The Fall + The Rattler Proxy @ Gagarin 205

10:34 3/2/2014 - Πηγή: Mixtape

Αυτό που φάγαμε εκείνο το βράδυ ήταν μια μεγάλη περιποιημένη Fall-αααα [προφέρεται με τον τρόπο που έχει ο Mark E. Smith να τραβάει τα φωνήεντα στο τέλος της κάθε πρότασης].

Έχετε ακούσει για το πώς οι κριτικοί έχουν πολλές φορές έτοιμο το review κάποιου δίσκου ή συναυλίας στο μυαλό τους πριν καν ακούσουν ή δουν αυτό που έχουν κληθεί να κριτικάρουν – ή αποτιμήσουν όπως είναι καλύτερα να το πούμε; Σας διαβεβαιώνω από τη μέχρι τώρα εμπειρία μου ότι ισχύει στις περισσότερες των περιπτώσεων. Για τη δική μου τουλάχιστον περίπτωση ισχύει: έχεις ακούσει το έργο του καλλιτέχνη που πρόκειται να δεις, έχεις διαβάσει διάφορα πράγματα αλλού και έχεις μια γενική εντύπωση εκείνου που τελικά παρουσιάζει επί σκηνής, περιμένεις απλά να βάλεις τις επιπλέον πινελιές που θα σου δώσει ο ίδιος ο καλλιτέχνης μέσα από τη βιωματική αλληλεπίδραση που είναι μια συναυλία. Εκεί είναι που εν τέλει κρίνεται και το κείμενο που πρόκειται να δώσεις: όσα ξέρεις κι όσα έχεις αφομοιώσει από ένα έργο, αναπαριστώνται επαρκώς όταν έρθει η κρίσιμη ώρα του λάιβ, της αποθέωσης δηλαδή του πάρε δώσε που διενεργείται ανάμεσα στο δημιουργό και το ακροατήριό του; Όπως λέει και ο λαός, «εδώ σε θέλω μάστορα»!

Ήξερα λοιπόν εκ των προτέρων ότι η πρώτη πρόταση αυτού του κειμένου θα ήταν «μην περιμένετε ευχολόγια από εμένα για τον Mark E. Smith”. O λόγος είναι επειδή παρατηρώ κάθε φορά που βγάζουν νέο άλμπουμ οι Fall ή κάθε φορά που ανακοινώνεται ένα live τους στη χώρα μας έναν παροξυσμό ενθουσιασμού, ένα ασυγκράτητο κύμα ευφορίας που νομίζω ότι δε συνάδει μ’ αυτό που είναι σήμερα ο αρχηγός και η πιο-ευμετάβλητη-γίνεται-screensaver παρέα του. Μην κάνετε λάθος όμως: τον έχω αγαπήσει πάρα πολύ στο παρελθόν τον μπαγάσα. Πρωτάκουσα το γκρουπ στις αρχές των ‘80ς κι εθίστηκα στην Τέχνη του από τη στιγμή που άκουσα το Frightened να ανοίγει το ευαγγέλιό μου Live At The Witch Trials. Έκτοτε δεν τον έχω αφήσει από τα μάτια μου. Δεν ήμουν σε ηλικία κατάλληλη να τον δω στην πρώτη εμφάνισή του στη χώρα μας, στο Σπόρτινγκ το 1982, είχα γράψει σε κασέτα πάντως το live εκείνο όπως είχε μεταδοθεί στο ραδιόφωνο από την εκπομπή του Νίκου Πολίτη θυμάμαι και το είχα αφομοιώσει νότα νότα. Ήταν την περίοδο που στις τάξεις του γκρουπ υπήρχαν δύο ντράμερ, κι αυτό τους έκανε απίστευτα δυναμικούς και συναρπαστικούς. Κάθε νέο τους άλμπουμ έμπαινε με τιμές στο σπίτι μου και γινόταν αντικείμενο εξονυχιστικής εξερεύνησης, μια διαδικασία που με έχει αφήσει σήμερα με μια πενηνταριά περίπου δίσκους τους, που τους κοιτάζω καμιά φορά κι αναρωτιέμαι αν τους χρειάζομαι πραγματικά όλους αυτούς ή θα μπορούσα να κάνω μια χαρά και με τους μισούς απ’ αυτούς, μη σου πω με ακόμη λιγότερους.

