Ποια θα είναι η αντίδραση από την χρήση χημικών όπλων του καθεστώτος Άσαντ;

Από όταν ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος της Συρίας, το μεγάλο οπλοστάσιο χημικών της έχει στοιχειώσει τη ζώνη των συγκρούσεων και όχι μόνο. Τώρα, το Ισραήλ υποστηρίζει ότι χημικά όπλα χρησιμοποιήθηκαν από το συριακό καθεστώς. Οι αυξανόμενοι φόβοι έχουν οδηγήσει τον πρόεδρο των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα να δηλώσει επανειλημμένα ότι οποιαδήποτε χρήση ή μεταφορά χημικών όπλων από τη Συρία θα πέρναγε την «κόκκινη γραμμή», για την οποία το καθεστώς του προέδρου Μπασάρ αλ-Άσαντ θα «λογοδοτήσει». Αλλά οι πρακτικές συνέπειες αυτής

της προειδοποίησης παραμένουν ασαφείς, σχολιάζει ο Bennett Ramberg, πρώην σύμβουλος στο Γραφείο Πολιτικο-Στρατιωτικών Υποθέσεων, επί Τζορτζ Μπους.

Όσο επικίνδυνο και αν είναι το απόθεμα χημικών όπλων της Συρίας, ωχριά σε σύγκριση με έναν άλλο κίνδυνο που έγινε εμφανής στα τέλη Φεβρουαρίου, όταν οι αντάρτες της Συρίας κατέλαβαν μια βάση πυραύλων Scud στο Al-Kibar, στην απομακρυσμένη βορειοανατολική έρημο της χώρας. Κάτω από την εγκατάσταση υπάρχουν θαμμένα τα απομεινάρια του βορειοκορεατικού πυρηνικού αντιδραστήρα που είχαν καταστρέψει οι αεροπορικές δυνάμεις του Ισραήλ στις 6 Σεπτεμβρίου 2007.

Αν το Ισραήλ δεν είχε μάθει για τη μυστική βιομηχανία, η οποία ήταν έτοιμη να αρχίσει εργασίες για την παραγωγή υλικού για ένα ατομικό οπλοστάσιο, οι αντάρτες θα είχαν στην κατοχή τους ένα ραδιολογικό όπλο. Η απειλή και μόνο θα μπορούσε να καθυστερήσει την ομηρία της συριακής κυβέρνησης. Ακόμα πιο ανησυχητικό είναι ότι, αν οι σύριοι μηχανικοί είχαν κατασκευάσει ένα εργαστήριο στο χώρο, ή σε άλλες περιοχές που είχαν καταλάβει οι αντάρτες, για να εξάγουν πλουτώνιο από το αναλωμένο καύσιμο του αντιδραστήρα, οι αντάρτες θα μπορούσαν να έχουν στα χέρια τους τα υλικά μιας ατομικής βόμβας.

Ευτυχώς, η Συρία δεν αντιμετωπίζει αυτές τις απειλές σήμερα. Όμως, το Πακιστάν, η Βόρεια Κορέα και το Ιράν – όλες δυνητικά ασταθείς χώρες, με αυξανόμενες πυρηνικές επιχειρήσεις – μπορεί στο μέλλον να αντιμετωπίσουν. Πόσο θα πρέπει να ανησυχεί ο κόσμος;

Η ιστορία παρέχει λόγους για να είμαστε αισιόδοξοι. Εξάλλου, οι χώρες υποδοχής έχουν καταφέρει να περιορίσουν τους πυρηνικούς κινδύνους στις πιο δύσκολες συνθήκες. Κατά τη διάρκεια της βίαιης κατάρρευσης της Γιουγκοσλαβίας, οι αντίπαλοι δεν χτύπησαν ούτε εισέβαλαν στον ερευνητικό αντιδραστήρα της Σερβίας, που τροφοδοτούνταν από εμπλουτισμένο ουράνιο για χρήση όπλων. Όταν μαχητικά αεροσκάφη της Σερβίας πέταξαν χαμηλά πάνω από το πυρηνικό εργοστάσιο της Σλοβενίας, δεν πείραξαν τον αντιδραστήρα.

Παρομοίως, κατά τη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης της Κίνας, η επιβολή του στρατιωτικού νόμου απέτρεψε απόπειρες από τις αντίπαλες παρατάξεις να αξιοποιήσουν τις πυρηνικές εγκαταστάσεις στην Ξινγιάνγκ και την Κινγκάι. Το 1961 ενώ μια ομάδα πρώην Γάλλων στρατηγών εξεγέρθηκαν στη γαλλική Αλγερία, μια δοκιμή ατομικής βόμβας στη Σαχάρα προχώρησε χωρίς κανένα πρόβλημα. Και, το πιο σημαντικό, κατά τη διάρκεια της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης, το τεράστιο πυρηνικό οπλοστάσιο παρέμεινε άθικτο.

