Ἀνήσυχες ἀπορίες Δεκαπενταυγούστου, «τῆς Παναγιᾶς»

Στὶς 15 Αὐγούστου εἶναι ἀργία, εἶναι γιορτή, γιορτάζουμε. Τί ὅμως γιορτάζουμε; Εἶναι ἁπλῶς happy holidays, ὅπως λένε οἱ Ἀμερικάνοι σὲ κάθε γιορτὴ ὥστε νὰ μὴν ξεμυτίσει ἡ «θρησκεία» ἀπὸ τὴν ἐξορία τοῦ ἰδιωτικοῦ χώρου; Ἂς ρωτἠσουμε ἕναν μέσο Ἕλληνα. -«Εἶναι ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου». -Καὶ γιατί γιορτάζουμε μιὰ κηδεία; -{Ἄκρα τοῦ τάφου σιωπή}.

Μπορεῖ σήμερα οἱ Ἕλληνες βαπτισμένοι νὰ ἔχουν ξεχάσει πῶς Γιορτάζουμε, μὰ δὲν μπορεῖ, περίπου δύο χιλιάδες χρόνια ἐπίμονης τήρησης καὶ διατήρησης μαρτυροῦν πὼς τοὐλάχιστον μέχρι πρότινος γνώριζαν.

Γνώριζαν πῶς νὰ γιορτάζουν τὸ ἐνδεχόμενο ἐπιτυχίας στὸ ἄθλημα διεκδίκησης τῆς ἀπόλυτης ἐλευθερίας, τῆς ἐλευθερίας ποὺ ἀξιώνει νὰ γεφυρώσει τὸ Κτιστὸ μὲ τὸ Ἄκτιστο.

Μά: γεφυρώνεται τὸ Κτιστὸ μὲ τὸ Ἄκτιστο;

Ὁ Ἀριστοτέλης, ὁ μεγάλος αὐτὸς μονοθεϊστὴς θεολόγος, εἶναι ἀπολύτως σαφὴς στὸ Λ τῶν «μετὰ τὰ φυσικά»: γιὰ νὰ ὑπάρχει πρώτη αἰτία, πρῶτο κινοῦν, ὁ ἕνας κατ’ ἐξοχὴν «Θεός», εἶναι ἀνάγκη νὰ μὴν κινεῖται, μόνο νὰ κινεῖ, νὰ γεννᾶ τὴν «κίνηση». Εἶναι ἀνάγκη νὰ εἶναι ἀΐδιος καὶ ἐκτὸς χρόνου· εἶναι ἀναγκαῖο νὰ εἶναι ἀπεριόριστος, πέρα ἀπὸ τοὺς περιορισμοὺς τοῦ χώρου. Πρόκειται γιὰ βασικὲς λογικὲς συντεταγμένες ὁποιασδήποτε διαλεκτικῆς περὶ Θεοῦ καὶ Πρώτης Αἰτίας: ἂν ὑπόκειται στὸν χρόνο, ὑπάγεται στὸν χρόνο, δὲν ὑπέρκειται αὐτοῦ, ἄρα δὲν εἶναι ἡ Πρώτη Αἱτία, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ Θεός. Ἂν εἶναι κτιστό, τότε προηγεῖται κάτι ἄλλο ἄκτιστο. Ἂν ὑπάγεται στὴν φθορά, ἂν ὑπόκειται σὲ θάνατο, εἶναι καὶ αὐτὸς ἕνα ἀπὸ τὰ συμβεβηκότα, ἄρα δὲν ἀποτελεῖ τὴν Πρώτη Αἰτία τῶν πάντων. Καὶ λοιπὰ καὶ λοιπά. Γιὰ νὰ μιλήσουμε γιὰ Θεό, γιὰ Πρώτη καὶ Ἄκτιστη Αἰτία, εἶναι ἀνάγκη νὰ εἶναι αὐτὸς πραγματικὰ ὅλα αὐτὰ ποὺ κάνουν τὸν Θεὸ νὰ εἶναι Θεός.

Αὐτὰ εἶναι τὰ ὅρια τῆς ἐλευθερίας τῶν τότε Ἑλλήνων. Ὑπάγονται στὴν λογικότητα τῆς τάξης τους καὶ τὰ ὅρια εἶναι σαφῶς ὡρισμένα: τὸ Ἄκτιστο δὲν μπλέκεται μὲ τὸ Κτιστό. Ὁ κόσμος εἶναι ἔτσι ὅπως τὸν ὁρίζει ἡ λογική. Εἶναι ἀνάγκη. Ὁ τραγικὸς ἥρωας προσπαθεῖ, σὲ κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ τραγικὰ ἔργα τοῦ ἀρχαίου θεάτρου, νὰ ὑπερβεῖ αὐτὴν τὴν ἀσφυκτικὴ νομοτέλεια, μὰ ὑφίσταται στὸ τέλος τὴν καρπαζιὰ τῆς ἁρμονίας καὶ τῆς λογικότητας τῶν κανόνων ποὺ «εἶναι ἀνάγκη, εἶναι ἀναγκαῖο» νὰ ἰσχύουν. Ἐκεῖ, στὴν τραγωδία, φανερώνεται ἡ δίψα τοῦ τότε Ἕλληνα γιὰ περισσότερη ὑπαρκτικὴ ἐλευθερία ἀπὸ αὐτὴν ποὺ τοῦ προσέφερε ἡ κοσμοαντίληψη τῆς ἐποχῆς. Ἡ ἀσφυξία του. Γιὰ τὸ ἐνδεχόμενο ἐνσάρκωσης τοῦ Θεοῦ, παρουσίας τῆς ἄκτιστης πρώτης αἰτίας τῶν πάντων σὲ συγκεκριμένο τόπο καὶ χρόνο, οὔτε κουβέντα: κάτι τέτοιο θὰ ἦταν παρά-Λογο. (Οἱ «ἡμίθεοι» καὶ οἱ «θεοὶ» τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων εἶναι ἄλλη ἱστορία: δὲν διεκδικοῦν ταύτιση μὲ τὴν Πρώτη Αἰτία καὶ τὸ Ἄκτιστο, δηλώνονται ἁπλῶς ὡς κτιστὰ δημιουργήματα, μιᾶς ὑψηλότερης τάξεως ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ μεγάλοι φιλόσοφοι τῆς ἀρχαιότητας -Ἡράκλειτος, Σωκράτης, Πλάτων, Ἀριστοτέλης κλπ.- εἶχαν μᾶλλον περιορισμένα πάρε-δῶσε.)

Μέχρι ποὺ μιὰ μαρτυρία «βάζει φωτιὰ στὰ τόπια»: ὁ ἄκτιστος, ἀπεριόριστος, ἄχρονος Θεὸς μαρτυρεῖται γεννημένος ὡς ἄνθρωπος σὲ συγκεκριμένο τόπο

Keywords
Τυχαία Θέματα