The Chant | Review

Θυμάστε την παλιότερη εποχή των survival horror; Τότε που είχαν αφήσει δυναμικά το στίγμα τους στη βιομηχανία τα Resident Evil και Silent Hill, δίνοντας το έναυσμα για δεκάδες μικρές και μεγάλες προτάσεις στο είδος. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι σε αντίθεση με άλλα είδη, ακόμα και σε αμφιλεγόμενες περιπτώσεις, μπορούσε να διατηρηθεί και πάλι μία σχετική γοητεία.

Δηλαδή κάτι ανάλογο με αυτό που συμβαίνει σε πολλές b-movie horror ταινίες (και στο The Chant, που θα εξετάσουμε εδώ), όπου συχνά έχουν τα εχέγγυα να μας πείσουν να κάνουμε τα στραβά μάτια σε διάφορες “άχαρα” υλοποιημένες παραμέτρους (ηθοποιία, σενάριο κ.λπ.).

Συχνά τα προβλήματα μπορούσαν να υπερκεραστούν “απλά” και μόνο αν είχαν δουλευτεί έστω κάποια λιγοστά αλλά αναγκαία συστατικά, όπως ένας εμπνευσμένος gory θάνατος, ένα καλοσχεδιασμένο τέρας ή ένα κατάλληλα τοποθετημένο μηχάνημα ομίχλης που έχτιζε μία υποτυπώδη αλλά υποβλητική ατμόσφαιρα. Ίσως χαρακτηριστικό στοιχείο αυτών των περιπτώσεων ήταν η έκδηλη αγάπη που μετέφεραν οι δημιουργοί τους, ακόμα και αν είχαν ελάχιστους πόρους.

Επιστρέφοντας στα του gaming έπειτα από αυτήν τη μεγάλη παρένθεση, κάτι ανάλογο θεωρούμε ότι συμβαίνει και σε αυτόν τον χώρο, εάν δηλαδή ο επίδοξος δημιουργός καταφέρει να δέσει διάφορα καίρια στοιχεία, ακόμα και αν ένα από αυτά δεν είναι το νευραλγικό κομμάτι του gameplay. Το The Chant έρχεται να προσφέρει ακριβώς μία τέτοια εμπειρία, φέρνοντας αναμνήσεις από τη χρυσή εποχή των survival horror των PS2 (κυρίως) και GameCube, όπου μία survival horror πρόταση δεν χρειαζόταν υπέρογκο budget ή κάποια σημαντική προώθηση προκειμένου οι φίλοι του είδους να την ανακαλύψουν, να την τιμήσουν και να την απολαύσουν.

Για να μη μακρηγορούμε, το The Chant αποτέλεσε μία ευχάριστη έκπληξη κι ας μην προσπαθεί να διεκδικήσει οποιοδήποτε βραβείο καινοτομίας ή υψηλής ποιότητας· δεν το χρειάζεται και ούτε οι δημιουργοί επιχειρούν να πείσουν για κάτι διαφορετικό.

Εξαρχής πάντως η θεματολογία προδιαθέτει για κάτι ενδιαφέρον, με την ιστορία να λαμβάνει χώρα σε ένα απομονωμένο νησί, όπου μία πνευματική οργάνωση (σκεφτείτε κάτι σαν τους Scientologists αλλά σε πιο new-age καταστάσεις) έχει χτίσει ένα θέρετρο, το Prismic Science Spiritual Retreat (ξέρετε, αυτά τα θέρετρα που υποτίθεται ότι μας φέρνουν με ταπεινότητα στη φύση, αλλά παράλληλα κοστίζουν και κάτι χιλιάρικα για κάθε βδομάδα διαμονής). Ως φαινομενικό σκοπό η οργάνωση έχει φυσικά την ευεξία και την ίαση οποιονδήποτε ψυχικών τραυμάτων. Τι θα μπορούσε να πάει στραβά;

Η Jess πάντως δεν θα αργήσει να αντιληφθεί τα σκοτεινά μυστικά της οργάνωσης. Η εν λόγω πρωταγωνίστρια είναι βαθύτατα τραυματισμένη από ένα τραγικό συμβάν του παρελθόντος, κάτι που θα την ωθήσει στην αποδοχή της πρόσκλησης από μία φίλη σχετικά με τη διαμονή της στο νησί όπου βρίσκεται το θέρετρο, προκειμένου να βρει την ψυχική της ηρεμία. Λίγες ώρες αφού βάλει τα ρούχα του νησιού (λευκά από πάνω ως κάτω εννοείται) θα βρεθεί μαζί με τον “δάσκαλο” της οργάνωσης και άλλα τέσσερα άτομα σε έναν ομαδικό ψαλμό. Φυσικά, κάτι θα πάει λάθος, οδηγώντας στη δημιουργία ενός σχίσματος με το απόκοσμο περιβάλλον του Gloom, από όπου θα ξεχυθούν διαφόρων λογής παραφυσικά τέρατα.

