The Chant review

Είναι ξεκάθαρο ότι διανύουμε περίοδο αναγέννησης των παιχνιδιών survival horror, είτε με remake αγαπημένων τίτλων, είτε με νέες δημιουργίες. To The Chant είναι η πρώτη προσπάθεια της νεοσύστατης Brass Token, που εικαστικά θυμίζει λίγο τα παιχνίδια της Supermassive, αλλά με gameplay που παραπέμπει σε survival horror εποχής PS2. Είναι όμως μία αξιόλογη εμπειρία τρόμου ή κρατιέται πίσω από την απειρία των δημιουργών και το περιορισμένο budget

του;

Σεναριακά το παιχνίδι σας βάζει στο ρόλο της Jess, η οποία όντας διαταραγμένη από μια τραγική εμπειρία που είχε στη ζωή της, αποδέχεται της πρόσκληση της φίλης της, Kim, και ταξιδεύει σε ένα απομονωμένο νησί. Εκεί βρίσκει και άλλους γνωστούς της Kim και σύντομα ανακαλύπτει ότι όλοι εκεί αποτελεούν ένα είδος αίρεσης, θέλοντας να απαλλαγούν από τα προσωπικά τους προβλήματα. Ένα ατύχημα κατά την διάρκεια μίας τελετής έχει τραγικά αποτελέσματα, καθώς η Kim εξαφανίζεται και ενεργοποιείται μία πύλη που εμφανίζει παράξενα πλάσματα από κάποια άλλη διάσταση. Σα να μην έφτανε αυτό, τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας παρουσιάζουν παράξενη συμπεριφορά μετά το ατύχημα αυτό, οπότε εσείς καλείστε να τους βοηθήσετε, να βρείτε την Kim αλλά και να επιβιώσετε στο αφιλόξενο περιβάλλον του νησιού.

Αν και η ιστορία για τα δεδομένα του είδους παρουσιάζει ένα ενδιαφέρον, οι τρόποι αφήγησης που χρησιμοποιούνται δεν την βοηθούν καθώς υπάρχουν χτυπητές αδυναμίες και ατέλειες. Πχ όλα γίνονται πάρα πολύ γρήγορα και δεν προλαβαίνετε όχι μόνο να δεθείτε με τα μέλη της ομάδας, αλλά ούτε καν να θυμηθείτε ποιος είναι ποιος. Αυτό έχει αποτέλεσμα να μην σας ενδιαφέρει καν η τύχη τους στην πορεία της ιστορίας. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει αφηγηματική ροή στο παιχνίδι, αφού τα σημαντικά γεγονότα γίνονται στην αρχή και το τέλος της ιστορίας, γεγονός που σε συνδυασμό με την μάλλον μέτρια ποιότητα γραφής, αποτελεί σημαντική τροχοπέδη για να βιώσετε μία πραγματικά δυνατή ιστορία.

Σε επίπεδο gameplay, το The Chant θέλει να προσφέρει μία old-school survival horror εμπειρία, με γρίφους απλούς μεν, που απαιτούν όμως λίγο ψάξιμο για να βρείτε τα κλειδιά που χρειάζονται για να ανοίξετε κλειδωμένες πόρτες ή ακόμη συνδυασμό αντικειμένων για να μπορείτε να ανοίξετε μία πόρτα κτλ. Επίσης δεν λείπουν και δυο-τρεις πιο πολύπλοκοι γρίφοι που ξεχωρίζουν. Οι περιοχές συνδέονται μεταξύ τους και το level design είναι αρκετά καλό για τα δεδομένα του παιχνιδιού, αν και είναι θέμα το ότι ως επί το πλείστον προχωράτε σε στενούς διαδρόμους που μοιάζουν εξωφρενικά μεταξύ τους, οπότε δεν συχνά χάνετε εντελώς τον προσανατολισμό σας.

Το παιχνίδι, αν και φαίνεται ότι έχει φτιαχτεί με μεράκι, δυστυχώς είναι φορτωμένο με περισσότερους μηχανισμούς απ’ ότι χρειαζόταν πραγματικά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ότι έχετε τρεις διαφορετικές μπάρες να διαχειριστείτε, που αντιστοιχούν στην κλασική μπάρα υγείας, του μυαλού και του πνεύματος. Η μπάρα υγείας μειώνεται όταν δέχεστε χτυπήματα από τους εχθρούς, η μπάρα του πνεύματος όταν χρησιμοποιείτε κάποιο μαγικό (που δικαιολογείται με κάποιο τρόπο, καθώς η πύλη που άνοιξε στο νησί έδωσε και την δυνατότητα για τέτοια χαρίσματα), ενώ η μπάρα του μυαλού μειώνεται όταν εμφανίζεται ξαφνικά κάποιος εχθρός. Προσωπικά φανταζόμουν πριν παίξω το παιχνίδι ότι η μείωση της μπάρας του μυαλού θα οδηγούσε σταδιακά στην τρέλα της ηρωίδας και ενδεχομένως θα έβλεπε οράματα κτλ, όπως συμβαίνει σε άλλα παιχνίδια του είδους. Τελικά το μόνο που συμβαίνει είναι ότι όταν μηδενίζει, δεν μπορείτε να κάνετε επιθέσεις Απογοητευτικό. Ένας ακόμη αχρείαστος μηχανισμός είναι η δυνατότητα σε κάποιους ελάχιστους διαλόγους να διαλέξετε την απάντηση που θέλετε. Μπορείτε πχ να απαντήσετε με ειλικρίνεια, με συμπόνια ή να είστε πιο σκληρός, οπότε με βάση τις απαντήσεις σας αλλά και τα συνολικά στατιστικά που έχετε στις μπάρες υγείας, μυαλού και πνεύματος, έχετε τρία διαφορετικά τέλη. Δεν έχω καταλάβει πώς ακριβώς συνδέονται αυτές οι απαντήσεις με το τέλος του παιχνιδιού, αλλά πάμε παρακάτω.

