Mario and Luigi: Superstar Saga + Bowser's Minions

Σώζοντας την Peach. Ξανά...

Εν αρχή ήταν το Super Mario RPG: Legend of the Seven Stars, το παιχνίδι που προέκυψε από τη συνεργασία της Nintendo με τη Square (νυν Square

Enix) και που κυκλοφόρησε το μακρινό 1996 για το SNES. Αυτό το πρώτο «πάντρεμα» είχε ως αποτέλεσμα την διεύρυνση της αναγνώρισης των RPG τίτλων της δεύτερης και την καθιέρωση ενός νέου είδους παιχνιδιών για το franchise με πρωταγωνιστή τον Mario. Η λήξη της συνεργασίας των δυο εταιρειών, ωστόσο, «έκοψε» τα φτερά της Nintendo για τη δημιουργία ενός sequel του παιχνιδιού, αλλά όχι και την όρεξη για έναν RPG τίτλο. Ωστόσο, έπρεπε να περάσουν περίπου 7 χρόνια για να έχουμε ένα νέο Mario RPG τίτλο.

To Mario & Luigi: Superstar Saga έγινε ένα από τα πιο αγαπημένα παιχνίδια του GameBoy Advance. Το δημιούργημα της AlphaDream αποτέλεσε το έναυσμα για μια πιο στενή συνεργασία με τη Nintendo και τη δημιουργία νέων RPG τίτλων. Και τώρα, 14 χρόνια μετά την αρχική κυκλοφορία του τίτλου, έρχεται η επάνοδός του για το Nintendo 3DS, με το παιχνίδι να κυκλοφορεί αυτούσιο, παρέα με ένα mode στο οποίο πρωταγωνιστούν τα τσιράκια του μεγάλου, κακού Bowser. H υπόθεση του παιχνιδιού εξακολουθεί να παραμένει ίδια με αυτήν του αρχικού παιχνιδιού. Η πριγκίπισσα Peach πέφτει θύμα της συνομωσίας που έστησε η μάγισσα Cackletta, σε συνεργασία με τον πιστό της ακόλουθο, τον Fawful. Κλέβουν τη φωνή της πριγκίπισσας, ενώ ο Mario με τον Luigi αναλαμβάνουν να τη φέρουν πίσω και να νικήσουν μια για πάντα την κακιά μάγισσα, καθώς ταξιδεύουν στις διάφορες περιοχές που απαρτίζουν το Βασίλειο των Φασολιών (Bean Kingdom), γνωρίζοντας τους κατοίκους του και αντιμετωπίζοντας διάφορους αντιπάλους.

Ο Bowser προσφέρεται να τους βοηθήσει, αν και σύντομα οι δρόμοι τους θα χωριστούν – κάτι που δίνει και το έναυσμα για τη δημιουργία του νέου mode που συνοδεύει το παιχνίδι και το οποίο λειτουργεί ως κίνητρο για να αποκτήσουν ξανά το ίδιο, ουσιαστικά, παιχνίδι που έπαιξαν οι παλιότεροι gamers τόσο στην αρχική του έκδοση το 2003, όσο και στην έκδοση που διατέθηκε μέσω της Wii U Virtual Console. Από εκεί και πέρα, τα δύο αδέλφια ακολουθούν το δικό τους μονοπάτι, το οποίο διαγράφεται δύσκολο και με πολλά εμπόδια. Πολλές φορές θα έρθουν αντιμέτωποι με εχθρικά πλάσματα και η μάχη θα γίνει αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της περιπέτειας. Όμως, οι μηχανισμοί μάχης δεν είναι διόλου απαιτητικοί. Απεναντίας, είναι ξεκάθαροι και απλοί, ενώ κάποιες ιδιαίτερες κινήσεις που προστίθενται στο ρεπερτόριο των αδελφών απαιτούν απλά το σωστό timing για την εκτέλεσή τους. Επίσης, η ύπαρξη του εγχειριδίου οδηγιών, που εξηγεί με ακρίβεια τη σωστή εκτέλεση των κινήσεων, θα αποδειχθεί σωτήρια για όλους όσους δεν είχαν προηγούμενη εμπειρία με το εν λόγω είδος.

