Ρέκβιεμ για τη Νέλλυ…

Ο Μένιος Σακελλαρόπουλος αποχαιρετά ένα αθώο, άδολο και ανιδιοτελές πλάσμα που έδινε μόνο αγάπη…

Ξέρω, ξέρω, δεν είναι της παρούσης. «Τι τα θες γιορτιάρες μέρες», όπως μου είπε κι ένας γείτονας που με είδε να κλαίω.

Αλλά μισό λεπτό. Κάνει διαχωρισμούς ο πόνος στις μέρες; Ρωτάει; Ή μήπως φυλάει το ξέσπασμα για όταν θα σβήσουν τα λαμπιόνια;

Είναι μεγάλος λοιπόν ο πόνος, ανείπωτος, διαρκής, κόβει την ανάσα. Και καταλαβαίνει μόνο όποιος έχει περάσει τον ανάλογο και γνωρίζει.

Σμίξαμε λοιπόν με τη Νέλλυ από καραμπόλα,

από μια συγκυρία, μια δύσκολη συνθήκη, έναν κρύο Νοέμβρη. Η παλιότερη απλή γνωριμία έγινε έρωτας μέσα σε ελάχιστα λεπτά.

«Εδώ είναι το κρεβάτι σου», της εξήγησα.

Με κοίταξε μελαγχολικά, θαρρείς και δεν πίστευε ότι θα έχει κρεβάτι. Και πού θα κοιμόταν δηλαδή; Στο πάτωμα;

Ένα γλυκάκι για αρχή κι ένα χάδι, την έκαναν να αφήσει στην άκρη εκείνο το μελαγχολικό βλέμμα και πιθανόν να σκεφτεί ότι την περιμένουν καλύτερες μέρες.

Ήθελε να το δει όμως, γιατί καταλάβαινε ότι δεν είναι παντού καλά.

Περπατούσε ανήσυχη, ίσως και επιφυλακτική. Κανείς δεν ξέρει τι του ξημερώνει. Κι ως γνωστόν, πολλές φορές τα φαινόμενα απατούν. Ειδικά όταν κλείνει πίσω η πόρτα, γίνονται άσχημα πράγματα, με κρύο και ζέστη. Δεν ήταν –δεν είναι- και λίγες οι φίλες της που είχαν ταλαιπωρηθεί…

Αλλά όταν της πρότεινα την πρώτη βόλτα, το βλέμμα έγινε σπινθηροβόλο και γεμάτο ανυπομονησία.

Δεν έφυγε από κοντά μου ούτε πόντο, θαρρείς και φοβόταν ότι θα αναζητήσω κάποια άλλη.

Κατάλαβε γρήγορα ότι άδικα ανησυχεί, όταν απόλαυσε το πρώτο της δείπνο στο σπίτι.

Αλλά και πάλι, την ώρα του φαγητού, με κοιτούσε για να δει αν θα της θυμώσω επειδή… δεν είχε τρόπους και ήταν λαίμαργη.

Της έφυγε κι αυτή η αμφιβολία όταν την καληνύχτισα και μετά την καλημέρισα με ζέση, δείγμα του ότι τα πράγματα πάνε καλά.

Μάλιστα κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι της όταν της είπα ότι οι κυρίες πρέπει να είναι πάντα καθαρές και περιποιημένες και πρέπει να πάμε για μποτέ.

Τι χαρά έκανε όταν βγήκε από το κομμωτήριο! Έριχνε κλεφτές ματιές στο τζάμι για να δει τη νέα της εικόνα. Κι αυτό έκανε κάθε μα κάθε φορά.

Το ευχαριστώ της ήταν μία αγκαλιά. Εκείνη δηλαδή έπεφτε στην αγκαλιά μας για να δείξει την ευτυχία της!

Το ίδιο έγινε κι όταν βρήκαμε καλύτερη και πιο θρεπτική τροφή, όταν απέκτησε κουβέρτα, μάλλινη ζακέτα και αδιάβροχο.

