Μια φέτα ψωμί στα δύο…

09:52 18/8/2012 - Πηγή: Taxalia

Του Φαήλου Μ. Κρανιδιώτη

Ο Μπίλλυ ήταν ένας χαρωπός κούταβος. Χρώμα ανοιχτό καφέ, πεσμένα αυτιά και ουρά μονίμως σε κίνηση μόλις του μίλαγες. Σαν υαλοκαθαριστήρας. Τα μάτια του όμως ήταν όλα τα λεφτά. Έβλεπες ότι ήταν τζιμάνι. Καραβόσκυλο, μασκώτ του πληρώματος ενός γερμανικού εμπορικού ξηρού φορτίου, που ήρθε για να ξεφορτώσει και να ξαναφορτώσει στο λιμάνι του Πειραιά, το καλοκαίρι του ‘72. Ανεβοκατέβαινε τη σκάλα και...
χαζολόγαγε στο μουράγιο αλλά γεύμα δεν έχανε ποτέ. Μόλις του σφύραγαν οι ναύτες, εγκατέλειπε τα κολλητηλίκια με τους πειραιώτες αλανιάρηδες συναδέλφους κι ανέβαινε τρέχοντας τη σκάλα για να φάει κι αυτός με το πλήρωμα. Κάθε φορά που πέρναγε ο πατέρας μου και τον πετύχαινε στην αποβάθρα του ‘ριχνε κι ένα χάδι κι αυτός ανταπέδιδε με σκυλίσιες μαλαγανιές, ίδιες από το Αμβούργο ως τον Άγιο Διονύση.

Την μέρα που τέλειωσε η φόρτωση και το πλοίο έπρεπε να φύγει, το κουτάβι, ακολουθώντας ενδιαφέρουσες μυρωδιές ή τίποτα πειραιώτες κόπρους, είχε χαθεί μέσα στα ντοκ και στις αχανείς αποθήκες του λιμανιού. Βγήκε όλο το πλήρωμα για ώρες και τον έψαχνε αλλά άφαντο το κουτάβι. Σκασμένοι οι ναύτες, ρωτούσαν τους λιμενεργάτες αλλά η παντομίμα, τα εσπεράντο κι η γερμανικής επιμέλειας κυκλωτική έρευνα δεν έφεραν αποτέλεσμα. Μεγάλο το λιμάνι κι ο Μπίλλυ, με τα αδέξια κουταβίσια βήματα του είχε χάσει το δρόμο. Το πλοίο σήκωσε άγκυρα κι έφυγε. Τι να έκανε ο καπετάνιος; Να έλεγε στον πλοιοκτήτη ότι θα πλήρωνε σταλίες, μέχρι να βρουν το σκύλο;

Τον βρήκε ο πατέρας μου μετά από λίγες μέρες, κοντά σε μια γεφυροπλάστιγγα του ΟΛΠ, πεινασμένο και διψασμένο, να κλαίει αναζητώντας την «αγέλη» του, που ήδη θα είχε περάσει το Γιβραλτάρ. Τα σκυλιά θυμούνται τις μυρωδιές και το χάδι κι αμέσως ο απολωλός τετράποδος μούτσος βρήκε παρηγοριά στην αγκαλιά του πατέρα μου. Τον έβαλε στο καλάθι της Μαρμάρως, της κατοχικής ΒΜW που ήταν το οικογενειακό μας μεταφορικό μέσο, και τον έφερε το απόγευμα στον Κορυδαλλό.

Η μάνα μου γκρίνιαξε στην αρχή αλλά γρήγορα, όσο μεγάλωνε το κουτάβι, φάνηκε ότι ένας σκύλος που δεν ήταν σαν τους άλλους. Εννοείται πως γίναμε κολλητοί κι όταν δεν μας έβλεπαν, ήμασταν μονίμως αγκαλιά. Τότε υπήρχε υστερία με τον εχινόκοκκο και μας λέγανε τρομακτικές ιστορίες. Μιλάμε για το 1972. Ποια εμβόλια και ποιος κτηνίατρος;

Μια μέρα μας «συνέλαβε» η μάνα μου επ’ αυτοφώρω στην αυλή. Κρατούσα μια τεράστια φέτα από ψωμί με βούτυρο και μαρμελάδα κυδώνι. Από τη μια μεριά έτρωγα εγώ κι από την άλλη ο κολλητός μου κουνώντας την ουρά του. Η μάνα μου δεν ήξερε ότι το έκανα συχνά, ότι λάθρα μοιραζόμασταν το «δεκατιανό» ή το απογευματινό κολατσιό, κι όταν οι μύτες μας συναντιόντουσαν στην τελευταία μπουκιά μας, μου τράβαγε μια γλυψιά όλο ευγνωμοσύνη.

Πριν καλά – καλά χρονίσει είχε γίνει ένας ρωμαλέος σκύλαρος. Τα «φέρε πίσω το ξυλάκι», «κάτσε», «ξάπλωσε» και «δώσε το χέρι σου» τα ‘χε για ψωμοτύρι. Είχαμε περάσει σε άλλες σφαίρες. Τέντωνα τον δείκτη και με σηκωμένο τον αντίχειρα, σαν πιστόλι, του
Keywords
Τυχαία Θέματα