Η μεγαλύτερη κοινή αγορά στον κόσμο: Τι σημαίνει η ίδρυση της RCEP

Η προεδρία Τραμπ ξεκίνησε με τον "τορπιλισμό” της συμφωνίας TPP, δια της οποίας ο Μπαράκ Ομπάμα ήλπιζε να δημιουργήσει μια ζώνη ελεύθερου εμπορίου στις δύο ακτές του Ειρηνικού, αποκλειομένης της Κίνας. Και λήγει, πολύ συμβολικά, με την ανακοίνωση της συνυπογραφής της συμφωνίας RCEP (Regional Comprehensive Economic Partnership), με την οποία η Κίνα και 14 γείτονές της δημιουργούν τη μεγαλύτερη ζώνη ελεύθερων συναλλαγών στον κόσμο, που αντιπροσωπεύει το 30% της παγκόσμιας οικονομίας και περιλαμβάνει 2,2 δισεκατομμύρια καταναλωτές.

H RCEP, η οποία αποτέλεσε αντικείμενο πολυετούς διαπραγμάτευσης

και πρόκειται να τεθεί σε εφαρμογή εντός διετίας (μόλις επικυρωθεί από επαρκή αριθμό συνυπογραψάντων κρατών), προβλέπεται να καταργήσει σειρά δασμών, άμεσα ή σε ορίζοντα δεκαετίας, ανάμεσα στην Κίνα, τις δέκα χώρες της ASEAN (Ένωσης Κρατών Νοτιοανατολικής Ασίας), την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία.

Αποδεικνύεται έτσι ο πρωταγωνιστικός ρόλος των χωρών της ανατολικής Ασίας στην "παγκοσμιοποίηση”, την ώρα που οι αλλοτινοί της θιασώτες στη Δύση δυσκολεύονται πια να συνεχίσουν το παιχνίδι με τους ίδιους κανόνες. Το παράλληλο "πάγωμα” της σχεδιαζόμενης δημιουργίας ενός κολοσσιαίου κοινού διατλαντικού χώρου ΗΠΑ-Ε.Ε. με τη συμφωνία TPP, είναι ενδεικτικό.

Το σημαντικότερο, ωστόσο, είναι ότι οι χώρες της Ασίας και του Ειρηνικού δείχνουν να διαχωρίζουν τις οικονομικές τους σχέσεις από τους γεωπολιτικούς τους ανταγωνισμούς. Από τις χώρες του "Τετραμερούς Διαλόγου Ασφαλείας” (ΗΠΑ, Ιαπωνία, Αυστραλία, Ινδία) τις οποίες η Ουάσιγκτον ήθελε να ορθώσει ως τείχος ανάσχεσης της Κίνας, μόνο η κυβέρνηση του Ναρέντρα Μόντι κρατήθηκε εκτός της RCEP, όπως είχε γνωστοποιήσει από πέρσι, επικαλούμενη μεν τις στρατιωτικές εντάσεις στην σινο-ινδική μεθόριο, αλλά φοβούμενη στην πραγματικότητα περισσότερο την ανετοιμότητά της στο να προχωρήσει στο άνοιγμα της εσωτερικής της αγοράς.

Με άλλα λόγια, οι περισσότερες χώρες της περιοχής έχουν κατά νού ένα σχήμα εμβάθυνσης αφενός των συναλλαγών τους με την Κίνα (και άρα απόρριψης των αμερικανικής εμπνεύσεως εμπορικών και τεχνολογικών πολέμων), με παράλληλη διαφύλαξη της γεωπολιτικής τους ανεξαρτησίας, συχνά μέσω της στρατιωτικής τους συνεργασίας με τις ΗΠΑ.

Όλα αυτά σε ένα περιβάλλον όπου η μεν Κίνα ενδιαφέρεται (ιδίως μετά το ξέσπασμα του εμπορικού πολέμου με τις ΗΠΑ) για την σχετική απεξάρτησή της από τις υπεράκτιες αγορές και τεχνολογίες, οι δε χώρες της περιοχής μετατρέπονται σε χώρο υποδοχής επενδύσεων λόγω της ανόδου του κόστους εργασίας στη χώρα του Σι Τζινπινγκ και του διακηρυσσόμενου αναπροσανατολισμού της από το μοντέλο των εξαγωγών σε αυτό της τόνωσης της εγχώριας κατανάλωσης.

Δεν είναι αδιάφορα όσα αναφέρει σχετικά με την συνυπογραφή της RCEP το κύριο άρθρο των Global Times, αγγλόφωνου ανεπίσημου οργάνου της κινεζικής ηγεσίας. Σύμφωνα με αυτό, οι διαπραγματεύσεις για την RCEP, που ξεκίνησαν το 2012, αποτέλεσαν την απάντηση των χωρών της ASEAN στην ΤΡΡ, προκειμένου να διαφυλάξουν τον ρόλο τους ως οδηγού της ασιατικής περιφερειακής ολοκλήρωσης και να αποφύγουν διαιρέσεις και αποκλεισμούς που προωθούσαν οι ΗΠΑ. Η μονομερής ακύρωση της ΤΡΡ από τον Τραμπ και ο συνδυασμός της υποχώρησης αυτής με την γεωπολιτική προώθηση μέσω της "Τετραμερούς” ενίσχυσε τις επιφυλάξεις των εν λόγω χωρών για τη δυνατότητα των ΗΠΑ να συνεργασθούν σε αμοιβαία επωφελή βάση.

Η περιφερειακή ολοκλήρωση, ωστόσο, παραμένει ανοιχτή σε ενδεχόμενη αμερικανική συμμετοχή. Όμως, κατά τους Global Times, τα μεγαλύτερα εμπόδια που θα συναντήσει μια κυβέρνηση Μπάιντεν σε αυτή την αλλαγή πορείας δεν θα προέλθουν από την Κίνα ή εν γένει από την Ασία, αλλά από το εσωτερικό. Ο οικονομικός εθνικισμός, παρατηρεί το δημοσίευμα, έχει αποκτήσει ρίζες στην αμερικανική κοινωνία, αγγίζοντας και τους Δημοκρατικούς και ο Τζο Μπάιντεν θα δυσκολευτεί να αλλάξει αφήγημα.

Πηγή: capital.gr

Διαβάστε περισσότερα

Keywords
Τυχαία Θέματα