Η μοναξιά και οι ιεροφάντες της επιστήμης

Οι άνθρωποι έχουν πάντα ανάγκη την ανθρώπινη επαφή, κι αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει να λησμονούμε ακόμη κι όταν διανύουμε καιρούς βυθισμένους στο σκοτάδι

Της Νεκταρίας Τσολάκου

Ο ΠΟΥ, με πρόσφατο δημοσίευμά του, προειδοποιεί ότι η μοναξιά είναι ένας από τους παράγοντες που απειλούν τη σφαίρα της δημόσιας υγείας, γι’ αυτό θα πρέπει να ληφθούν αποτελεσματικοί τρόποι αντιμετώπισής της. Σύμφωνα με το δημοσίευμα, οι άνθρωποι που ζουν χωρίς ισχυρές κοινωνικές σχέσεις μπορούν να οδηγηθούν σε προβλήματα υγείας, όπως το εγκεφαλικό, η αγχώδης διαταραχή, η άνοια, η κατάθλιψη, οι αυτοκτονικές

τάσεις κ.ά. Μετά τη δύσκολη περίοδο της πανδημίας του κορoνοϊού που βιώσαμε, με τους σκληρούς περιορισμούς και τα πολύμηνα lockdowns, πολλοί επιστήμονες ισχυρίστηκαν πως το σημαντικότερο πράγμα που αναδείχθηκε μέσα από αυτή την εμπειρία ήταν το πόσο ανοχύρωτοι βρεθήκαμε μπροστά στην απειλή του «αόρατου εχθρού», όπως ονομάστηκε ο κορoνοϊός από τον Έλληνα πρωθυπουργό και τους ηγέτες των άλλων χωρών, τον Μάρτιο του 2020.

Ωστόσο, υπήρξαν λίγες φωνές που κατέδειξαν το πόσο εύκολα, στο όνομα της ασφάλειας και της πρόληψης, καταπατήθηκαν συνταγματικά δικαιώματα και ανεστάλησαν βασικές ανθρώπινες ελευθερίες, όπως αυτή της ελεύθερης μετακίνησης, κ.ά. Ακόμη και σήμερα δεν πρέπει να ξεχνάμε την περίοδο τρομολαγνείας και του φόβου, καθώς και τη θλιβερή εικόνα της κοινωνίας μας, όπου η πλειονότητα των ανθρώπων διχάστηκε και αποξενώθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Κατά συνέπεια, ο διχασμός, οι κοινωνικές αποστάσεις και οι ανηλεείς περιορισμοί που επιβλήθηκαν εκείνη την περίοδο αποτέλεσαν παράγοντες που επηρέασαν την ψυχολογία των ανθρώπων και επιδείνωσαν το αίσθημα της μοναξιάς.

Στη νουβέλα του Αντόν Τσέχοφ «Ο ΘΑΛΑΜΟΣ αρ. 6», ο Ιβάν Ντμίτριτς ήταν ένας ευγενικός και μορφωμένος νεαρός άνδρας. Αν εξαιρέσουμε τη φτωχική του καταγωγή, όλα έβαιναν καλώς στη ζωή του, μέχρι τη στιγμή που ξαφνικά ο φόβος κυρίευσε τη ζωή του και του καρφώθηκε στο μυαλό ότι ανά πάσα στιγμή μπορούσε να κατηγορηθεί και να συλληφθεί από την αστυνομία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, ύστερα από λίγο καιρό, ο Ιβάν να κλειστεί σε ψυχιατρική κλινική. Οι συνθήκες διαβίωσης των ασθενών εκεί ήταν άσχημες, και ο γιατρός του νοσοκομείου, ο Αντρέι Εφίμιτς, αποδεχόμενος ότι δεν μπορεί να κάνει κάτι για να αλλάξει αυτή την άθλια κατάσταση, πατούσε το πόδι του όλο και πιο σπάνια στη δουλειά του.