Μας κοιτούσε με ευγνωμοσύνη, γιατί εκτός από τα υλικά, έπαιρνε πολλά χάδια και αγάπη χωρίς μέτρο.

Είχε βόλτες, εκδρομές, καινούργια συμπράγκαλα, φροντίδα, αγάπη, νοιάξιμο σε καθημερινή βάση.

Τίποτα δεν ζήτησε, τίποτα! Ποτέ! Και νηστική να έμενε  -που λέει ο λόγος- της έφτανε ένα χάδι και μια κουβέντα για να ξεχάσει την πείνα της.

Της έφταναν και της περίσσευαν οι άνθρωποι, όχι τα αγαθά τους.

Και για να φανερώσει την ευγνωμοσύνη της, μας γέμιζε φιλιά, το μοναδικό τρόπο για να μας δείξει τι αισθάνεται.

Περίμενε ένα νεύμα για να της επιτρέψουμε να ανέβει στον καναπέ. Κι όταν συνέβαινε, ήταν τρισευτυχισμένη. Περισσότερο κι από ένα πλούσιο γεύμα.

Κι αν δεν της δίναμε σημασία απορροφημένοι από κάποια δυνατή ταινία, έχωνε το κεφάλι της μέσα στη μασχάλη για να πάρει ένα απλό χάδι. Γιατί το εννοούσε απόλυτα:

«Είμαι κι εγώ εδώ…»

Τα βράδια της Τετάρτης και της Κυριακής που γύριζα πολύ αργά στο σπίτι, έμενε άυπνη και με περίμενε πάντα πίσω από την πόρτα. Αυτός ήταν ένας απαράβατος κανόνας.

Πρόσθεσε και έναν ακόμα. Σε καθημερινή βάση έκανε επιθεώρηση σε όλα τα δωμάτια πριν πέσει για ύπνο. Και έπεφτε μόνο όταν σιγουρευόταν ότι όλοι είναι ξαπλωμένοι και ασφαλείς.

Η Νέλλυ… Συναισθανόταν τη χαρά και τη λύπη και συμπεριφερόταν ανάλογα. Στις λύπες έμενε ακίνητη δίπλα μας, με το κεφάλι στο πάτωμα. Σηκωνόταν μόνο όταν κάποιος από μας άλλαζε θέση.

Στις χαρές, έκανε σβούρες με τρελή ένταση για να μας δείξει ότι χαίρεται κι εκείνη!

Ποτέ δεν έχω δει πιο άδολη αγάπη, απολύτως ανιδιοτελή, τέτοια καλοσύνη, χαρά, αθωότητα. Στους ανθρώπους έχω δει όλα τα αντίθετα…

Η κάθε της πράξη ήταν πλημμυρισμένη από την αθωότητα που λέγαμε. Η Νέλλυ –κι οι όμοιοί της- δεν έχουν κακία όπως οι άνθρωποι. Κανένα απ’ αυτά τα πλάσματα δεν ξέρει τι πάει να πει συμφέρον, διπλωματία, ιδιοτέλεια. Ο άνθρωπος ξέρει…

Γεμάτη καρτερία –όταν έπρεπε να λείψουμε ώρες- προσμονή, γλυκύτητα μόλις ανταμώναμε.

Αυτή μας δίδαξε τι πάει να πει αγάπη χωρίς όρους και όρια, αυτή μας έκανε να ξανασκεφτούμε τι πάει να πει φροντίδα.

Πρέπει να το ξαναπώ. Δεν ζητούσε το παραμικρό. Μόνο ένα χάδι. Κι όταν το έπαιρνε, έδειχνε ξανά και ξανά την ευγνωμοσύνη της που υπάρχει δίπλα μας, που έχει οικογένεια.

