Σαν παλιό σινεμά…

Μεγάλωσα με τις παλιές καλές ελληνικές ταινίες. Και μετά, όταν μου φέρανε το «χαζοκούτι», περνούσα ώρες και μέρες ατέλειωτες στον καναπέ του σαλονιού να χαζεύω τα ασπρόμαυρα σήριαλ στην αρχή, τα έγχρωμα τηλεπαιχνίδια μετά, τις σειρές με τις βρισιές και τις βωμολοχίες αργότερα και την τούρκικη υποκουλτούρα τελευταίως. Η μικρή και η μεγάλη οθόνη, υπήρξαν πάντοτε το αποκούμπι μου στη ζωή, η καταφυγή στα βάσανά μου, η διέξοδος στις ερωτικές μου απογοητεύσεις.

Πάντα ήμουν άτυχος ως Λαός, αλλά τα τελευταία

35 χρόνια το κακό παράγινε!  Μόλις είχα γλιτώσει μετά από επτά δύσκολα χρόνια με τον καραβανά τον Γιώργο Φούντα που κόντεψε να με σαπίσει στο ξύλο, όταν γύρισε από τα Παρίσια ο ομορφάντρας, ο ψηλός, ο φρυδαράς, εκείνος ντε με τους χωριάτικους τρόπους, ο Γιάννης Βόγλης τρόπον τινά της ζωής μου. Αυτός που πότε με τσαλαπατούσε στους βάλτους της ακολασίας και πότε με είχε βασιλιά στον πύργο  του τσιφλικά του Ζισκάρ του κολλητού του. Επτά χρόνια γλεντήσαμε με τον ντελικανή, μέχρι και στας Ευρώπας πρώτη θέση με πέρασε. Κανονικά, θα έπρεπε να καθίσω στα αυγά μου και να κάνω μαζί του οικογένεια.

Αλλά που μυαλό εγώ! Πλανεύτηκα από τον άλλον, τον Ανδρέα Μπάρκουλη, τον καταφερτζή. Όλα στα πόδια μου τα υποσχέθηκε ο πασάς μου, όλα! Τον παράτησα το Βόγλη, ενέδωσα άνευ όρων στον Ανδρέα το γόη. Την ψήφο μου, την εμπιστοσύνη μου, την προίκα μου, όλα του τα έδωσα. Ακόμη και το καλύτερο κορίτσι μου τη Μιμή χαλάλισα για πάρτη του. Κι εκείνος τι; Τσοβόλα, Κοσκωτά και Άκη με πότισε. Φαρμάκι! Και μετά πήγε και πέθανε… Πάνω στο άνθος της ηλικίας του!

Τότε μου προξενέψανε το Νίκο  Ρίζο. Τον συμπάθησα όπως ήτανε: με τις μανσέτες του λογιστή στα μανίκια, τα γυαλάκια του, τις ελιές του, τη Δάφνη του. Ο έρως πόντους δεν κοιτά που λένε. Αλλά ο Ρίζος μου βγήκε τζούφιος. Ήταν κρύος, σκέτη παγοκολόνα! Και δε φτάνει αυτό, αλλά κουβαλούσε σπίτι και όλη την παλιοπαρέα (Τσουκάτους, Μαντέληδες και σια) και χλαπάκιαζαν με κάτι γερμανούς κουμπάρους τους στο σαλόνι. Τον έκανα πέρα ένα ανοιξιάτικο βραδάκι του 2004 που μύριζε πασχαλιές, λεβάντα και… σουβλάκι. Και έμπασα σπίτι μου τον Κώστα  Βουτσά!

Αυτός, άραξε, φόρεσε τις πιτζάμες, βόλεψε στα πόδια του τις χνουδωτές παντούφλες του παππού και άρπαξε στα χέρια το τηλεκοντρόλ του play – station. Ρούπι δεν το κούνησε έξι χρόνια από τον καναπέ, όλο «need for speed», «fifa» και «Μάριο ο υδραυλικός» ήτανε. Παράγγελνε και τον άμπακο από τον Μπαϊρακτάρη, ήρθε και μύρισε το σπίτι γαρδούμπα και τουλουμοτύρι. Στο τέλος, κι αφού είχε τσακίσει αμέτρητα κοντοσούβλια και σπληνάντερα, φαίνεται πως τον τρόμαξαν κάτι καλόπαιδα από τας Ευρώπας που τριγύριζαν έξω από το σπίτι και πετούσαν πέτρες στα κεραμίδια φωνάζοντας «τα λεφτά μας κλεφταράδες», «τεμπέληδες»,  «greek statistics» και άλλα τέτοια. Την έκανε ένα βράδυ στα κρυφά από την πίσω πόρτα, τρέχοντας σαν τον Θανάση Βέγγο. Ήταν η μόνη δουλειά που έκανε ποτέ στη ζωή του!

Αλλά άφησε την πόρτα μισάνοιχτη ο μπαγάσας και μπήκε μέσα στα κλεφτά ο κακομοίρης ο ΓΑΠ. Αυτός, ήταν λιγάκ

Keywords
Τυχαία Θέματα