Μια μέρα, έπειτα από πολύ καιρό, ο γιατρός αποφάσισε να πάει στο νοσοκομείο ώστε να εξετάσει τους ασθενείς του. Στον θάλαμο με τον αριθμό 6 γνώρισε τον Ιβάν Ντμίτριτς και, ύστερα από μια ενδιαφέρουσα φιλοσοφική συζήτηση που είχε μαζί του, διαπίστωσε πόσο πολύ απόλαυσε την παρέα αυτού του ανθρώπου. Από τότε, ο Αντρέι Εφίμιτς πήγε κι άλλες φορές στο νοσοκομείο με σκοπό να κουβεντιάσει με τον Ιβάν. Ο κοινωνικός του, όμως, περίγυρος κάτι τέτοιο δεν το θεωρούσε σωστό και πίστευε πως η συναναστροφή με έναν ψυχικά άρρωστο θα επηρεάσει αρνητικά και τη δική του ψυχική υγεία. Έτσι, μια μέρα, έπειτα από πρόσκληση του δημάρχου, ο Αντρέι πήγε στο δημαρχείο για να τον συναντήσει για μια σοβαρή υπόθεση όπως του είχε αναφέρει. Με λύπη διαπίστωσε ότι ο λόγος που τον κάλεσε ο δήμαρχος ήταν εντελώς διαφορετικός:

«Βγαίνοντας απ’ το δημαρχείο, ο Αντρέι Εφίμιτς κατάλαβε πως είχε παρουσιαστεί σε μια επιτροπή που ορίστηκε για να διαπιστώσει τις πνευματικές του ικανότητες. Θυμήθηκε τις ερωτήσεις που του κάνανε, κοκκίνισε και, για πρώτη φορά στη ζωή του, ένιωσε βαθύτατο οίκτο για την ιατρική.

“Θεέ μου”, σκεφτόταν, ξαναφέρνοντας στη μνήμη του τον τρόπο που τον εξετάσανε οι γιατροί πριν από λίγη ώρα. “Μα, αφού διδάχτηκαν ψυχιατρική, δώσανε κι εξετάσεις, πώς συμβαίνει λοιπόν να είναι τόσο αδαείς;”» (Αντόν Τσέχοφ, «Ο ΘΑΛΑΜΟΣ αρ. 6», μτφ.: Άρης Αλεξάνδρου, εκδ. Γκοβόστη, σ. 68).

Παρόλο που ο Αντρέι Εφίμιτς προσπαθούσε να διαβεβαιώσει τους πάντες ότι αισθανόταν απολύτως υγιής, οι συχνές συζητήσεις του με τον Ιβάν Ντμίτριτς έκανε τους γνωστούς και τους συναδέλφους του να ανησυχούν περισσότερο για την ψυχική και τη νοητική του κατάσταση. Έτσι, ύστερα από μερικούς μήνες, με τη βοήθεια ενός ατόμου που θεωρούσε φίλο του και ενός συναδέλφου, ο Αντρέι Εφίμιτς κλείστηκε με βίαιο τρόπο στον θάλαμο αρ. 6 της ψυχιατρικής κλινικής. Την επομένη, μη αντέχοντας τον άδικο εγκλεισμό και τη στέρηση της ελευθερίας του, ξαπλωμένος στο κρεβάτι άφησε την τελευταία του πνοή. 

Η ιστορία του Τσέχοφ δείχνει με εναργή τρόπο ότι ο Αντρέι Εφίμιτς ήταν ένας άνθρωπος που ένιωθε μόνος και οι ενδιαφέρουσες συζητήσεις του με τον Ιβάν απάλυναν τη θλίψη της μοναξιάς του. Επιπροσθέτως, σε αυτό το σημείο πρέπει να υπογραμμιστεί αφενός ότι η επιστήμη δεν αποκλείεται κάποιες φορές να καταλήξει σε λάθος συμπεράσματα, αφετέρου ότι δεν είναι καθόλου δύσκολο ένας άνθρωπος να στιγματιστεί και να βρεθεί στην «απέναντι όχθη», χωρίς να υπάρχει αποχρώσα αιτία.

