Ξανασχεδιάζοντας το «Ινστιτούτο Δημοκρατίας»

Η αλλαγή της προεδρίας στο Ινστιτούτο Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής και η απόδοσή της στον Γιάννη Μιχελάκη μας δίνει μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για την διατύπωση κάποιων προβληματισμών σχετικά με το Ινστιτούτο και την λειτουργία του.

Προ πάσης εργασίας, απαραίτητη προϋπόθεση για ένα πραγματικά γόνιμο Ινστιτούτο Δημοκρατίας είναι η δυνατότητα του προέδρου του να επιλέξει τους εργαζόμενους σε αυτό, τους συνεργάτες του. Να εντοπίσει και να τοποθετήσει ανθρώπους με πρωτογενή όρεξη, δημιουργική φαντασία, κίνητρο για εργατικότητα, «βαριά»

ιδεολογική συγκρότηση, κατά το δυνατόν ανιδιοτέλεια (και όχι επικέντρωση σε ένα «επόμενο» πολιτικό βήμα: η δουλειά στο Ινστιτούτο οφείλει να θεωρείται αυτοσκοπός) και οργανωτική ικανότητα. Αν ο πρόεδρος του Ινστιτούτου δεν έχει καμία δυνατότητα πρωτοβουλίας σχετικά με την στελέχωσή του και υποχρεούται να λάβει ως προίκα ες αεί την στελέχωσή του όπως αυτή διαμορφώθηκε από τους προηγούμενους προέδρους του, με τον τρόπο που ξέρει η Νέα Δημοκρατία να επιλέγει συνεργάτες (…«τριάντα χρόνια επιτυχίες»), τότε οποιαδήποτε άλλη ανάλυση είναι μάταιη, άσκοπη – και δεν υπάρχει λόγος να διαβάσετε παρακάτω.

Υπενθυμίζουμε επίσης στον αναγνώστη ότι η λειτουργία κομματικών Ινστιτούτων προβλέπεται ούτως ή άλλως από την κείμενη νομοθεσία για όσα κόμματα εκπροσωπούνται στο εθνικό κοινοβούλιο ή στο ευρωκοινοβούλιο. Με αυτό θέλουμε να πούμε ότι το (εκάστοτε) Ινστιτούτο διαθέτει ούτως ή άλλως μια δεδομένη χρηματοδότηση και συγκεκριμένους πόρους, το ερώτημα είναι τί τους κάνει και με πόση γονιμότητα τους αξιοποιεί. Δηλαδή, το ζητούμενο είναι η βέλτιστη δυνατή αξιοποίηση δυνατοτήτων που ούτως ή άλλως υφίστανται.

Συνήθως οι κομματικοί άνθρωποι αδυνατούν να συλλάβουν την έννοια της ριζικής αλλαγής νοοτροπίας και τρόπου λειτουργίας: όταν τους ζητούν «αλλαγές», αυτοί ακούν «μικρομπαλώματα» και επιδιώκουν μια επικοινωνιακή διαχείριση της ψευδαίσθησης. Ο λόγος είναι ότι συνήθως χρωστούν την (κομματική) υπόστασή τους στον τρόπο που λειτουργούν οι κομματικοί φορείς και οι παραφυάδες τους. Η μη προέλευση του Γιάννη Μιχελάκη από τον στεγανό «κομματικό σωλήνα» επιτρέπει να ξεμυτίσει η ελπίδα ότι θα συλλάβει την λειτουργία του Ινστιτούτου με νέο τρόπο: ότι θα το επανιδρύσει.

Το πρώτο που απαιτείται είναι ένα άνοιγμα στην κοινωνία. Οι δραστηριότητες που ελάμβαναν χώρα μέχρι τώρα προσήλκυαν ένα σχεδόν αποκλειστικά κομματικό κοινό, το οποίο σε μεγάλο μέρος της εκδήλωσης παρέμενε έξω από την αίθουσα για να κομματικοκουτσομπολέψει. Αν όμως οι εκδηλώσεις και οι ομιλίες γίνονται στην πράξη για το κομματικό κοινό (δηλαδή για να «σε δουν και να τους δεις»…), τότε καλύτερα να γίνει το Ινστιτούτο κοινωνικό παντοπωλείο: περισσότερα θα προσφέρει. Το άνοιγμα στην κοινωνία, για να έχει νόημα, δεν γίνεται από ένα κομματικό ίδρυμα, αλλά από τους εκπροσώπους μιας στάσης (ούτε καν ιδεολογίας) απέναντι στην πολιτική. Προτείνεται να αρχίσει το Ινστιτούτο να βλέπει τον εαυτό του ως πρεσβευτή μιας στάσης έναντι της πολιτικής, όχι ως μια κομματική απόφυση: αυτό θα δημιουργούσε μεσοπρόθεσμα έναν κύκλο (…ουδόλως φαύλο) ιδεολογικής γονιμότητας και πολιτικής προσφοράς. Κάτι τέτοιο δεν είναι μια αφηρημένη ιδέα: αποτελεί αμείλικτη συνάρτηση του ποιούς καλείς να μιλήσουν, και ποιούς καλείς για να τους ακούσουν. Καθώς και το αν οργανώνεις δημόσια συζήτηση ή, απλώς, ενδιαφέροντες παράλληλους μονολόγους.

