Remnant 2 | Review

Ανάμεσα από την πληθώρα των looter shooters, GaaS πρακτικών και παιχνιδιών που γενικότερα έχουν ως βασικό στόχο να “εθίσουν” με τα παρελκόμενα και δευτερευόντως με το gameplay το Remnant 2 έρχεται ως μία ευχάριστη εναλλακτική που, κατά την άποψή μας, στοχεύει κυρίως στην ουσία που θα έπρεπε να έχουν αυτά τα παιχνίδια. Αναμφίβολα υστερεί σε ορισμένους τομείς, όπως θα δούμε παρακάτω, αλλά στη βάση του παραμένει ένα από τα πιο “καλοπροαίρετα” και αξιοπρεπή δείγματα online coop παιχνιδιών, που έχουμε δει τους τελευταίους μήνες.

Εξαρχής

θα πρέπει να γίνει σαφές ότι το Remnant 2 πατάει πλήρως στις βάσεις του Remnant: From the Ashes, προσφέροντας κάποιες βελτιώσεις, αλλά αποτελώντας ταυτόχρονα μία εμπειρία που, καλώς ή κακώς, δεν επιχειρεί να αλλάξει τη συνταγή. Απόρροια του παραπάνω είναι πως το σενάριο παραμένει ως μία πρόφαση για τη δράση, ανεξάρτητα αν επιχειρείται, μάλλον απέλπιδα, να δοθεί κάποιο lore για αυτήν την post-apocalyptic Γη.

Αρχικά το παιχνίδι επιχειρεί να αναπτύξει κάποιους βασικούς χαρακτήρες και να μας υπενθυμίσει τα γεγονότα του πρώτου τίτλου, αλλά σύντομα η εντελώς κατακερματισμένη πλοκή έρχεται ως εμπόδιο στην ευχάριστη παρακολούθησή της. Ακόμα και η ίδια η Gunfire Games φαίνεται να μην έχει ιδιαίτερη αυτοπεποίθηση στο σεναριακό δέσιμο των παράλληλων κόσμων και καταστάσεων που προσπαθεί να χτιστεί στο σύμπαν του Remnant. Είναι κάτι που φαίνεται και από την απουσία οποιουδήποτε codex αλλά και από το εντελώς αναιμικό quest log που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ακόμα και ως παράταιρο.

Με άλλα λόγια, απλά βλέπουμε αφορμές για να συνεχίζουμε σχεδόν αδιάκοπα στη δράση. Επομένως ας αφήσουμε εδώ τα περί χαρακτήρων και σεναρίου και ας αναφέρουμε απλά ότι θέλουμε να σώσουμε τα τελευταία υπολείμματα της ανθρωπότητας που έχουν καταφέρει να επιβιώσουν από την εξωγήινη απειλή.

Όπως και στο πρώτο παιχνίδι έτσι και εδώ η Gunfire Games επέλεξε ένα συνδυασμό randomization και προσχεδιασμένων επιπέδων. Η παράμετρος της τυχαιότητας, ως προς το τι θα βρούμε μπροστά μας, έρχεται από την πρώτη ώρα καθώς ο πρώτος κόσμος που θα επισκεφτείτε εμφανίζεται με τυχαίο τρόπο. Για παράδειγμα ένας παίκτης μπορεί να συναντήσει ως πρώτη περιοχή την –sci fi αισθητικής- N’Erud ενώ κάποιος άλλος θα βρεθεί σε αυτήν προς το τέλος της περιπέτειας.

Το random κομμάτι του παιχνιδιού επεκτείνεται και στο περιεχόμενο των κόσμων, όπως η εμφάνιση δευτερευόντων dungeons. Για να γίνει ποιο κατανοητό το παραπάνω, κάθε ένας από τους πέντε κόσμους περιέχει περίπου 2-3 προαιρετικά dungeons, τα οποία σε ένα δεύτερο playthrough θα έχουν εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο, όπως ξεχωριστούς γρίφους, NPCs και bosses. Ως εκ τούτου, είναι αδύνατο για κάποιον να δει όλο το περιεχόμενο παίζοντας μία και μόνο φορά το παιχνίδι, απαιτώντας τουλάχιστον δύο playthroughs για να δει την πλειοψηφία του περιεχομένου.

Αυτή η ιδιαίτερη προσέγγιση στο θέμα του τυχαίου περιεχομένου (που υπήρχε βέβαια ως ένα βαθμό και στο πρώτο Remnant) θα λέγαμε ότι λειτουργεί αρκετά καλά για τη φύση του παιχνιδιού. Ο γραφών ξεκίνησε έναν χαρακτήρα για solo εξορμήσεις και έναν δεύτερο χαρακτήρα για coop με τον φίλτατο Πλωμαριτέλη. Το ατού της random φύσης του παιχνιδιού φάνηκε καθόλη τη διάρκεια και των δύο playthrough.

