¨κρυφο σχολειο"

18:06 28/6/2013 - Πηγή: Fimotro

Γράφει ο Γιώργος Λουπάσης
Φιλόλογος
Αγαπητό Fimotro,
Με τον επιβαλλόμενο σεβασμό στο πρόσωπο και στο έργο της, ας μου επιτρέψει η κ. Αρβελέρ μια παρατήρηση για το σχόλιό της το σχετικό με το «Κρυφό Σχολειό» (αφορμή η ανάρτησή σου εδώ). Είναι γεγονός πως αναφορά σε «Κρυφό Σχολειό» δεν...
συναντάμε σε κάποια ιστορική πηγή της τουρκοκρατίας. Τον όρο αυτό τον έβαλαν στη ζωή του Ελληνισμού ο ζωγράφος Νικόλαος Γύζης με τον πασίγνωστο πίνακά του (1886) και ο ποιητής Ιωάννης Πολέμης με ένα ποίημά του (από τη συλλογή «Αλάβαστρα», 1900) το οποίο εμπνεύσθηκε από το έργο του Γύζη. Πρόκειται
για δυο έργα τέχνης, οι δημιουργοί των οποίων, όπως συμβαίνει σε όλες τις παρόμοιες περιπτώσεις, έδωσαν υλική υπόσταση στην έμπνευσή τους κατά τον τρόπο που εκείνοι επέλεξαν. Το σημαντικότερο δε, που κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν ορισμένοι, είναι ότι πρόκειται για έργα με συμβολική αξία και ότι με τρόπο καλλιτεχνικό εκφράζουν συμπυκνωμένα κάποια γνωρίσματα μιας συγκεκριμένης εποχής (διάβασα παλαιότερα την άποψη ότι δημιουργήθηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν, για να μεγεθύνουν το έργο της Εκκλησίας!). Και ερχόμαστε εμείς σήμερα, εκ των υστέρων, να ελέγξουμε τους δημιουργούς των για την επιλογή τους έχοντας ως όπλο κατηγορίας το ίδιο το έργο τους! Είναι αλήθεια, βέβαια, πως δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι ύστερα από τόσες δεκαετίες θα βρίσκονταν άνθρωποι που θα χρησιμοποιούσαν την κλίνη του Προκρούστη και γι’ αυτούς…
Η ουσία όμως του θέματος βρίσκεται όχι στο αν μνημονεύεται από τις πηγές κάτι που ο Πολέμης και ο Γύζης ονόμασαν «Κρυφό Σχολειό», αλλά στο αν υπήρχε αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε έτσι. Οι πολέμιοι του «Κρυφού Σχολειού» παρακάμπτουν αυτό το θέμα ουσίας, αφού προηγουμένως έχουν βγάλει από τη μέση και κάτι άλλο. Πρώτα, δηλαδή, αφήνουν στην άκρη μια κραυγαλέα αλήθεια: η τουρκοκρατία δεν ήταν ένα στιγμιαίο γεγονός, όπως επίσης δεν ήταν μια κατάσταση που επικρατούσε σε συγκεκριμένη και μικρής έκτασης περιοχή. Στους περίπου τέσσερις αιώνες που διήρκεσε και με τις ιδιαιτερότητες που κατά περιόδους και κατά περιοχή του ελληνικού χώρου διαμορφώνονταν δεν ήταν δυνατόν η πορεία των πραγμάτων να είναι ευθύγραμμη. ΄Όπως και με άλλα θέματα συνέβη (και συμβαίνει σε όλες τις ιστορικές περιόδους), άλλοτε εμφανιζόταν βελτίωση των συνθηκών, άλλοτε επιδείνωση. Ο κοινός όμως παρονομαστής είναι αναμφισβήτητος: εξ αιτίας της τουρκικής κατάκτησης ήταν πολύ δύσκολο ως ανέφικτο, ιδίως σε ορισμένες περιόδους, να υπάρχει ελευθερία (ούτε λόγος, φυσικά, για διευκόλυνση…) σε θέματα εκπαίδευσης. Αν και ο σουλτάνος, σε γενικές γραμμές, θα ήθελε να υπάρχουν ανάμεσα στους υπόδουλους και εκείνοι που με την κατάρτισή τους θα ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθούν ως στελέχη στον κρατικό μηχανισμό, οι τοπικοί παράγοντες της τουρκικής διοίκησης, με τις αυθαιρεσίες και την καταδυνάστευση που τους χαρακτήριζαν, ουσιαστικά ύψωναν εμπόδια ανυπέρβλητα και σε άλλα θέματα και σε θέματα εκπαίδευσης. Αλλού και άλλοτε αυτή η κατάσταση γινόταν πιο ασφυκτική ή πιο χαλαρή. Επομένως, το να ερχόμαστε σήμερα και να λέμε ένα «ναι» ή ένα «όχι» είναι τουλάχιστον επιπόλαιο.