Μα ήταν οικογένειά μας, γέμιζε τις καρδιές, τους χώρους, τα δωμάτια, σαν παιδί μας. Πώς να το καταλάβουν αυτοί που δεν ξέρουν; Πώς να μας καταλάβουν;

Είχε πια μεγαλώσει και δεν ήταν για μεγάλες βόλτες. Αλλά για να μη μας δυσαρεστήσει –λες και θα μπορούσε ποτέ να γίνει κάτι τέτοιο- έβαζε τα δυνατά της για να μας ακολουθήσει στο βουνό, εκεί που έμενε τελείως ελεύθερη, λυτή, χαρούμενη.

Κι ύστερα, μετά την επιστροφή και το φαγητό, ξανά κινήσεις ευγνωμοσύνης για όσα της συνέβαιναν.

Κι εκείνο το βλέμμα… Μέσα στην ψυχή, κατευθείαν!

Αρρώστησε ξαφνικά και χρειάστηκε κλινική. Κι εκεί, εντελώς ανήμπορη, μας κοιτούσε μέσα στα μάτια με ένα γλυκό βλέμμα, σαν να ήθελε εκείνη να μας παρηγορήσει κι όχι εμείς.

Παρότι πονούσε, έβαλε κάθε ικμάδα των δυνάμεών της για να σηκωθεί και να με χαιρετήσει. Ίσως και να ήξερε ότι ήταν η τελευταία φορά…

Δεν τα κατάφερε στο χειρουργείο. Κι έσβησε, έφυγε, πέταξε σαν άγγελος για έναν κόσμο καλύτερο.

Δίχως ανθρώπους που τα κλοτσάνε, που τα παρατάνε στα μπαλκόνια με καύσωνες και ψύχος, που τα αφήνουν νηστικά, που τα σέρνουν σε καρότσες αγροτικών, που τα χτυπάνε ανελέητα, που κάνουν επίδειξη δύναμης σε αθώες ψυχές, που τα θεωρούν «αντικείμενα». Αυτά που δεν θέλουν τίποτα παρά μόνο ένα χάδι.

Μακάρι να μπορούσε να φωνάξει –κι εκείνη και τα άλλα- ότι δεν είναι μπιχλιμπίδι για να το παίρνουν και μετά να το βαριούνται και να το παρατάνε.

Μακάρι να μπορούσε να πει ότι εκείνη κι όλα τ’ άλλα έχει μόνο αγάπη. Ο άνθρωπος έχει μίσος.

Το είπε ο Μαρκ Τουέιν και ήξερε:

«Από όλα τα πλάσματα που δημιουργήθηκαν ποτέ, ο άνθρωπος είναι το πλέον απεχθές. Είναι το μόνο πλάσμα που προξενεί πόνο για… σπορ, γνωρίζοντας πως είναι πόνος»

Αλλά το είπε καλύτερα ο Λουντέμης:

«Γνώρισα τον άνθρωπο κι αγάπησα τα ζώα…»

Μας σμπαράλιασε η φυγή της, μας διέλυσε, μας βύθισε σε πένθος, με ένα κόμπο στο λαιμό και την καρδιά. Και μας έδειξε ξανά εκείνο το είδος των ανθρώπων.

«Πώς κάνεις έτσι μωρέ για ένα σκυλί; Πας καλά;»

Γιατί κι αυτό μας είπαν. Ευτυχώς ο πόνος μάς κράτησε τα χείλη κλειστά.

Να ήξερες εκεί που πας πόσα μαθήματα μάς έδωσες. Και πώς άνοιξες τις καρδιές μας σαν τριαντάφυλλα.

Ταξίδεψες γαλήνια κορίτσι μου. Κι αυτό το ήρεμο βλέμμα πριν φύγεις ήταν η μόνη παρηγοριά. Ότι κατάλαβες την αγάπη που πήρες. Ότι μπορείς να συγχωρήσεις τους ανθρώπους…

Requiem aeternam dona eis…

Keywords
Τυχαία Θέματα