Η μίξη της αλληλουχίας επιπέδων με την ταυτόχρονη ύπαρξη διαφορετικών dungeons οδήγησαν σε ένα παράλληλο playthrough που έδειχνε αρκετά φρέσκο, αποφεύγοντας την αίσθηση της επανάληψης. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η διάρκεια ενός playthrough είναι ήδη αρκετά γεμάτη, στις περίπου 15-20 ώρες, με το δουλεμένο replayability σχεδόν να διπλασιάζει τον αριθμό των ωρών.

Βέβαια, αυτή η τυχαία εμφάνιση των κόσμων δεν θα μπορούσε παρά να έχει αντίκτυπο στη συνοχή του σεναρίου, το οποίο όπως αναφέραμε παραπάνω απλά δεν είναι σε θέση να τραβήξει την προσοχή. Αλλά ας συνεχίσουμε στην ουσία του παιχνιδιού. Παρότι και το πρώτο παιχνίδι περιείχε κλάσεις, το Remnant 2 το πάει ένα βήμα παραπέρα, εμπλουτίζοντας αυτό το κομμάτι ώστε κάθε κλάση να έχει ουσιαστικά προτερήματα και μοναδικές ειδικές δυνάμεις.

Αρχικά υπάρχουν τέσσερις κλάσεις ενώ μέσω του crafting και της εκπλήρωσης συγκεκριμένων quests μπορείτε να ξεκλειδώσετε άλλες τέσσερις. Οι περισσότερες κλάσεις έρχονται ως κλασικά RPG αρχέτυπα (αν και σε καμία περίπτωση με το ίδιο βάθος που συναντάει κανείς σε αυτό το είδος) όπως ο Challenger (το τανκ της υπόθεσης) ή ο Medic (ο healer της ομάδας).

Κάθε μία κλάση έχει το δικό της ισχυρό prime perk, ένα passive χαρακτηριστικό δηλαδή, όπως η δυνατότητα του Challenger να κάνει αυτόματο revive στον εαυτό του για μία και μόνο φορά αν πέσει στο πεδίο της μάχης ή η ικανότητα του Medic να κάνει heal αυτόματα σε όλη την ομάδα όποτε κάνει στον εαυτό του. Όπως είναι φυσικό, κάθε κλάση έχει και διάφορα active abilities, που συμβαδίζουν με τη φιλοσοφία του παιξίματός της. Η διαχείριση και ανάπτυξη των κλάσεων συνάδει με την όλη φύση του παιχνιδιού, τουτέστιν, παραμένει σε ιδιαίτερα απλοϊκά επίπεδα, αποφεύγοντας να περιπλέξει στο ελάχιστο το λεγόμενο built των χαρακτήρων.

Δεν το αναφέρουμε σε καμία περίπτωση ως αρνητικό δεδομένου ότι το Remnant 2 παραμένει στον πυρήνα του ένα coop shooter και δεν εποφθαλμιά ποτέ να γίνει ένα σύνθετο RPG. Η Gunfire Games από την αρχή ως το τέλος είναι επικεντρωμένη στην ασταμάτητη δράση, με εμάς να μην έχουμε ποτέ την ανάγκη να σταθούμε ιδιαίτερα για να φτιάξουμε το built του χαρακτήρα μας, πλην κάποιων μικρών παραμετροποιήσεων.

Αυτό είναι κάτι που φαίνεται και στο θέμα των πανοπλιών, οι οποίες είναι πρακτικά ανύπαρκτες και ούτε επιδέχονται upgrades, αλλά και στα ίδια τα όπλα τα οποία ναι μεν έχουν μία σεβαστή ποικιλία αλλά το παιχνίδι ποτέ δεν επιθυμεί να μας “ρίχνει” νέο οπλισμό σε τακτά διαστήματα. Τα πυροβόλα όπλα έρχονται ως αρχέτυπα καραμπινών, τυφεκίων, πιστολιών και πολυβόλων. Δεν υπάρχουν δεκάδες επιλογές αλλά από την άλλη, κάθε ένα από αυτά έχει ουσιαστικές διαφορές στη χρήση, ώστε πραγματικά να έχει σημασία η επιλογή του όπλου που αρμόζει καλύτερα στον τρόπο παιξίματός μας.

Κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού θα ξεκλειδώσουμε και νέα όπλα, ορισμένα εκ των οποίων με ενδιαφέρουσες ιδιορρυθμίες, αλλά αυτά έρχονται με εντελώς φειδωλή συχνότητα. Και πάλι αυτό δεν το αναφέρουμε σαν αρνητικό καθώς το loot αποφεύγεται να γίνει αυτοσκοπός με την ουσία το Remnant 2 να παραμένει από την αρχή έως το τέλος προσηλωμένη στις ίδιες τις μάχες.

Η μάχη μάλιστα είναι ένας τομέας όπου τα πάει περίφημα. Υπάρχει μία χορταστική ποικιλία από απλούς εχθρούς και bosses ώστε συχνά να ερχόμαστε μπροστά από νέες εκπλήξεις. Κάθε κόσμος περιέχει τους δικούς του εχθρούς που πάντα είναι εντελώς διαφορετικά σχεδιασμένοι με ξεχωριστές συμπεριφορές και είδη επιθετικών κινήσεων, αλλάζοντας έτσι σημαντικά το ύφος των συγκρούσεων. Το αλατοπίπερο στις μάχες έρχεται με τη συχνή εμφάνιση των mini-bosses κατά την περιήγηση, κάτι που σημαίνει ότι πρέπει να είμαστε διαρκώς σε εγρήγορση για μία πιθανή απαιτητική σύγκρουση.

Όπως και στο πρώτο Remnant έτσι και εδώ επιστρέφει ένα από τα σημαντικότερα θετικά στοιχεία της δράσης, δηλαδή η ευκολία με την οποία πέφτουν οι απλοί εχθροί από τα πυρά μας. Για τους περισσότερους αντιπάλους αρκούν μερικές σφαίρες για να εξοντωθούν ενώ ακόμα και τα mini-bosses, παρότι σαφώς πολύ ισχυρότερα, δεν απαιτείται να τους αδειάσουμε δέκα γεμιστήρες. Αυτή η εναλλακτική προσέγγιση, από τα συνήθη bullet sponges που συναντάμε σε παρόμοια coop παιχνίδια, οδηγεί σε ένα απολαυστικό gameplay όπου η ισχύς των όπλων μας μεταφέρεται εξαιρετικά, κάτι στο οποίο συνάδει καταλυτικά και η πολύ καλή δουλειά που έχει γίνει στις αντιδράσεις των εχθρών όποτε τους πετυχαίνουμε.

Για άλλη μία φορά η απουσία συστήματος κάλυψης αποτελεί μία συνειδητή επιλογή από την ομάδα ανάπτυξης, απαιτώντας κατάλληλα dodges και ασταμάτητη κινητικότητα προκειμένου να έχουμε πιθανότητες επιβίωσης. Η ένταση διατηρείται σε υψηλά επίπεδα και παρότι τα open world τμήματα δεν αργούν να γίνουν ελαφρώς κουραστικά, το αντίθετο ισχύει για τον χορταστικό αριθμό από dungeons. Η δομή των dungeons βρίσκεται πάντα σε πολύ καλά επίπεδα, μεταφέροντάς μας σε καλοφτιαγμένα πεδία μάχης, με ποικιλομορφία στη δομή τους.

Ορισμένες φορές εισάγονται στα dungeons και κάποιοι γρίφοι, που απαιτούν συνήθως την κατανόηση συμβόλων και λιγοστό διάβασμα, προφέροντας ένα ευχάριστο διάλειμμα, δίχως ποτέ να ζητάνε κάτι πραγματικά απαιτητικό για την επίλυσή τους. Γενικότερα τα dungeons επικεντρώνονται σαφώς στη δράση αλλά καταφέρνουν επιπλέον να φέρνουν συχνά διάφορες εκπλήξεις που εμπλουτίζουν καλοδεχούμενα τις συγκρούσεις, όπως η μάχη πάνω σε ένα τρένο ή ορισμένες αρένες με κύματα εχθρών που εισάγουν ενδιαφέρουσες παραμέτρους.

Οι κορυφώσεις βέβαια έρχονται στα πολυάριθμα boss fights, που εμφανίζονται συνήθως στο κλείσιμο ενός dungeon ή ως μία μεγάλη σύγκρουση στο φινάλε του εκάστοτε κόσμου. Η δουλειά της Gunfire Games σε αυτόν τον τομέα είναι υποδειγματική, αποδίδοντας bosses που διαφοροποιούνται δραματικά στους μηχανισμούς και την κινησιολογία τους, φέρνοντάς μας απέναντι από νέες εκπλήξεις με διαφορετικές απαιτήσεις.