Σαν να μην έφτανε αυτό, το Gloom επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό την ψυχική κατάσταση όλων των ανθρώπων, δημιουργώντας τους παραισθήσεις και κάνοντάς τους να ακούνε φωνές. Αποτελεί αναμφίβολα μία ιδιαίτερα καλή βάση για ένα survival horror παιχνίδι, θέτοντας γερά, παγανιστικά, θεμέλια, επάνω στα οποία μπορεί να χτιστεί η horror ατμόσφαιρα.

Μία χαμένη ευκαιρία εδώ θα μπορούσε να εντοπιστεί στην ανυπομονησία ή ίσως και στην ανασφάλεια της νεοσύστατης Brass Token να μας βάλει κατευθείαν στο “ψητό”. Το στοιχείο του horror μπαίνει αρκετά πιο γρήγορα από ό,τι θεωρούμε ότι χρειαζόταν, καθώς πιστεύουμε ότι λίγη περισσότερη ώρα γνωριμίας της Jess με τα υπόλοιπα πέντε άτομα του θέρετρου θα βοηθούσε σημαντικά σε μία πιο ομαλή μετάβαση στο ξέσπασμα με τον κόσμο του Gloom, που θα το καθιστούσε πιο έντονο.

Είναι κάτι που θα ωφελούσε την εμπειρία αναλογιζόμενοι ότι η Jess, σε όλη την περιπέτειά της, προσπαθεί να βοηθήσει ή να συνετίσει διάφορα μέλη της ομάδας, που σε σημεία φαίνεται σαν να τα γνωρίζει περισσότερο καιρό από ό,τι μας δείχνει το παιχνίδι. Παρόλα αυτά, δεν είναι και τόσο μεγάλο το κακό, μιλώντας πάντα για ένα παιχνίδι που δεν επιθυμεί να ξεφύγει από τα b-movie στεγανά (και πολύ καλά κάνει, καθώς έτσι η ομάδα ανάπτυξης πατάει με περισσότερη αυτοπεποίθηση στα όριά της).

Ως παιχνίδι που σέβεται τη θεματική του, η πρωταγωνίστριά του δεν παίρνει στα χέρια της ούτε μυδράλια, ούτε καν τσεκούρια ή μαχαίρια. Τηρώντας το θέμα της πνευματικής και εν μέρει παγανιστικής λατρείας αυτής της παραθρησκευτικής ομάδας, ένα από τα βασικά μας όπλα είναι φασκόμηλο τυλιγμένο με σχοινί, ένας συνδυασμός που μαζί με φωτιά κρίνεται ως ένα αποτελεσματικότατο όπλο για να κοπανάμε (στην κυριολεξία) τους διάφορους δαίμονες.

Σε ανάλογα μονοπάτια βρίσκεται και ο υπόλοιπος εξοπλισμός, που συνδυάζει διάφορα μαντζούνια με σχοινιά και φωτιά. Θεωρητικά, τα τρία διαφορετικά όπλα αυτής της φιλοσοφίας έχουν ξεχωριστά προτερήματα και μειονεκτήματα, ανάλογα με τον χώρο που βρισκόμαστε και το τέρας που αντιμετωπίζουμε, πρακτικά όμως, οι πρώτες ύλες για να τα φτιάξουμε είναι τόσο λίγες που τελικά απλά χρησιμοποιούμε ό,τι έχουμε στα χέρια μας.

Το σύστημα μάχης είναι ξεκάθαρα melee φιλοσοφίας, περιέχοντας και το απαραίτητο dodge για αυτό το αμυδρό βάθος που απαιτείται σε μάχες εκ του σύνεγγυς. Καταλαβαίνετε ότι σαν συγκρούσεις δεν προσφέρουν κάτι πέρα από τα απολύτως τυπικά σε θέμα gameplay, αλλά τουλάχιστον το απλό, τριπλό combo επιθέσεων, οι heavy attacks και το dodge λειτουργούν ικανοποιητικά· τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Αυτό που βοηθάει περισσότερο στην όλη αίσθηση της μάχης αφορά στον ιδιαίτερα προσεγμένο σχεδιασμό των τεράτων. Ανθρωπόμορφα όντα με κρανία τράγων στο κεφάλι, υπέρογκοι βάτραχοι, τέρατα που θαρρείς ότι έχουν βγει από το Stranger Things και διάφορα άλλα είναι σχεδιασμένα με προσοχή, προσφέροντας αξιοπρόσεκτους εχθρούς.