Στον ίδιο βαθμό επιπόλαιο αλλά και αντιεπιστημονικό είναι το να εξάγουν τα συμπεράσματά τους οι ιστορικοί (άλλο θέμα είναι το αν αυτή η ταμπέλα, του «ιστορικού», που χρησιμοποιούν για τον εαυτό τους λέει την αλήθεια…) χωρίς να υπολογίζουν την προφορική παράδοση και τα υλικά στοιχεία – αποδείξεις που τη συνοδεύουν. Γιατί, βέβαια, η ιστορική περίοδος της τουρκοκρατίας δεν είναι και πολύ μακρινή – το ξέρουμε όλοι. Και σε πολλές περιοχές της χώρας υπάρχουν ακόμη οι χώροι εκείνοι που χρησιμοποιήθηκαν κατά καιρούς και κατά περίπτωση ως «σχολεία» στα οποία οι νεαροί βλαστοί των ραγιάδων πήγαιναν για να μάθουν ανάγνωση και αριθμητική και γραφή. Αυτά λοιπόν τα στοιχεία δεν είναι αρκετά για να πείσουν ότι υπήρξε το λεγόμενο «Κρυφό Σχολειό»;
Είμαι όμως πεπεισμένος ότι το πρόβλημα που έχουν όσοι αρνούνται τη σχετική παράδοση βρίσκεται όχι στο περιεχόμενό της καθ’ εαυτό αλλά σε κάποιες λεπτομέρειες που ενοχλούν. Συγκεκριμένα: και στον πίνακα του Γύζη και στο ποίημα του Πολέμη υπάρχει αναφορά με κάποιο τρόπο στην Εκκλησία. Ο Πολέμης κάνει λόγο για τη «θολόχτιστη εκκλησιά, την εκκλησιά που παίρνει κάθε βράδυ την όψη του σχολειού», για «την εικόνα του Χριστού ψηλά», για τον «παπά το δάσκαλο», ενώ ο Γύζης στη θέση του δασκάλου έχει έναν ιερωμένο που κάτω από το φως καντηλιού διδάσκει τα μαζεμένα παιδιά. Λεπτομέρειες που «δηλητηριάζουν» τη διάθεση των συγκεκριμένων «ιστορικών», οι οποίοι μάλιστα έχουν ασφαλώς υπόψη τους και κάτι ακόμη από τη λαϊκή παράδοση. Είναι το πασίγνωστο τραγούδι «Φεγγαράκι μου λαμπρό…», στο οποίο το μικρό παιδί πηγαίνει νύχτα στο σχολειό (στο στίχο δεν χωρούσε, φαίνεται, και ο χαρακτηρισμός «κρυφό», ώστε να λέει «να πηγαίνω στο κρυφό σχολειό»!), και πηγαίνει για να μάθει «του Θεού τα πράματα». Το γιατί, βέβαια, πηγαίνει νύχτα είναι κάτι που δεν χρειάζεται ιδιαίτερο σχολιασμό – προφανώς όμως δεν είχε επιλέξει, αντί για ημερήσιο, νυχτερινό σχολείο…
Αυτές οι αναφορές αποτελούν «κάρφος εις τον οφθαλμόν» εκείνων που ακολουθούν μια γραμμή άρνησης σε σχέση με την προσφορά, μικρή ή μεγάλη, της Εκκλησίας. Θα μπορούσα να ισχυρισθώ πως εκείνο που ενοχλεί δεν είναι ο χαρακτηρισμός «κρυφό», αλλά η λέξη «σχολειό», δηλαδή το συγκεκριμένο σχολειό, το συνδεδεμένο με την Εκκλησία. Θα μπορούσα να ισχυρισθώ, με εδραία μάλιστα πεποίθηση, ότι, αν