Καλώς ή κακώς όμως, ξέρω να αντιλαμβάνομαι πότε ένα αστείο έχει αρχίσει να γίνεται κακόγουστο. Και με τον ίδιο τρόπο που δεν μπορώ παρά να γελάσω κάτω απ’ τα χείλια μου όταν κάποιος μου λέει «άκουσες το νέο άλμπουμ των Rolling Stones / Bob Dylan/ Neil Young / κτλ; Είναι φοβερό, μια αληθινή επιστροφή στα παλιά καλά του!», το ίδιο ακριβώς αισθάνομαι όταν μου λένε για τις καινούργιες δουλειές των Fall. Δεν αμφισβητώ ότι οι δίσκοι που εξακολουθούν να βγάζουν οι Fall είναι ακόμη καλοί, αλλά σοβαρά τώρα, διανύσαμε όλον αυτό το δρόμο για να καθόμαστε να θυμιατίζουμε τους παλιούς, σχεδόν αρχαίους ακόμη και για εμάς ήρωες; Κανείς δεν πρόκειται να τους αποκαθηλώσει από το status που δικαιωματικά έχουν αποκτήσει, αλλά η γνώμη μου είναι ότι πρέπει να κοιτάζουμε μπροστά και σε αυτούς που έχουν κάτι νέο να μας πουν (εμπνευσμένο ή μη, αυτό είναι μία άλλη κουβέντα) και να αφήσουμε εκείνους που τα είπαν πολύ ωραία και γλαφυρά στην εποχή τους να ξεκουραστούν και να απολαύσουν τις δάφνες και τις τιμές τους όπως τους αξίζει.

Δεν θα πήγαινα λοιπόν να δω ούτε αυτή τη φορά τους Fall, όπως δεν πήγα να τους δω και τις δύο προηγούμενες φορές που έπαιξαν στην Αθήνα. Την μία στο παλιό Fuzz είχε αφήσει το κοινό σύξυλο ο Smith και είχε φύγει στη μισή ώρα επειδή είχε στραβώσει με κάτι (δε θυμάμαι με τι, δεν έχει και σημασία), την αμέσως προηγούμενη όμως – και πάλι στο Gagarin – ήταν πολύ καλός και άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις. Αυτός ήταν ο ένας λόγος που με έκανε να θέλω να τον παρακολουθήσω ξανά, ο βασικός όμως ήταν ότι θα έπαιζαν ξανά με δύο ντράμερ, όπως παλιά στις αρχές της δεκαετίας του ’80! Αυτό όντως δεν θα ήθελα να το χάσω με τίποτα! Γιατί, ποιος ξέρει, μπορεί να μας λυπόταν ο Θεός – ο Mark ο ίδιος δηλαδή για κάποιους … – και να έπαιζαν και κανένα Lie Dream Of The Casino Soul, που λέει ο λόγος…

Αλλά δεν είμαι άπληστος, ας έδιναν ένα καλό live κι εγώ πάλι ευχαριστημένος θα ήμουν. Οι προδιαγραφές, όπως πολύ γρήγορα φάνηκε, υπήρχαν και με το παραπάνω: η μπάντα του ήταν φοβερή, οι δύο ντράμερ σωστά μηχανάκια, οι λοιποί (κιθάρα, μπάσο, πλήκτρα) εξαιρετικοί και το κοινό από κάτω να λατρεύει την κάθε στιγμή. Ο Μεγάλος βγήκε και δεν χρειαζόταν να κάνει πολλά για να κερδίσει το λαό του: και να γάβγιζε στο μικρόφωνο – που εκείνο που έκανε τελικά δεν θα έλεγε κανείς ότι απείχε και πάρα πολύ απ’ αυτό… – πάλι θα μας αρκούσε. Εγώ έχω την εντύπωση ότι ο Mark πάσχιζε εξ αρχής να σταθεί στο ύψος του, ή πιο σωστά στα πόδια του. Πρέπει να ήταν ψιλοκομμάτια, να είχε τιμήσει υπέρ του δέοντος τη σακούλα με τις μπύρες που έφερε η μπάντα μπαίνοντας στο μαγαζί. Ακόμη κι αν κάτι τέτοιο βρίσκεται μόνο στη σφαίρα της φαντασίας μου, το πραγματικό γεγονός είναι ότι έδειχνε να βαριέται εξ αρχής. Είπε κάποια κομμάτια με το γνωστό βαριεστημένο του ύφος – τίποτα καινούργιο εκεί – το Strychnine των Sonics ήταν ένα απ’ αυτά, μετά πήγε και κάθισε στο βάθος της σκηνής σε μία καρέκλα κι συμβουλεύτηκε τις σημειώσεις του να μπορέσει να συνεχίσει σωστά, και μόλις συμπλήρωσε ένα μισάωρο στη σκηνή, απλά αποχώρησε. Όπως αποχωρεί ο Mark E. Smith, ξέρετε τώρα και μην τον κακολογείτε…