Πέρα από εξερεύνηση, υπάρχουν και μάχες που θυμίζουν έντονα το στιλ του Hellblade, αλλά με αρκετά μεγαλύτερη ποικιλία εδώ. Όλες οι μάχες είναι melee, όπου τα όπλα σας είναι φλεγόμενες δάδες ή κλαδιά τα οποία είναι εύθραστα και σπάνε καθώς χτυπάτε τους εχθρούς. Μπορείτε να πετάξετε και αλάτι για τους απωθήσετε, να στήσετε παγίδες για να περιορίσετε τις κινήσεις τους ή να τους πετάξετε λάδι για να τους κάνετε ζημιά. Επιπλέον μπορείτε να χρησιμοποιήσετε μαγεία, που πέρα από ζημιά, κάνει τους εχθρούς να κινούνται πιο αργά κτλ. Η ποικιλία για τα δεδομένα του τίτλου είναι ικανοποιητική. Το μόνο αρνητικό είναι τα απότομα animations, αλλά και το γεγονός ότι όλοι μα όλοι οι εχθροί επιτίθενται με τα ίδια μοτίβα κινήσεων. Μιλώντας για εχθρούς, εδώ έχουμε ένα από τα μεγαλύτερα μειονεκτήματα του τίτλου: οι εχθροί δεν φοβίζουν σε καμία περίπτωση. Ως εκ τούτου, παρά την ατμόσφαιρα των τοποθεσιών, το παιχνίδι δύσκολα προσφέρει πραγματική αίσθηση τρόμου. Γιγάντια βατράχια, ιπτάμενα λουλούδια και σμήνοι από μύγες που δημιουργούν «απειλητικά» πλάσματα δύσκολα τρομάζουν, έτσι δεν είναι;

Το παιχνίδι τα πάει καλύτερα στη survival πτυχή. Πρέπει να μαζεύετε πρώτες ύλες για να φτιάξετε όπλα, να γεμίσετε τις μπάρες υγείας, πνεύματος και μυαλού όταν βρίσκονται στα τάρταρα, ακόμα και για να αυξήσετε τα στατιστικά σας, έτσι ώστε να αναπληρώνετε μεγαλύτερο ποσό ενέργειας, να κάνετε μεγαλύτερη ζημιά με τις μαγείες κτλ. Τα υλικά δεν βρίσκονται ποτέ σε μεγάλη αφθονία, οπότε έχετε λίγο άγχος στην διαχείριση πόρων για να τα βγάλετε πέρα.

Οπτικά, το The Chant βασικά δείχνει ότι είναι ένα AA παιχνίδι και όχι κάτι παραπάνω. Οι ωραίες λεπτομέρειες στα πρόσωπα των χαρακτήρων, έρχονται με παράξενες εκφράσεις, τραγικό lip-sync και νεκρά μάτια. Αντίστοιχα, τα ατμοσφαιρικά τοπία και οι όμορφες φωτοσκιάσεις συνοδεύονται από χαμηλής ανάλυσης υφές που θυμίζουν PS3. Ανάλογες μεταπτώσεις παρατηρούνται και στις ερμηνείες των ηθοποιών. Αυτή που παίζει την πρωταγωνίστρια στέκεται επάξια με βάση το concept του παιχνιδιού, όπως και δύο-τρεις ηθοποιοί ακόμη, όμως οι ερμηνείες των άλλων είναι πραγματικά άψυχες και προκαλούν αμηχανία. Ευτυχώς οι ήχοι του περιβάλλοντος αλλά και τα γρυλίσματα των πλασμάτων ικανοποιούν.

Το The Chant επενδύει σε πολλούς μηχανισμούς που αποδεικνύονται αχρείαστοι και υλοποιούνται εν τέλει μέτρια, αντί να επικεντρωθεί στο να αποδώσει ένα πραγματικά εφιαλτικό σκηνικό όπως κάνει κάθε survival horror που σέβεται τον εαυτό του. Έχει τις στιγμές του, αλλά δύσκολα σας μένει κάτι από αυτό μετά τις (μόλις) πέντε-έξι ώρες που διαρκεί. Αν σας αρέσουν τα survival horror, ασχοληθείτε αλλά με περιορισμένες προσδοκίες.

Old-school εξερεύνηση και γρίφοιΑρκετή ποικιλία στις μάχεςΗ voice actor της πρωταγωνίστριαςΤα πάει καλά σαν survival......αλλά όχι σαν horrorΑφηγηματικά λάθη και παραλείψεις που σε βγάζουν εκτός κλίματοςΠεριττοί μηχανισμοί που δεν προσθέτουν τίποτα στο gameplayΤραγικό lip-sync και “νεκρά” μάτια που προδίδουν την ΑΑ φύση τουΜικρή διάρκειαΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ: 6.5

ΠΛΑΤΦΟΡΜΑ:PS5, Xbox Series X/S, PCΑΝΑΠΤΥΞΗ:Brass TokenΕΚΔΟΣΗ:Prime MatterΔΙΑΘΕΣΗ:Enarxis

Game20.gr, το Άσυλο των gamers

Keywords
Τυχαία Θέματα