Το κουτί του Αχμέτ

Ο Αχμέτ, κουβαλούσε τα κιβώτια αγόγγυστα, το ένα μετά το άλλο, χωρίς να του κόβεται η ανάσα ή τα γόνατα. Δεν λύγιζε, δεν καμπούριαζε, μόνο κοίταγε μπροστά και κουβάλαγε. Μια καλοκουρδισμένη, αυτόματη μηχανή.

Αυτό έκανε όλη του τη ζωή ο Αχμέτ. Υπάκουγε σε ότι του λέγανε, άνθρωποι ήταν αυτοί ή ο Θεός, γιατί πίστευε ο Αχμέτ πολύ, και στην μοίρα και στο Θεό. Πάντα βάδιζε το μονοπάτι που αυτοί του χάραξαν χωρίς να διαμαρτυρηθεί ποτέ. Ώσπου μετά τη γέννηση

του παιδιού του οι γιατροί διέγνωσαν μια σπάνια ασθένεια, έπρεπε να πάει στην Ευρώπη το παιδί να εγχειριστεί. Είχε δύο χρόνια καιρό μπροστά του μέχρι να επέλθει το μοιραίο. Ένα βουβό βλέμμα στον ουρανό και ένα καυτό δάκρυ στη γη έριξε ο Αχμέτ.

Να βρεί τα λεφτά, αυτό έπρεπε, αυτό ζητούσαν όλοι και αυτό έκανε. Τους άφησε πίσω του και στοιβάχτηκε μαζί με πολλούς άλλους σε ένα σαπιοκάραβο για την Ευρώπη. Στην

Keywords
Τυχαία Θέματα