε να δώσεις εσύ ο ίδιος μια απάντηση σε αυτή σου την απορία. Η συνέχεια είναι κάπως έτσι:

Άμα πεινάς το ξέρεις. Φωνάζουνε τα σπλάχνα σου. Άμα κρυώνεις, το ίδιο. Άμα αγαπάς, πώς να το καταλάβεις; Γιατί: τι είναι η αγάπη; Κάποιος πήγε να πει κάτι και δεν είπε τίποτα. Είπε πως είναι κάτι σαν φωτιά. Μα είναι; Άλλος είπε, πάλι, πως είναι δροσούλα, άλλος σαν δοξαριά. Τι είναι τέλος πάντων…;

Κι αν, πάλι, αγάπη είναι κάτι που το λένε «αγάπη», είναι αυτό η αγάπη; Βάλε μια δύση κι ένα βαρκάκι να λιώνει μέσα. Ομορφιά! Μα αν δεν υπάρχει μάτι να το δει, είναι ομορφιά; Ένα πουλάκι κελαηδά ολομόναχο σ’ ένα έρημο δάσος.  Αν δεν τ’ ακούσει κανείς, είναι κελάηδημα;
Κι είναι μπορετό να κελαηδήσει γλυκά ένα ολομόναχο πουλάκι, αν δεν υπάρχει πίσω από κάποιο φύλλο, το αυτάκι ενός άλλου πουλιού; Πήγαν κι οι σοφοί να πούνε κάτι πάνω σ’ αυτό και τα κάνανε θάλασσα.

Τα μωρά ξέρουν περισσότερα. Ένα λουλούδι είπε: «Αγάπη; Είμαι εγώ». Τρελαίνεσαι με τέτοια καμώματα. Ένας «Πέρσης» θα πει αυτό είναι «τρίχα». Ένας βαρκάρης θ’ αφήσει τα κουπιά και θα σκουπίσει το κούτελο του. Δε θα ξέρει να πει τίποτα. Μπορεί αυτό να είναι αγάπη. Μα είναι;

Ποιος να το πει; Όσο έχεις κάτι μέσα σου και δε χρειάζεται να το πεις, το έχεις και ησυχάζεις. Σε καίει… Σε λιώνει… Εσύ το βλέπεις. Κι αντί να βάλεις τα κλάματα, το ρίχνεις στο τραγούδι.

Είσαι μεθυσμένος και δεν έχεις πιει ούτε στάλα! Αυτό το «πράμα» πρέπει να σκάβεις μέσα σου μια λακκούβα να το θάβεις, κι ό, τι βρέξει. Μην το λες πουθενά. Άστο να σε κάψει. Θα ξέρεις ότι χάνεσαι λίγο – λίγο από μια αρρώστια που δεν ξέρεις τ’ όνομά της. Θα ξέρεις όμως ότι είναι μια αρρώστια, που σε κάνει όμορφο. Ομορφαίνεις και πεθαίνεις…
Κι όταν θα νομίσεις ότι πέθανες, θα ‘χει τελειώσει η αρρώστια. Θα είσαι ζωντανός, μα θα είσαι και άσκημος. Θα ‘χεις φρικτά ασκημίσει. Αλήθεια, αυτό είναι η αγάπη; Όποιος αγαπά δεν μπορεί να το πει. Κι όποιος δεν αγαπά, δεν το ξέρει.

Keywords
Τυχαία Θέματα