Χωρίς αμφιβολία, πρόκειται για ένα εξαιρετικό και διασκεδαστικό RPG παιχνίδι, με ικανοποιητική διάρκεια και διάσπαρτη από χιούμορ γραφή που μας κάνει συχνά να χαμογελάμε. Η περιπέτεια φαντάζει πιο ελκυστική από ποτέ, καθώς τα πάντα μέσα στο παιχνίδι έχουν υποστεί ένα ριζικό lifting. Ο κόσμος του Βασιλείου των Φασολιών είναι πιο φωτεινός και ζεστός, ενώ τα παραδοσιακά sprites έχουν δώσει τη θέση τους σε τρισδιάστατα μοντέλα χαρακτήρων, φέρνοντας το παιχνίδι πιο κοντά στα απεικονιστικά πρότυπα των Mario RPGs που έγιναν διαθέσιμα για την τρέχουσα φορητή κονσόλα της Nintendo.

Επιπλέον, αξιοποιείται ουσιαστικά και η οθόνη αφής της κονσόλας, κάτι που ήταν αδύνατον να ισχύσει για το GameBoy Advance. Μέσω της οθόνης αφής, οι παίκτες μπορούν να έχουν πρόσβαση στο mini map του παιχνιδιού ή να εναλλάσσουν στα γρήγορα τις κινήσεις που μπορούν να εκτελέσουν οι δυο πρωταγωνιστές, αντί να πατήσουν τα ανάλογα πλήκτρα. Επιπλέον, η δυνατότητα αποθήκευσης σε οποιοδήποτε σημείο της περιπέτειας είναι μια καλοδεχούμενη προσθήκη, η οποία φυσικά δεν υπήρχε στο αρχικό παιχνίδι. Ωστόσο, παρά τις όποιες ευχάριστες αλλαγές προσφέρει το παιχνίδι, μια απουσία παίζει πολύ σημαντικό ρόλο.

Πρόκειται, φυσικά, για το 3D εφέ, το οποίο είναι χαρακτηριστικό και των δυο τίτλων Mario RPG που δημιούργησε για το Nintendo 3DS η AlphaDream και το οποίο απουσιάζει χωρίς κάποιο λόγο και αιτία. Δεν γνωρίζουμε αν η επιλογή αυτή έγινε σκόπιμα, ίσως για να έχουμε μια gameplay εμπειρία πιο κοντά στο αρχικό παιχνίδι. Ωστόσο, υπάρχουν πολλά σημεία στην ιστορία που θα θέλαμε να τα δούμε υπό το κατάλληλο βάθος που προσφέρει το συγκεκριμένο εφέ και που δεν έχουμε αυτήν την ευκαιρία, ειδικά από τη στιγμή που η συγκεκριμένη τεχνολογία έχει δοκιμαστεί από το στούντιο ανάπτυξης στο παρελθόν και δεν έχει παρουσιάσει κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα.

Το αμέσως επόμενο ζήτημα που θα απασχολήσει μερικούς είναι η ίδια η περιπέτεια. Γίνεται σαφές από τα πρώτα λεπτά πως το παιχνίδι είναι, ουσιαστικά, το ίδιο. Από τις ατάκες και τους διαλόγους που εμφανίζονται στην οθόνη (τους οποίους και μπορούμε να προσπεράσουμε πατώντας το πλήκτρο “R”), από το σχεδιασμό ορισμένων bosses, ακόμα και από τους μορφασμούς και τις αντιδράσεις που κάνουν οι βασικοί χαρακτήρες, έχουμε την αίσθηση ότι παίρνουμε το ίδιο περιεχόμενο, με διαφορετικό περιτύλιγμα. Πιο καλογυαλισμένο, ίσως, πιο φανταχτερό – αλλά δεν παύει να είναι το ίδιο. Γενικά παρατηρούμε πως η Nintendo τείνει να προσφέρει προϊόντα που έχουν κυκλοφορήσει ξανά στο παρελθόν ως remakes, μόνο που το παιχνίδι δεν έχει να προσφέρει κάτι ουσιαστικά νέο, πέρα από έναν αναβαθμισμένο οπτικό τομέα – ίσως και κάποιες μικρές αλλαγές.

Οι περισσότερες αφορούν αποκλειστικά σε σχεδιαστικές και ηχητικές διαφοροποιήσεις ήσσονος σημασίας σε σχέση με τον προκάτοχο, με πολύ λίγες να αφορούν στη γενικότερη ισορροπία και τις βελτιώσεις του gameplay. Για παράδειγμα, κάποιοι αντίπαλοι έχουν διαφοροποιήσεις στα stats τους, κάτι που βέβαια παρατηρείται και στους ίδιους τους πρωταγωνιστές και οι οποίες τείνουν γενικά να είναι καλοδεχούμενες. Η προσθήκη των Heal Blocks (τα οποία και απουσίαζαν από την localized έκδοση του GameBoy Advance) γίνεται δεκτή με μεγάλη ανακούφιση, καθώς μπορούμε να έχουμε έναν καλύτερο έλεγχο επάνω στο inventory, ειδικά μετά από μια σκληρή μάχη με κάποιο boss. Τέλος, μπορούμε να κερδίσουμε καλύτερο εξοπλισμό αμέσως μετά από μια μάχη, χωρίς να χρειάζεται να δαπανήσουμε πολλά χρήματα στο μαγαζί του καθηγητή E. Gadd. Όμως, στην τελική, η αίσθηση που αποκομίζουμε είναι ακριβώς η ίδια, παίζοντας το αρχικό παιχνίδι.

Ο πυρήνας είναι αναλλοίωτος και οι εκπλήξεις που μπορούμε να έχουμε παίζοντάς το είναι μηδαμινές. Θα μπορούσαμε άνετα να ισχυριστούμε πως το παιχνίδι απευθύνεται καθαρά σε νεότερους παίκτες, οι οποίοι ενδεχομένως δεν έχουν, πλέον, πρόσβαση στο προηγούμενο παιχνίδι. Όμως, και πάλι, δεν μπορούμε. Το ίδιο το παιχνίδι μπορεί να γίνει προσβάσιμο και από αλλού (βλέπε VC), με τους πιο σκεπτικούς παίκτες να ισχυρίζονται πως μπορεί να είναι εξίσου απολαυστικό, ίσως και μερικούς τόνους πιο απαιτητικό, στην αρχική του έκδοση, χωρίς να χρειαστεί να δαπανηθεί κάποιο μεγάλο ποσό για την απόκτησή του.

Και κάπου εδώ φτάνουμε και στο έτερο σκέλους του συνολικού πακέτου: το Bower’s Minions. Πρόκειται για ένα mode το οποίο ξεκλειδώνεται μετά από μόλις λίγες ώρες παιχνιδιού και μας δίνει μια νέα οπτική της ίδιας περιπέτειας μέσα από τα μάτια των πιστών ακολούθων του Bowser. Όταν η Αυτού Κακιότης χωρίζεται από τους αδερφούς Mario και από τα Minions, ένα γενναίο Goomba Troopa γίνεται ηγέτης μιας ομάδας από διάφορους ακολούθους που συναντά στο δρόμο του. Καθώς η ιστορία προχωράει, η ομάδα των minions έρχεται αντιμέτωπη με επιθετικά πλάσματα, τα οποία και καλείται να εξουδετερώσει. Κάποια από αυτά, μάλιστα, αποφασίζουν να έρθουν με το μέρος μας, επεκτείνοντας έτσι το διαθέσιμο roster των πλασμάτων που μπορούμε να ρίξουμε στη μάχη. Οι μάχες σε αυτό το mode γίνονται εντελώς αυτόματα, με τα minions να ρίχνονται στη μάχη με όλες τους τις δυνάμεις, σε μια προσπάθεια να υπερνικήσουν τον αντίπαλο στρατό και τον κυβερνήτη του – και, δυστυχώς, με λίγες εξαιρέσεις, ο παίκτης δεν έχει ουσιαστικό έλεγχο στην έκβαση της μάχης.

Το μόνο που μπορεί να κάνει, είναι να πατήσει κάποιο πλήκτρο την κατάλληλη στιγμή, όταν ένα minion ετοιμάζεται να καταφέρει ένα σημαντικό χτύπημα σε κάποιο αντίπαλο τερατάκι, μεγαλώνοντας έτσι τη ζημιά, να πατήσει επανειλημμένα κάποιο πλήκτρο κατά την εκτέλεση ειδικών κινήσεων, ακόμα και να στοχεύσει προς τον κατάλληλο στόχο, όταν το απαιτούν οι περιστάσεις. Με τη λήξη της κάθε μάχης, τα minions που συμμετείχαν κερδίζουν βαθμό εμπειρίας, βοηθώντας τα να ανεβούν επίπεδο και να γίνουν πιο δυνατά, ενώ ο αρχηγός Goomba μπορεί να αποκτήσει ειδικές επιθέσεις όσο εξελίσσεται η περιπέτεια, τις οποίες και μπορεί να χρησιμοποιήσει στη μάχη με αντάλλαγμα CP (Captain Points).

Κάθε επίπεδο έχει τους δικούς του αντιπάλους και τις δικές του απαιτήσεις. Επιπλέον, κάθε αντίπαλος ανήκει και σε μια συγκεκριμένη κατηγορία. Υπάρχουν τρεις κατηγορίες πλασμάτων, με τις κατηγορίες να έχουν ισχυρά σημεία αλλά και αδυναμίες μεταξύ τους και με το όλο σύστημα να θυμίζει το παιχνίδι πέτρα-ψαλίδι-χαρτί. Για παράδειγμα, τα μέλη της Flying κατηγορίας είναι ισχυρότερα επάνω στα μέλη της Melee κατηγορίας, αλλά είναι αδύναμα στα μέλη της Ranged κατηγορίας. Έτσι, κρίνοντας από τους αντιπάλους κάθε επιπέδου, ο παίκτης μπορεί να κρίνει ποια είναι η καταλληλότερη ομάδα για το κάθε επίπεδο, να την οργανώσει κατάλληλα και, αν χρειαστεί, να παίξει και προηγούμενα επίπεδα, ούτως ώστε να κερδίσει τους κατάλληλους πόντους εμπειρίας και να τα δυναμώσει. Ακόμα και με αυτό το mode, όμως, το παιχνίδι δεν κερδίζει πολλά.

Το Bowser’s Minions είναι ευπρόσδεκτο από αφηγηματικής άποψης, καθώς προσθέτει μια νέα οπτική στην εξέλιξη της πλοκής. Όμως, από μεριάς gameplay, δεν προσφέρει και αυτό κάτι ουσιαστικό. Το μόνο που επιτρέπει στον παίκτη είναι να έχει έναν στοιχειώδη έλεγχο στην επιλογή της κατάλληλης ομάδας. Από εκεί και πέρα, ο παίκτης χαλαρώνει και απολαμβάνει την αυτόματη εξέλιξη της μάχης και, καθώς το mode αυτό δεν έχει ιδιαίτερα μεγάλη διάρκεια (πάντα, βέβαια, σε σχέση με το Superstar Saga), δεν θα κρατήσει το ενδιαφέρον των παικτών σε υψηλά επίπεδα για πολύ.

Εν τέλει, το Mario and Luigi: Superstar Saga + Bowser’s Minions μπορεί να συγκριθεί με ένα αγαπημένο φαγητό. Ένα φαγητό που μπορούμε να το φάμε και την επόμενη μέρα, αν και η γεύση του δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτήν του φρεσκομαγειρεμένου, όσο καλά και αν το ζεστάνουμε. Όπως τα περισσότερα παιχνίδια της σειράς Mario, έχει πολλά θετικά στοιχεία που το κάνουν ιδανική επιλογή για μια μερίδα νέων παικτών. Όσοι το έπαιξαν ήδη στο GBA, ας το ξαναπαίξουν στην ίδια πλατφόρμα – ή, καλύτερα, ας παίξουν κάποιο από τα μεταγενέστερα Mario & Luigi RPGs που έγιναν διαθέσιμα για το DS και το 3DS – γιατί, όσο ποιοτικός και αν είναι ένας τίτλος και όσο καλά και αν τα πήγε στην εποχή του, όταν δεν έχει ουσιαστικές (ή, τουλάχιστον, ενδιαφέρουσες) προσθήκες, δεν παύει να είναι το ίδιο πιάτο, απλά σερβιρισμένο σε διαφορετικό σκεύος.

3ds
Keywords
Τυχαία Θέματα