Επίσης, η Χάνα Άρεντ στο βιβλίο της «Άνθρωποι σε χρόνους ζοφερούς» αναφέρει πόσο σημαντικό ρόλο παίζει η επικοινωνία μεταξύ των ατόμων σε καιρούς ταραγμένους. Μέσα από το δικό της βίωμα επισημαίνει ότι, όταν μια μερίδα ανθρώπων εκτοπίζεται και μετατρέπεται σε άτομο-παρία, αναπτύσσεται μια ιδιαίτερη σύνδεση μεταξύ τους, που τη χαρακτηρίζει η ανθρωπιά, αναδύεται δε μέσα από τον διάλογο και την οικειότητα που γεννάται μόνο μέσα από τις καταπρόσωπο συναντήσεις. Συγκεκριμένα, αναφέρει τα παρακάτω σημαντικά λόγια:

«Αλλά για τους Έλληνες η ουσία της φιλίας βρισκόταν στη συνομιλία (discourse). Θεωρούσαν ότι μόνο η συνεχής ανταλλαγή λόγων ένωνε τους πολίτες εντός της πόλεως. Κατά τη συνομιλία, η πολιτική σπουδαιότητα της φιλίας και της ανθρωπιάς που τη χαρακτηρίζει γίνονταν φανερές… Οι Έλληνες αποκαλούσαν αυτή την ανθρωπιά, στην οποία φθάνουμε μέσω της φιλικής συνομιλίας, φιλανθρωπία, “αγάπη του ανθρώπου” δηλαδή, επειδή εκδηλώνεται όταν είμαστε έτοιμοι να μοιραστούμε τον κόσμο με άλλους ανθρώπους» (Χάνα Άρεντ, «Άνθρωποι σε χρόνους ζοφερούς», μτφ. Δημήτρης Ψυχογιός, εκδ. Επίκεντρο, 2021, σ. 85-86).

Στη σύγχρονη εποχή, και ιδιαιτέρως την περίοδο της πανδημίας, όπου οι άνθρωποι βίωσαν τον αποκλεισμό και την απομόνωση λόγω των σκληρών lockdowns, η επικοινωνία γινόταν κυρίως εξ αποστάσεως, μέσα από πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης. Τέτοιου είδους όμως επικοινωνία δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υποκαταστήσει την ανθρώπινη επαφή και την ουσιαστική σχέση που αναπτύσσεται όταν οι άνθρωποι επικοινωνούν διά ζώσης. Επιπροσθέτως, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης φαίνεται να επιδεινώνουν το πρόβλημα της μοναξιάς γιατί όχι μόνο δείχνουν μια διαστρεβλωμένη εικόνα της πραγματικότητας, αλλά και διότι οι σχέσεις που αναπτύσσονται είναι χωρίς βάθος και απολύτως επιφανειακές. H καθηγήτρια και κλινική ψυχολόγος Ramani S. Durvasula, στο βιβλίο της «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;» (μτφ.: Σοφία Λαζαρίδου, εκδ. Κάκτος, σ. 134-135), αναφερόμενη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τονίζει τα εξής:

«Εμπλέκουν ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού σε πιο ρηχούς, εφήμερους και μονόδρομους τρόπους επικοινωνίας, που αποσκοπούν σε επιφανειακές αξίες, όπως τον καταναλωτισμό, τη χλιδή και την εξωτερική εμφάνιση. Η οικουμενικότητα που έχουν αυτές οι ψηφιακές πλατφόρμες τις έχει καταστήσει το βασικό μέσο αλληλεπίδρασης των ανθρώπων. Μέσα από αυτές εκφράζεται η ανάγκη τους να ανήκουν, να μοιράζονται, να παίρνουν επιβεβαίωση και να προβάλλονται. […] Καθώς είναι ένα από τα προπύργια των τοξικών ατόμων, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε πώς υποστηρίζουν και ευνοούν τον ναρκισσισμό, την αγένεια και την ανασφάλεια, πώς επηρεάζουν την υγεία μας και ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος χρήσης τους, χρησιμοποιώντας την κριτική μας σκέψη. Διαφορετικά, μπορεί πολύ γρήγορα να μας τραβήξουν στην τοξική δίνη τους, χωρίς καλά καλά να το καταλάβουμε».

Επομένως, το συμπέρασμα που εξάγουμε από τα παραπάνω είναι ότι οι άνθρωποι έχουν πάντα ανάγκη από την ανθρώπινη επαφή, κι αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει να λησμονούμε, ακόμη κι όταν διανύουμε καιρούς βυθισμένους στο σκοτάδι ή που χαρακτηρίζονται από παντός είδους κρίσεις.

The post Η μοναξιά και οι ιεροφάντες της επιστήμης appeared first on antinews.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα