Sniper Elite 5 | Review

To Sniper Elite, το πνευματικό τέκνο της Βρετανικής Rebellion Developments, που αριθμεί πλέον πάνω από 15 χρόνια παρουσίας στον χώρο ως σειρά, αποτελεί ένα από τα λίγα franchises τα οποία έχουν διατηρήσει τόσο στεγανές και ακέραιες τις προθέσεις τους ως προς το είδος των παιχνιδιών που τοποθετούνται. Με προκαθορισμένη στόχευση, απαράλλαχτα βασικά συστατικά συνταγής και αδιάβλητη προσήλωση, παραδίδουν ένα συγκεκριμένο

αποτέλεσμα, “αδιάβροχο” από τα παροδικά, σποραδικά “καιρικά φαινόμενα” μοδών και τάσεων, με αντίκρισμα και απήχηση στο σταθερό κοινό που ξέρει τι αναζητά και περιμένει από τη σειρά όλα αυτά τα χρόνια.

Το ζήτημα είναι αν το πολυκαιρισμένο σκαρί του βασικού concept της σειράς αντέχει να ταξιδέψει στη θάλασσα του σύγχρονου gaming ωκεανού, και αν τα μπαλώματα και τα μερεμέτια της βρετανικής ομάδας, που έγιναν εν όψει της κυκλοφορίας του Sniper Elite 5, είναι αρκετά για να προσεγγίσουν παλιό και νέο πλήρωμα ώστε να το επανδρώσει στο ταξίδι αυτό.

Η πρώτη σκέψη που θα κάνει κανείς λίγες ώρες μέσα στο παιχνίδι, είναι πως το Sniper Elite 5 είναι ένα παιχνίδι βγαλμένο από τα παλιά. Και όταν λέμε παλιά, δεν εννοούμε την επιτήδευση του retro αέρα σε γραφικά και gameplay που θα συναντήσει κανείς σε πληθώρα indie τίτλων εκεί έξω. Εννοούμε ότι ο τίτλος είναι σαν να δημιουργήθηκε γύρω στο 2006, τα φορτηγά και τα καράβια που μετέφεραν τις φυσικές κόπιες του να χάθηκαν σε μια χωροχρονική τρύπα, και να βγήκαν κατευθείαν στο 2022. Όλα τα “παλιομοδίτικα” πλέον στοιχεία ενός παιχνιδιού που θα μεσουρανούσε σε εποχές PS2, είναι εδώ.

Μεμονωμένα levels ανά αποστολές, κλειστά περιβάλλοντα με γραμμικό σχεδιασμό (παρά τον ψευδο-open world σχεδισμό και τα τυπικά side missions), AI δεκαετίας στην καλύτερη και “ξύλινα” γραφικά σε μοντέλα, περιβάλλοντα και facial expressions, χτυπούν κατευθείαν το συλλογικό, νοσταλγικό αίσθημα και ανασύρουν όμορφες μνήμες για όσους εξ ημών ανδρώθηκαν μεταξυ 6ης και 7ης γενιάς κονσολών.

Η δομή του Sniper Elite 5 είναι απλή και μεστή. Κάθε level απαρτίζεται από έναν ανοιχτό χάρτη, στο τέλος του οποίου συνήθως βρίσκεται το τελικό objective της αποστολής. Κάθε χάρτης, παρά τη φαινομενική ελευθερία προσέγγισης της πορείας του παίκτη μέσα σε αυτόν, πρακτικά επιτρέπει τη χρήση δύο ή τριών συγκεκριμένων, προκαθορισμένων μονοπατιών για την επίτευξη των στόχων ενώ στην πορεία για το τελικό objective, το οποίο συνδυάζει τη δολοφονία κάποιου υψηλόβαθμου στελέχους των Ναζιστικών δυνάμεων κατοχής του B’ Παγκοσμίου Πολέμου με το sabotage κάποιας βάσης ή την υποκλοπή διαφόρων σημαντικών εγγράφων, πάντα θα συναντήσουμε μερικές παράπλευρες αποστολές ίδιου πνεύματος με τις κύριες.

Για την ιστορία, παρά την “άτιμη” πρόθεση του τίτλου να παραπλανήσει σχετικά με την ελευθερία που προσφέρει, ο γράφων δεν ενοχλείται ιδιαίτερα από τη γραμμική σχεδιαστική επιλογή της ομάδας. Το 90% των action τίτλων που κυκλοφορούν εκεί έξω προσφέρουν πράγματι ανοιχτούς χάρτες και ελευθερία στην προσέγγιση, αλλά αποτυγχάνουν στη δημιουργία ιδιαίτερων στιγμών και πραγματικά ξεχωριστών εμπειριών. Συνεπώς, η ανάληψη του δημιουργικού βάρους της εμπειρίας κάθε αποστολής από τους ώμους των δημιουργών, αποτελεί αφενός μια ευχάριστη και ευπρόσδεκτη εναλλακτική ενώ αφετέρου είναι και μια γενναία επιλογή από την ομάδα, την οποία και χαιρετίζουμε.

Σχετικά με τον τρόπο παιχνιδιού οι επιλογές είναι και εδώ συγκεκριμένες. Υπάρχει η θορυβώδης προσέγγιση, στην οποία η τακτική αναλύεται στην κατά μέτωπο επίθεση και την “άφοβη” χρήση όπλων. Το gunplay περιλαμβάνει το κλασικό σύστημα κάλυψης, με την κάμερα τρίτου προσώπου να παίζει το ρόλο του “χαφιέ” ενώ στα πυροβόλα όπλα συναντώνται τρεις διαφορετικές κατηγορίες (handguns, light smgs και τουφέκια/ snipers) με αρκετή ποικιλία στις επιλογές και ακόμα μεγαλύτερη στην παραμετροποίησή τους. Από την άλλη, πάντα διαθέσιμη είναι και η αθόρυβη διαδρομή, με τους stealth μηχανισμούς των πισώπλατων takedowns και των καμουφλάζ σε σκιές και πυκνή βλάστηση.

Από τις δύο διαφορετικές φιλοσοφίες, η τελευταία είναι αυτή που προτιμήθηκε κατά κόρον κατά τη διάρκεια της δοκιμής μας καθώς είναι σαφώς η πιο ενδιαφέρουσα και δημιουργική, αλλά και γιατί -μεταξύ μας- είναι και η πιο αληθοφανής στο immersion καθώς μιλάμε για black ops αποστολές σαμποτάζ και δολοφονιών σε εχθρικά εδάφη.

Σ’ αυτό το σημείο, όμως, παρεισφρύει ο δαίμονας της AI και καταστρέφει την όλη εμπειρία. Σκουριασμένη, με εντελώς “ξύλινες” αντιδράσεις και απλοϊκούς μηχανισμούς, η τενχητή νοημοσύνη των εχθρών παραπαίει. Χωρίς καμία αληθοφάνεια εναλάσσει την δυσκολία του παιχνιδιού μεταξύ του υπερβολικά εύκολου και του εκνευριστικά δύσκολου. Είτε οι εχθροί θα ξεγελιούνται με τους πιο εύκολους και παιδιάστικους τρόπους είτε η αντίληψη της παρουσίας μας στο χώρο θα γίνεται ακαριαία και άδικα σαν να πήραν τις συντεταγμένες με GPS.

Πλέον αυτού, άπαξ και ο χαρακτήρας μας γίνει αντιληπτός και το “πατιρντί” ξεκινήσει, η δυνατότητα αποφυγής της γενικότερης σύρραξης και επανεισόδου σε stealth mode κάνει φτερά. Μάλιστα, αν κάποιος από τα αντίπαλα mobs προλάβει και ενεργοποιήσει τον μηχανισμό ενισχύσεων, τα κύματα των εχθρών που θα καταφθάσουν δίνουν την άισθηση ότι αντιμετωπίζουμε όλες τις δυνάμεις του Άξονα μαζί. Ευτυχώς, οι δημιουργοί έχουν προνοήσει και έχουν προικίσει το παιχνίδι με ενα εξαιρετικά εύχρηστο σύστημα save-load-autosave, που επιτρέπει το άμεσο και απροβλημάτιστο trial & error στο παιχνίδι μας.

Πέραν των παραπάνω όμως, ο τίτλος του παιχνιδιού έχει μέσα και την λέξη “Sniper”. Θα μπορούσε, βεβαια, να μην την είχε. Για την ακρίβεια, θα έβγαζε περισσότερο νόημα να μην υπήρχε καν. Οι ευκαιρίες για sniper kills υπάρχουν, και το gimmick των xrays -που δείχουν την πορεία της σφαίρας μέσα από το σώμα του θύματος- δεν σταματάνε να διασκεδάζουν και να εντυπωσιάζουν, αλλά πλέον το όλο κομμάτι αυτό του τίτλου είναι εντελώς παρενθετικό και προαιρετικό. Η αίσθηση μεγαλείου και βαρύτητας στις δολοφονίες αυτές έχει χαθει σε σχέση με τις προηγούμενες εκδόσεις της σειράς ενώ υπήρχαν levels τα οποία τελείωσαν χωρίς καν να χρειαστεί η χρήση του τουφεκιού μας. Απογοητευτικό σαν αποτέλεσμα, κυρίως για τις δυνατότητες που μένουν αναξιοποίητες από αυτόν τον κατά τα άλλα έξυπνο και ενδιαφέροντα μηχανισμό.

Η υπόθεση του Sniper Elite 5 δεν αποτελεί σημείο αναφοράς για τον τίτλο. Τυπικά πράγματα, flat διάλογοι και σενάριο, και εντυπωσιακώς κακά facial animations και voice over-syncronization. Κακά σε σημείο να γίνονται creepy, με μάτια που ανοιγοκλείνουν μια φορά το λεπτό και άψυχα πρόσωπα που μοιάζουν να έχουν έναν και μοναδικό μυ.

Αν ο τίτλος σχεδιαστικά και αισθητικά τα καταφέρνει κάπου καλά, αυτό συμβαίνει στο περιβάλλον των επιπέδων του. Από αλσατικά κάστρα και μεσαιωνικές γραφικές πόλεις της Ευρώπης, μέχρι γαλλικές αγροικίες και βιομηχανικές γειτονιές του προηγούμενου αιώνα, όλα καταφέρνουν να προσδώσουν ένα διαφορετικό χρώμα σε κάθε αποστολή και να δημιουργήσουν αξιομνημόνευτες εικόνες κατά τη διάρκειά τους παρά τον γενικά φτωχό και γερασμένο οπτικό τομέα.

Τέλος, η Rebellion, στην προσπάθειά της για ανανέωση και φρεσκάδα, επενδύει ακόμα περισσότερο στον multiplayer τομέα του τίτλου, εφοδιάζοντάς τον με δύο νέα modes: Ένα survival με δυνατότητα online και offline co-op αλλά και solo παιχνιδιού, και ένα invasion mode (axis invasion), το οποίο επιτρέπει την είσοδο κάποιου άλλου παίκτη κατά τη διάρκεια του solo campaign με στόχο την εξόντωσή μας.

Ειδικά σημεία στο χάρτη επιτρέπουν το scouting της τοποθεσίας του ενός από τον άλλο ενώ τα mobs συνεχίζουν να παίζουν κανονικά τον ρόλο τους και η αποστολή να τρέχει. Είναι ένας πανέξυπνος τρόπος να ενσωματωθεί το multiplayer οργανικά στο main campaign με αληθινή πρόκληση και ανταγωνισμό. Εννοείται η επιλογή on/off για το σύστημα είναι πάντα διαθέσιμη, και έτσι εξαλείφεται η πιθανότητα ενοχλητικών παρεμβολών όταν τον παίκτη τον ενδιαφέρει καθαρά η πρόοδος της ιστορίας.

Εν κατακλείδι, ο “πάγκος” του Sniper Elite 5 προσφέρει μια πολύ συγκεκριμένη πραμάτεια για να διαλέξει κανείς. Χωρίς πολλές φανφάρες και φλυαρίες, ό,τι κάνει το κάνει επαρκώς και με συνέπεια. Υπάρχουν τρωτά σημεία, με την κακή AI, τη μικρή ποικιλία σε gameplay και τα χοντροκομμένα γραφικά να “βαραίνουν” την εμπειρία, αλλά το σύνολο του πακέτου που έχει να προσφέρει είναι αξιοπρεπές και δεν απαντάται συχνά τη σήμερον ημέρα. Ορισμένα από τα παλιομοδίτικα στοιχεία του λειτουργούν υπέρ του, προσδίδοντας αέρα και χρώμα που πολλοί αποζητούν ακόμα, ορισμένα άλλα όμως δεν έχουν κανέναν λόγο ύπαρξης, και καλό θα ήταν να έχουν μείνει πίσω, στην εποχή από την οποία το παιχνίδι εμπνέεται.

Το Sniper Elite 5 κυκλοφορεί από τις 26/5/22 για PS5, PS4, PC, Xbox Series και Xbox One. Το review μας βασίστηκε στην έκδοσή του για το Xbox Series με review code που λάβαμε από την AVE.

The post Sniper Elite 5 | Review appeared first on GameOver.

Keywords
Τυχαία Θέματα