Υποτίθεται ότι με κάτι τσαντίστηκε και έφυγε. Άκουσα ότι ενοχλήθηκε που ένα άτομο βρισκόταν στο πιτ μπροστά στη σκηνή κι ότι το security δεν έκανε καλά τη δουλειά του (άλλο αν το άτομο αυτό είχε λιποθυμήσει κι ήθελε απλά λίγο αέρα) κι ότι όταν έδωσε το μικρόφωνο σε κάποιον στην πρώτη σειρά αυτός δεν ανταποκρίθηκε επαρκώς ν’ αρχίσει να μιλάει ή να τραγουδάει ή να φωνάζει σ’ αυτό. Σοβαρότατοι λόγοι με άλλα λόγια να αφήσει άναυδο κοινό και μπάντα και να την κάνει για τα αναπαυτικά παρασκήνια, ενόσω οι υπόλοιποι του γκρουπ κατέφευγαν σε μισές λύσεις προκειμένου να γεμίσουν λίγο παραπάνω χρόνο – ή πιθανότατα να γλυτώσουν το λιντσάρισμα που ίσως να έβλεπαν να έρχεται απειλητικό. Δεν ήξεραν όμως ότι έπαιζαν μπροστά σε ένα κοινό που στο μεγαλύτερό του μέρος ήταν διατεθειμένο να ανεχτεί τα πάντα από το Θεό του.

Συγνώμη, αλλά εμένα όταν με φτύνουν δε λέω ότι ψιχαλίζει. Ήταν απαράδεκτο live και με άνεση στην πρώτη πεντάδα των χειρότερων που έχω δει (και έχω δει πάρα πολλά…). Αν είναι βάρος για τον Smith να βγαίνει στο δρόμο, ας μην το κάνει, να γλυτώσουν και οι άλλοι τα λεφτά που έδωσαν (παρεμπιπτόντως, αν η μόνιμη γκρίνια των θεατών στη χώρα μας είναι ότι μια μπάντα έπαιξε λίγο στα 75 λεπτά, χτες δεν άκουσα τσιμουδιά για τη σκάρτη ώρα που κατάφεραν με πασαλείμματα να μείνουν επί σκηνής οι Fall). Κι ακόμα, το τελευταίο πράγμα που ήθελα ήταν να μείνουν στο μυαλό μου οι Fall σαν ένα κουτσό άλογο που δε μπορεί να συντηρήσει στο ελάχιστο το μύθο που έχω στο μυαλό μου γι’ αυτούς. Κρίμα πραγματικά… Τουλάχιστον θα έχω τη στίβα με τους δίσκους τους και τις αναμνήσεις μου από αυτούς να τους θυμάμαι. Αντίο Mark, ήταν υπέροχα όσο διήρκησε το ειδύλλιο…

Τη συναυλία άνοιξαν οι Rattler Proxy, που έχουν πλέον ένα νέο μέλος να χειρίζεται το μουσικό κομμάτι της μπάντας. Αυτό έχει επιφέρει αλλαγές στο ύφος τους, που έχει ξεφύγει από το αναλογικό, κοντά στην αισθητική των Suicide στυλ κι έχει προχωρήσει προς μια αμιγώς ηλεκτρονική κατεύθυνση. Παραμένουν επιθετικοί ηχητικά, δυστυχώς όμως η ομοιομορφία των κομματιών δεν προκρίνει κάποιο χαρακτηριστικό τους με αποτέλεσμα το σετ τους να ακούστηκε σαν ένα επίπεδο πεδίο ρυθμολογικών ασκήσεων απ’ όπου δεν ξεχώριζες κάτι ιδιαίτερο, παρά μόνο σου έμενε μια αίσθηση σκοτεινού και ψυχρού ήχου που εμμένει στους κανόνες μα δεν έχει ουσία. Ομοίως, τα φωνητικά δεν ήταν ευδιάκριτα και κατέφευγαν συχνότερα απ’ ότι χρειαζόταν στη λύση μιας κραυγής που δεν έπειθε ως λυτρωτική. Τέλος, θα μου άρεσε να έβλεπα το βοκαλίστα περισσότερη ώρα όρθιο, έτσι σκυμμένος που έβγαλε τη συναυλία αμφιβάλλω αν τον είδαν άλλοι πέρα της πρώτης σειράς – και είναι και κοτζάμ παλικάρι ο άτιμος!

Φωτογραφίες: Βαγγέλης Πατσιαλός

Keywords