έλειπαν οι παραπάνω αναφορές, η άποψη των διαφωνούντων θα ήταν διαφορετική. Γιατί μου είναι πράγματι ακατανόητο το ότι έχουν συστήσει (να το πω σχηματικά) ένα κίνημα και πολεμούν με ιερό πάθος για ένα θέμα το οποίο από μόνο του δεν είναι παρά μια μικρή σελίδα από την ιστορία της εποχής της τουρκοκρατίας. Και μου είναι αδιανόητο στο όνομα τάχα της ιστορικής αλήθειας (την οποία οι ίδιοι από άλλο δρόμο πλησιάζοντας κατεδαφίζουν) να αγωνιούν τόσο πολύ για το ότι στα βιβλία, σχολικά και άλλα, γίνεται λόγος για το συγκεκριμένο θέμα. Ακόμη και μύθος να ήταν, δημιούργημα εξ ολοκλήρου της φαντασίας, δεν θα είχαμε κανένα πραγματικό και ουσιαστικό λόγο να επιμένουμε στον εξοβελισμό του από εκεί όπου μέχρι σήμερα ήταν εγκατεστημένο: από τη μνήμη, από την καρδιά, από τη συνείδηση των Ελλήνων και από τα βιβλία τους!
Αναρωτιέται, λοιπόν, κανείς: Τι επί τέλους συμβαίνει σ’ αυτόν τον τόπο; Τι θέλουμε για τον εαυτό μας και για τα παιδιά μας; Δεν υπάρχει τίποτε που να είναι στο απυρόβλητο; ΄Εχουμε, τάχα, για το παρελθόν μας ενοχές, από τις οποίες πρέπει να απαλλαγούμε; Και στο συγκεκριμένο θέμα (και σε άλλα τα οποία κάθε τόσο ανασύρουν οι ίδιοι κύκλοι και τα οποία πάντα σχετίζονται με την Εκκλησία) ποιο είναι το στοιχείο εκείνο για το οποίο πρέπει να νιώθουμε ένοχοι; ΄Η μήπως έχουμε πλήρως υποκύψει στη λογική που θέλει να βγάζουμε σε κοινή θέα ακόμη και τις πιο προσωπικές στιγμές των άλλων (προσοχή! Όχι τις δικές μας!) με ουσιαστικό σκοπό να τους ευτελίσουμε; Μήπως, ακολουθώντας αυτήν τη λογική, οραματιζόμαστε τη γενική παράκρουση; Μήπως πρέπει να σκεφτούμε ότι προέκταση αυτής της λογικής είναι και η βεβήλωση των ιερών και των οσίων, όπως είχε γίνει ακόμα και με το μνημείο του ΄Αγνωστου Στρατιώτη στην Αθήνα και με την ελληνική σημαία;
Υπάρχει όμως κάτι ακόμη για τους πιο ψύχραιμους. Είναι ελεύθεροι, όσοι θέλουν, να διαγράψουν από τη συνείδησή τους και από τη ζωή τους το φορτίο που έχει ο όρος «Κρυφό Σχολειό». Δεν θα μπορέσουν όμως να το διαγράψουν και από τη συνείδηση του έθνους… ΄Οσο για την Εκκλησία, ας μην ξεχνά πως, αν της ανήκουν μια φορά εύσημα για ό,τι τέλος πάντων ήταν το «Κρυφό Σχολειό», εκατό φορές της ανήκουν για τη φροντίδα και τη στήριξη που έδωσε σε ΦΑΝΕΡΑ και ΓΝΩΣΤΑ σχολεία, όπου και όποτε και αν λειτούργησαν.
Keywords
Τυχαία Θέματα