Η αλήθεια είναι πως τα δάνεια που παίρνει η ομάδα ανάπτυξης στον σχεδιασμό αυτών των τεράτων είναι εμφανής, αλλά παράλληλα έχουν και ουσιαστικές αλλαγές ώστε να φαίνεται ότι απλά αντλείται έμπνευση από γνωστά κινηματογραφικά και τηλεοπτικά τέρατα και όχι ότι μιλάμε για φθηνή αντιγραφή. Σίγουρα πάντως αξίζει τα εύσημα μία άσημη ομάδα ανάπτυξης όταν καταφέρνει να τραβήξει την προσοχή με τον σχεδιασμό των τεράτων της, κάτι που δεν συμβαίνει συχνά σε πολύ μεγαλύτερες παραγωγές.

Γενικότερα, η Brass Token, παρά τους εμφανείς περιορισμούς του budget, φαίνεται ότι κατέχει το θέμα της ατμόσφαιρας. Αποφεύγοντας αλλεπάλληλες φθηνές τακτικές, τύπου jump scares, είναι σε θέση να μας μεταφέρει σε ένα άβολο και δαιμονικό περιβάλλον, οδηγώντας σε ορισμένα απλά αλλά καλοφτιαγμένα set pieces, που παρακολουθούμε συχνά σε πραγματικό χρόνο (δηλαδή όχι στα πλαίσια μίας cutscene). Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο παράλληλος κόσμος του Gloom, που αποδίδεται ως μία ελαφρώς ψυχεδελική έκφανση του πραγματικού κόσμου, με διάφορα περίεργα ζωύφια να ίπτανται τριγύρω, αλλά και αλλόκοτα φυτά να δηλώνουν το παρόν, ενώ διάφορες φωνές ακούγονται σαν ερινύες στο κεφάλι της Jess.

Επιστρέφοντας στα του gameplay, η ομάδα ανάπτυξης επιχείρησε να προσφέρει και κάποια ακόμα στοιχεία διαφοροποίησης, δίνοντας στην Jess τρεις μετρητές ενέργειας: του πνεύματος, του σώματος και της ψυχής. Αυτός του σώματος αφορά στην κλασική ενέργεια που έχει να κάνει με τα εχθρικά χτυπήματα που αντέχει η Jess πριν πέσει. Η ψυχή αφορά στη χρήση κάποιων ειδικών επιθέσεων που αποκτάει σταδιακά (εκτόξευση καρφιών από το έδαφος και άλλα), ουσιαστικά λειτουργώντας σαν μία μορφή mana.

Τέλος, ο μετρητής του πνεύματος έχει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, ο οποίος πρακτικά αποτυπώνει την ψυχική κατάσταση της Jess. Ορισμένες επιθέσεις, όταν η Jess βρίσκεται στο Gloom ή όταν παρακολουθεί φρικιαστικά θεάματα, οδηγούν στην πτώση αυτού του μετρητή και σε περίπτωση που μηδενιστεί, τότε το φίλτρο της εικόνας αλλάζει, η Jess πανικοβάλλεται, δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει όπλα και ένα και μόνο εχθρικό χτύπημα είναι μοιραίο.

Αν και απλός σαν μηχανισμός, η αλήθεια είναι ότι έχει ένα κάποιο ενδιαφέρον να πρέπει να υπολογίζουμε σε δύο μετρητές για την επιβίωση της Jess. Δεν θα λέγαμε ότι είναι τροχοπέδη, όπως μπορεί να φαντάζεται κάποιος, κυρίως γιατί αυτές οι δύο μπάρες συνάδουν τόσο με τη θεματική όσο και με την προσγειωμένα ευάλωτη φύση της Jess, η οποία παραμένει καθόλη τη διάρκεια ένας απλός άνθρωπος που έχει μπλέξει σε μία εφιαλτική κατάσταση.

Θετικό πρόσημο έχει και η δομή του παιχνιδιού, παρουσιάζοντας έναν ξεκάθαρα γραμμικό χαρακτήρα από objective σε objective, με ελάχιστες παρεκκλίσεις για εξερεύνηση. Μετά από κάθε ένα από τα λιγοστά act επιστρέφουμε στον κεντρικό καταυλισμό, αλλά έπειτα πάντα παίρνουμε το δρόμο για μία ξεχωριστή περιοχή. Οι γρίφοι απουσιάζουν εκτός από μία περίπτωση (που και εκεί ένα έγγραφο ουσιαστικά μας δίνει απλόχερα τη λύση), κάτι που θα λέγαμε ότι λειτουργεί αρνητικά στην προκειμένη, καθώς μία παραπάνω προσπάθεια σε αυτόν τον τομέα θα προσέδιδε ευχάριστη ποικιλομορφία σε όλο το οικοδόμημα, δεδομένου μάλιστα της ιδιαίτερα απλοϊκής μάχης.