Στην πλειοψηφία τους αυτές οι μάχες είναι σχεδιασμένες για να μας φέρνουν στα άκρα, αλλά με αρκετά δίκαιο τρόπο. Συχνά αυτές οι συγκρούσεις γίνονται ολίγον τι αγώνας αντοχής, αλλά πάντοτε, ανεξάρτητα από τον εκνευρισμό που ενδέχεται να δημιουργηθεί από συνεχείς ήττες, το αίσθημα της ικανοποίησης δηλώνει έντονα το παρόν έπειτα από τη δύσκολη επικράτηση έναντι οποιουδήποτε boss.

Κάπου εδώ βέβαια θα πρέπει να αναφέρουμε ότι παρόλο που διασκεδάσαμε στις solo εξορμήσεις μας η αλήθεια είναι ότι το Remnant 2 είναι σχεδιασμένο κυρίως για coop. Αυτό είναι κάτι που φαίνεται ιδίως στα boss fights αλλά ακόμα και σε κάποιες μάχες ενάντια σε mini bosses όπου γίνεται σαφές ότι δύο ή και τρεις παίκτες θα μοίραζαν καλύτερα τους πολυάριθμους στόχους αλλά και θα τραβούσαν το aggro ώστε να πάρουμε μερικές ανάσες για να κάνουμε το απαραίτητο heal και reload του όπλου.

Ως προς το coop η εμπειρία που είχαμε ήταν απροβλημάτιστη και ομαλότατη, ενώ επίσης είναι πολύ απλή και άμεση διαδικασία η σύνδεση με τυχαίους παίκτες. Επομένως, ακόμα και αν δεν έχει κάποιος φίλος σας το παιχνίδι και πάλι είναι πολύ πιθανό για μεγάλα τμήματα να έχετε τη βοήθεια κάποιου αγνώστου που θα συνδεθεί στον κόσμο σας. Από τη δική μας εμπειρία όσες φορές βρεθήκαμε με αγνώστους είχαμε, δίχως εξαιρέσεις, ευχάριστες και άκρως βοηθητικές συνεργασίες.

Σε οπτικό επίπεδο το Remnant 2 προσφέρει ένα συμπαθητικό αποτέλεσμα, σαφώς ανώτερο από το πρώτο, παρότι δεν είναι σε καμία περίπτωση στην αιχμή της τεχνολογίας. Οι εντελώς διαφορετικοί κόσμοι απεικονίζουν μία ποικιλομορφία από διακριτά περιβάλλοντα, άλλοτε θυμίζοντας fantasy κόσμους, άλλοτε sci-fi σκηνικά και άλλοτε κάπως σουρεάλ καταστάσεις.

Παρόλα αυτά θα πρέπει να αναφέρουμε το στραβοπάτημα ενός κόσμου που αντιγράφει τόσο εξόφθαλμα την Yharnam του Bloodborne σε σημείο που να φαίνεται ότι η ομάδα ανάπτυξης απλά βρήκε την εύκολη λύση για τον σχεδιασμό αυτού του περιβάλλοντος. Σε γενικές γραμμές πάντως η δουλειά στον σχεδιασμό είναι ικανοποιητική και η ποικιλία που προσφέρει στηρίζει επαρκώς το έντονο replayability στο οποίο στοχεύει η Gunfire Games.

Συνολικά το Remnant 2 ακολουθεί κατά γράμμα τα προτερήματα του πρώτου παιχνιδιού, βελτιώνοντας διάφορους τομείς, χωρίς παράλληλα να έχει διάθεση ή και ανάγκη, θα λέγαμε, να πάρει ιδιαίτερα ρίσκα. Για ακόμα μία φορά η Gunfire Games έρχεται να μας προτείνει ένα coop παιχνίδι με απολαυστικό gunplay και ουσιαστικό περιεχόμενο για να προσφέρει αμείωτη διασκέδαση μέσω υψηλής αλλά απόλυτα καλοδεχούμενης πρόκλησης. Όσοι ψάχνετε ένα third person action παιχνίδι που δεν υπόσχεται τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από καθαρόαιμη, σχεδόν arcade φιλοσοφίας, δράση και ιδίως όσοι θεωρούσατε ως μία ευχάριστη έκπληξη το Remnant: From the Ashes, μπορείτε να πλησιάσετε άφοβα.

Το Remnant 2 κυκλοφορεί από τις 25/07/2023 για PlayStation 5, PC και Xbox Series X/S. Το review βασίστηκε στην έκδοση του PC.

The post Remnant 2 | Review appeared first on GameOver.

Keywords
Τυχαία Θέματα