O ασθενής, οι τεθλιμμένοι συγγενείς και το φάρμακο δια πάσαν νόσον

Έχουμε έναν άρρωστο βαριά. Αργοπεθαίνει, δεν μπορεί να ανασάνει και επτά συγγενείς είναι από πάνω του. Άλλος τον κλαίει, άλλος τον μοιρολογάει, άλλος περιμένει πότε να πεθάνει για να μοιράσει την περιουσία, άλλος λέει στους γιατρούς να τραβήξουν τα σωληνάκια αφού ο Παράδεισος που θα πάει θα είναι καλύτερος από την κόλαση επί γης.

Εμφανίζονται λοιπόν οι γιατροί που φταίνε για την ετοιμοθάνατη κατάστασή του και λένε στους συγγενείς: ‘Άμα μας τα… ακουμπήσετε, άμα πληρώσετε και φυσικά αν κάνετε στον ασθενή γερή δίαιτα θα σας δώσουμε οξυγόνο, θα πάρετε ένα φάρμακο που θα πάρει μια σημαντική

παράταση ζωής μέχρι να βρεθεί το κατάλληλο σκεύασμα για την οριστική ίαση…”

Τότε λοιπόν, οι τρείς από τους συγγενείς μαζί λένε ναι, θα κάνουμε ότι είναι δυνατόν για να σωθεί ο άνθρωπός μας. Λεφτά θέλετε; Θα τα έχετε. Δίαιτα θέλετε; θα την έχετε. Αρκεί να ζήσει ο άνθρωπος και είναι και νέος, όμορφος, έξυπνος έστω κι αν έχει κουσούρια. Δώστε οξυγόνο κύριοι γιατροί να πάρει μια παράταση ζωής και θα περιμένουμε πότε θα ανακαλύψετε το κατάλληλο φάρμακο.

Οι γιατροί τσακώθηκαν μεταξύ τους. Ο ένας έλεγε ότι δεν αξίζει τον κόπο γιατί ο ασθενής είναι λίγο τζαναμπέτης, λίγο αναξιόπιστος, πολύ καλοπερασάκιας και δεν ξέρουμε αν θα του φτάσει η δόση του οξυγόνου ή θα χρειαστεί κι άλλη την οποία θα στερηθεί κάποιος άλλος. Τελικά, τα βρήκαν και αποφάσισαν να δώσουν μια παράταση ζωής στον ασθενή. Άλλωστε, πήραν τις υποσχέσεις ότι δε θα ξανακυλήσει σε σπατάλες, σε οινοποσίες και άσκοπα γλέντια.

Οι τρεις πρώτοι συγγενείς χάρηκαν που ο άνθρωπός τους θα είχε μια ευκαιρία να αποδείξει ότι αξίζει να ζήσει, ότι δε θα πάει χαμένο το φάρμακο κι ότι μπορεί να διαψεύσει τους ανάλγητους, αργυρώνητους και παντελώς αναξιόπιστους γιατρούς που δυστυχώς έχουν στα χέρια τους τη μπουκάλα με το οξυγόνο.

Ο ένας συγγενής, αυτός που περίμενε το θάνατο πώς και πως άρχισε να γκρινιάζει. Τι δόση οξυγόνου είναι αυτή, γιατί έχει το συγκεκριμένο χρώμα, τι μπουκάλα είναι αυτή, γιατί το φάρμακο έχει πικρή γεύση και γιατί δεν βρέθηκε το φάρμακο που θα έκανε για πάντα καλά τον ασθενή.

Δώστε του το καλό φάρμακο, όχι το… γενόσημο, φώναζε ο συγγενής αλλά από μέσα του έλεγε: Φτου σας παλιογιατροί, τώρα βρεθήκατε να γίνετε ευαίσθητοι; Τώρα που ήμουν έτοιμος να μοιράσω την περιουσία του ασθενούς;

Οι άλλοι… φτωχοί συγγενείς στην κοσμάρα τους. Ο ένας είχε… κοκκινίσει από το κακό του γιατί δε μπορεί οι αστοί γιατροί να σώσουν τον προλετάριο ασθενή. Ο άλλος είχε «φουσκώσει» από το κακό του διότι ήθελε να γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη άρρωστου. Και μάλιστα δε θα είχε πρόβλημα να συμμαχήσει και με το… διάβολο γι’ αυτό.

Ο τελευταίος είχε… μαυρίσει από το κακό του διότι δε μπορεί σε μια δημοκρατία να σώζεται ο ασθενής. Μόνο μια Χούντα, μόνο ένας γιατρός με κοφτό μουστακάκι που αυτοί εμπιστευόταν έπρεπε να τον κάνει καλά. Όλοι οι άλλοι είναι άθλιοι σιωνιστές.

Κι έτσι, ο ασθενής πήρε το οξυγόνο του, πήρε βαθιές ανάσες, βγήκε από την εντατική και τώρα μένει να κάνει… φυσ

Keywords
Τυχαία Θέματα