Κατά τις συνήθεις τακτικές του είδους, η εύρεση διαφόρων εκκεντρικών κλειδιών αποτελεί το άλφα και το ωμέγα της εξερεύνησης, δίχως όμως να προσφέρει και εδώ κάποια ιδιαίτερη πρόκληση. Στα του τεχνικού τομέα, εύκολα θα αντιληφθεί κανείς ότι διάφορα assets επαναλαμβάνονται αρκετά συχνά, αλλά τουλάχιστον η Brass Token καταφέρνει να τα “ανακατέψει” αρκετά καλά ώστε να δίνει εύστοχα την (ψευδ)αίσθηση ότι επισκεπτόμαστε συνεχώς νέες γωνιές του νησιού.

Η ποιότητα των ερμηνειών γενικά είναι αρκετά κυμαινόμενη, αλλά η ηθοποιός που υποδύεται την Jess κάνει αρκετά πειστική δουλειά. Το αυτό ισχύει και για τα πρόσωπα των χαρακτήρων, όπου το lip synching είναι μετριότατο ως κακό και οι εκφράσεις τους το ίδιο, αλλά από την άλλη -και με τη βοήθεια ορισμένων πολύ καλών σκιάσεων- τα πρόσωπα καταφέρνουν να παίρνουν ζωή. Το The Chant αναμφίβολα δίνει ένα πολύ καλό δείγμα της τεράστιας σημασίας που έχουν οι φωτισμοί στην απεικόνιση και αληθοφάνεια των προσώπων.

Συνολικά, το The Chant προσφέρει μία αξιόλογη survival horror εμπειρία, που κερδίζει πολλούς πόντους από το εμφανές μεράκι της ομάδας ανάπτυξης. Η μόλις εξάωρη εμπειρία είναι τόση όση χρειάζεται ώστε να μην κουράσει, ιδίως αν λάβουμε υπόψη το -ομολογουμένως- φτωχό σύστημα μάχης. Για τα δεδομένα της διάρκειας, το bestiary είναι άκρως ικανοποιητικό και -το κυριότερο- αξιομνημόνευτο, ενώ και η ατμόσφαιρα είναι σε θέση να σας βάλει στο κλίμα των δαιμόνων και του παγανισμού.

Σίγουρα η Brass Token έχει δρόμο βελτίωσης μπροστά της, αλλά αν καταφέρει να εξελιχθεί, τότε ευελπιστούμε ότι το The Chant δεν θα είναι παρά μόνο η αρχή μίας ενδιαφέρουσας σταδιοδρομίας στο είδος των survival horror.

Το The Chant κυκλοφορεί από τις 3/11/22 για PS5, PC και Xbox Series. Το review μας βασίστηκε στην έκδοσή του για το PS5 με review code που λάβαμε από την Enarxis Dynamic Media.

The post The Chant | Review appeared first on GameOver.

Keywords
resident evil, silent hill, εν λόγω, survival, hill, budget, science, επηρεάζει, dodge, heavy, jump, set, ζωύφια, λύση, xbox, series, dynamic, media, gameover, Καλή Χρονιά, φωτια, τελος του κοσμου, το θεμα, αλφα, γριφοι, γωνιες, δανεια, δουλεια, ηθοποιος, θανατος, θεμα, νησι, περιεργα, ρουχα, ταινιες, φυτα, ωμεγα, ωρα, αγαπη, αξιζει, ανθρωπος, αναμνησεις, απλα, ατμοσφαιρα, αυτοπεποιθηση, βδομαδα, βοηθεια, βρισκεται, γοητεια, δαιμονες, δειχνει, δομη, δειγμα, εγγραφο, εδαφος, ευκαιρια, ευκολα, εκφρασεις, εμπνευση, ενεργεια, εν λόγω, εν μερει, επηρεάζει, εποχη, ερχεται, ευεξια, εναυσμα, ζωη, ζωύφια, ιδιο, ειδος, ηρεμια, ισχυει, κλιμα, κρανια, λαθος, ματια, μαχαιρια, μορφη, μυστικα, ομαδα, παντα, ορια, ουσιαστικα, περιβαλλον, ποιοτητα, προβληματα, ψυχη, σεναριο, σιγουρα, στιγμα, τρια, ιαση, φασκομηλο, φυση, φυσικα, χρυση, οντα, ωρες, budget, dodge, ειδη, εξοπλισμος, φιλοι, gameover, heavy, hill, χωρα, ιδιαιτερα, κομματι, media, μπροστα, dynamic, παιχνιδι, resident evil, movie, science, series, set, silent hill, survival, jump, χερια
Τυχαία Θέματα