Όμως, η ανησυχία για το αν η συριακή κυβέρνηση θα μπορούσε να εντείνει τη χρήση χημικών όπλων στις περιοχές που έχουν καταλάβει αντάρτες, ή για το αν οι αντάρτες θα μπορούσαν να ξεκινήσουν τις επιθέσεις ή να απαντήσουν με χημικά όπλα, εγείρει ερωτήματα σχετικά με την ανθεκτικότητα του προτύπου και την αντίδραση της διεθνούς κοινότητας.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες, που ηγούνται της προσπάθειας για τον περιορισμό των χημικών όπλων, φαίνονται σαστισμένες. Στις αρχές του χρόνου, το αμερικανικό Υπουργείο Άμυνας άφησε να εννοηθεί ότι θα χρειαζόταν 75.000 στρατιώτες για να εξασφαλίσει τις εγκαταστάσεις χημικών της Συρίας. Μετά τους πολέμους στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, δεν είναι καθόλου περίεργο το ότι η εκτίμηση αυτή δεν συνέβαλε στη δημόσια στήριξη για στρατιωτική επέμβαση στη Συρία.

Οι πρόσφατες δηλώσεις αμερικανών αξιωματούχων δεν είναι καθησυχαστικές. Τον Ιανουάριο, ο τότε υπουργός Άμυνας Λέον Πανέτα δήλωσε ότι οι ΗΠΑ δεν επιδιώκουν την αποστολή στρατευμάτων για να εξασφαλίσουν το οπλοστάσιο Άσαντ κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης. Στην ίδια συνέντευξη Τύπου, ο Martin E. Dempsey, πρόεδρος του Σώματος Joint Chiefs of Staff, παραδέχθηκε ότι η παρεμπόδιση χρήσης χημικών όπλων από τη συριακή κυβέρνηση θα απαιτούσε τόσο σαφείς, περιεκτικές μυστικές υπηρεσίες που ήταν «σχεδόν ακατόρθωτη». Όταν εμφανίστηκε ενώπιον της Επιτροπής Ενόπλων Δυνάμεων της Γερουσίας στις 17 Απριλίου, ο Dempsey πρόσθεσε ότι δεν είχε καμιά εμπιστοσύνη στο ότι οι δυνάμεις των ΗΠΑ μπορούν να εξασφαλίσουν το οπλοστάσιο, δεδομένων των τόσο πολλών περιοχών.

Τέτοιου είδους δηλώσεις από ανώτερους στρατιωτικούς δείχνουν ότι οι προειδοποιήσεις του Ομπάμα μπορεί να είναι επιφανειακές. Ακόμη χειρότερα, εμπνέουν ελάχιστη εμπιστοσύνη στο γεγονός ότι οι ΗΠΑ μπορούν να αντιμετωπίσουν μελλοντικές περιπτώσεις, σε χώρες με πυρηνικά όπου συμβαίνει επανάσταση, εμφύλιος πόλεμος ή πολιτική κατάρρευση – και οι μειωμένες εγχώριες εγγυήσεις ρισκάρουν τον κίνδυνο εξάπλωσης του πυρηνικού ολέθρου σε άλλες περιοχές.

Τέτοια ρίσκα απαιτούν εξέταση και προγραμματισμό. Αλλά, το να στηριζόμαστε στην κυβέρνηση των ΗΠΑ για τον σχεδιασμό πιο αποτελεσματικής στρατηγικής είναι υπερβολικό. Εξωτερική πληροφόρηση – όπως δημοσιευμένες εκθέσεις του Κογκρέσου, think tanks και επιστημόνων – θα μπορούσε να είναι σημαντική. Μετά τους ανεπαρκώς εκτελεσμένους πρόσφατους πολέμους της Αμερικής και τα ασαφή σχέδια της όσον αφορά τα χημικά όπλα της Συρίας, το να ζητάνε οι Αμερικανοί και οι σύμμαχοί τους με τέτοια λεπτομερή εξέταση είναι το λιγότερο που θα πρέπει να περιμένουμε για να αποτρέψουμε την υλοποίηση του αθροιστικού μας φόβου: της πρώτης πυρηνικής επίθεσης ή μιας σκόπιμης ραδιολογικής επίθεσης στον 21ο αιώνα.

project-syndicate

Keywords
Τυχαία Θέματα