Εδώ υπενθυμίζουμε το αυτονόητο: ένα πράγμα είναι ο πολιτικός συντηρητισμός, έτερον ο φιλελευθερισμός – δεν ταυτίζονται. Στην ευρύτερη παράταξη δεξιώτερα του κέντρου συνυπάρχουν και τα δύο. Ένα Ινστιτούτο αποκλειστικά αφιερωμένο στην ιδεολογία του φιλελευθερισμού, χωρίς πρωτογενή ζύμωση περί συντηρητισμού (δηλαδή: της πίστης σε παράδοση, ιδιοπροσωπία και ταυτότητα, σε παραδεδομένη πείρα αιώνων, στις αξίες αυτής της παραδεδομένης πείρας, στην άντληση πολιτικής συνείδησης από την ιστορία, τον πολιτισμό και την «αργόσυρτη διάρκεια» των μεγάλων στοχαστών του γένους κλπ.) είναι, απλώς, μάταιο.

Το δεύτερο που λείπει είναι, ελληνιστί, το scouting: η αναζήτηση «ταλέντων». Ξανά, δεν μιλάμε εδώ για επίδοξα κομματικά ταλέντα: το Ινστιτούτο θα έπρεπε να έχει τα μάτια του ανοιχτά για κάθε νέο άνθρωπο με πολιτική συνείδηση και κλίση πολιτικής σκέψης και δραστηριοποίησης επί τη βάσει της πίστης (α) στις δυνατότητες των θεσμών για ειρήνη, πρόοδο και ευημερία και (β) στην γονιμοποιητική δυναμική των αξιών, (γ) της σπουδής της ελληνικής ιστορίας, παράδοσης και ιδιαιτερότητας, (δ) της έγνοιας για την ευταξία της συλλογικότητας και για την ρώμη της οικονομικής δραστηριότητας κλπ. Θα παρατηρήσατε ότι δεν ονόμασα μια ιδεολογία την οποία θα «έπρεπε» να φέρει ο φέρελπις νέος ή στην οποία θα «όφειλε» να ανήκει, αλλά περι-έγραψα χονδρικά τις βασικές ιδέες και στάσεις που κάνουν κάποιον να ανήκει στην ευρύτερη παράταξη δεξιώτερα του κέντρου, ακόμα και αν δεν το… ξέρει ακόμα. Το Ινστιτούτο οφείλει να γνωστοποιεί σε κάθε τέτοιο νέο συμπολίτη πως μπορεί να του προσφέρει από χώρο συζήτησης, ζύμωσης και έκθεσης απόψεων μέχρι εξειδικευμένη πολιτική εκπαίδευση και μετεκπαίδευση αρίστης ποιότητας, ενδεχομένως δε και στήριξη δια υποτροφιών – όπως παντού στον κόσμο, εξετάστε ως παράδειγμα το Konrad-Adenauer-Stiftung των Γερμανών Χριστιανοδημοκρατών. Πάντοτε με την απαραίτητη απόσταση από τον κομματικό μηχανισμό, η οποία αποτρέπει το Ινστιτούτο από το να γίνει απλώς «τσιφλίκι» του: δηλαδή, στείρο. Σήμερα, η όποια «πολιτική ακαδημία» του Ινστιτούτου αφορά αποκλειστικά όσους τυγχάνουν ήδη κομματικά στελέχη.

Όπως προκύπτει από το προηγούμενο, το Ινστιτούτο θα μπορούσε να δίνει βήμα ιδεολογικών ζυμώσεων και σοβαρής πολιτικής ανάλυσης, όχι μόνο από «αναγνωρισμένους ειδικούς» (…με ή χωρίς εισαγωγικά…), αλλά κυρίως με μετοχή και συμμετοχή «από τα κάτω». Θα μπορούσε να προβαίνει σε έκδοση ιδεολογικών δοκιμών πολιτικά συγγενών πολιτών με αξιώσεις (ξαναλέμε, όχι «αναγνωρισμένων ειδικών»: αυτούς τους γνωρίζουμε ούτως ή άλλως), ακόμη και σύντομων και ιδίως αλληλοαντικρουόμενων, για χάρη του ιδεολογικού διαλόγου, της ζύμωσης σε ένα σοβαρό επίπεδο με προοπτική γονιμότητας. Σημειώνουμε ότι κάτι τέτοιο έχει αμελητέο κόστος: η καλή έκδοση ενός βιβλίου εκατόν πενήντα σελίδων σε εκατό αντίτυπα με ψηφιακή εκτύπωση publish on demand μπορεί υπό συνθήκες να κοστίσει αρκετά λιγώτερο από 250 Ευρώ. Γράφοντας όμως στην ούγια «ΙΔΚΚ», ένα τέτοιο βιβλίο εισάγεται δυναμικά σε έναν παραταξιακό ιδεολογικό διάλογο. Η παροχή ενός βήματος διαλόγου δεν συνεπάγεται, φυσικά, την συμφωνία του Ινστιτούτου με όλες τις προτάσεις που διατυπώνονται στα εκδοθέντα από αυτό. Το ζητούμενο είναι να λειτουργήσει το ίδρυμα ως κυψέλη πολιτικής, και όχι αμιγώς κομματικής, σκέψης. (Φιλοσοφικό ερώτημα: είναι το «κομματική σκέψη» αντιφατική διατύπωση;)

Για να συνοψίσουμε: το Ινστιτούτο οφείλει να είναι συνεχώς ένα βήμα μπροστά από τον κομματικό οργανισμό που το γέννησε, ποτέ ένα βήμα πίσω. Ειδάλλως δεν μπορεί να λειτουργήσει δημιουργικά ούτε καν για τον κομματικό φορέα του, παρά μόνο μηρυκαστικά και αναπαλαιωτικά. Πόσω δε μάλλον για την ευρύτερη κοινωνία, την οποία θα έπρεπε κυρίως να αφορά. Αν όμως βρίσκεται εμπράκτως και συνεχώς ένα βήμα μπροστά, θα αποδειχθεί –εξ ορισμού- πρωτοπορία.

Σωτήρης Μητραλέξης

Keywords
Τυχαία Θέματα