Ποιά εποπτεία χρειαζόμαστε για τις θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις;

Όσοι από μας συμφωνούν, χρόνια τώρα, ότι το δημοσιονομικό ου μην αλλά και το οικονομικό πρόβλημα της χώρας αντανακλούν βαθύτερα προβλήματα ποιότητας θεσμών και διακυβέρνησης της χώρας, παραμένουν σκεπτικοί, μετά από κάθε κυβερνητικό πανηγυρισμό που ακολουθεί μια πραγματική η συμβολική πρόοδό μας που διαπιστώνεται από τους διεθνείς οργανισμούς.

Αυτή την φορά οι πανηγυρισμοί αφορούν την απαλλαγή μας από το σύστημα της «ενισχυμένης εποπτείας».

Ελάχιστοι πρέπει να θυμούνται ότι όταν μπήκαμε στην ενισχυμένη εποπτεία, στα περισσότερα ΜΜΕ  όχι μόνον δεν υπήρχε σκεπτικισμός για μια μορφή

ελέγχου που δεν είχε προηγούμενο, αλλά επικρατούσε μια σχεδόν πανηγυρική ατμόσφαιρα, διότι είχαμε βγει από μια άλλη χειρότερη εποπτεία που είχε να κάνει με τα (καλώς ή κακώς) δαιμονοποιημένα μνημόνια.

Ο λόγος, λοιπόν, για τον σκεπτικισμό μας έχει να κάνει με το ότι οι μικρές ή μεγαλύτερες νίκες που αφορούν τον εξορθολογισμό των δαπανών και την βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών δεν συμπαρασύρουν η, έστω, επηρεάζουν προς μια θετική κατεύθυνση στην επίλυση των λειτουργικών προβλημάτων της διακυβέρνησης.

Βεβαίως, ένας προσεκτικός παρατηρητής θα εντόπιζε τις αναφορές στα μεγάλα ανεπίλυτα προβλήματά μας από τους ίδιους τους Οργανισμούς οι οποίοι, κατά τα λοιπά, αναγνωρίζουν την πρόοδό μας.

Για παράδειγμα, στην πρόσφατη έκθεση του ESM διαπιστώνεται ότι «υπάρχουν καθυστερήσεις και οπισθοδρομήσεις σε κάποιες μεταρρυθμίσεις» και, πιο συγκεκριμένα, ότι «ο εκσυγχρονισμός της ελληνικής οικονομίας περιλαμβάνει μεταρρυθμιστικές προτεραιότητες για την αντιμετώπιση μακροχρόνιων αδυναμιών που αφορούν τις υποδομές την εκπαίδευση και την κατάρτιση, την δημόσια διοίκηση και το σύστημα απονομής δικαιοσύνης».

Τι λείπει για την αντιμετώπιση των «μακροχρόνιων αδυναμιών» μας; Εν πρώτοις, λείπει η βασική προϋπόθεση για την αντιμετώπισή τους που είναι η συναντίληψη για τον βαθμό και την ποιότητα των προβλημάτων.

Αυτό οφείλεται τόσο στην αδυναμία των πολιτικών κομμάτων να κατανοήσουν τα προβλήματα και να παράξουν θέσεις πολιτικής όσο και στην αδυναμία της εκπαιδευτικής και ερευνητικής κοινότητας να δημιουργήσει ένα αξιόπιστο ερευνητικό κέντρο (μετά από δεκαετίες κατασπατάλησης εκατομμυρίων ευρώ σε αμφίβολης ποιότητας εκπαιδεύσεις και καταρτίσεις) που θα παροχετέυει τα αναγκαία δεδομένα στους ερευνητές.

Λείπει, κατ’ ακολουθία, μια εθνική στρατηγική για την αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών.

Παρακολουθώντας, για παράδειγμα, τις εξελίξεις στη δημόσια διοίκηση, διαπιστώνουμε ότι υπάρχει ένας βηματισμός, σημειωτόν, για περισσότερο από μια δεκαετία. Υπάρχει, δηλαδή, μια σταθερή, αν και εξαιρετικά αργή και με πολλά πισωγυρίσματα, πρόοδος. Ένα παράδειγμα για του λόγου το αληθές: Το ότι έπρεπε να υπάρξει αξιοκρατία στις κρίσεις των στελεχών της δημόσιας διοίκησης ήταν ανάγκη πανθομολογούμενη επί, τουλάχιστον, πέντε δεκαετίες.

Εν τέλει, πριν από 12 χρόνια, το 2010, θεσμοθετήθηκε η εμπλοκή μιας ανεξάρτητης Αρχής, του ΑΣΕΠ, στις κρίσεις τους. Στην επόμενη δεκαετία, μέχρι σήμερα, γίνονταν  προσθαφαιρέσεις σ’ εκείνο το αρχικό ρυθμιστικό πλαίσιο, ενώ απαιτήθηκε εξαιρετικά πολύς χρόνος για την επιχειρησιακή ικανότητα του νέου συστήματος.

Σημειώθηκαν πολλές εξαιρέσεις στη διαδρομή, αντίρροπες τάσεις (πχ. η σημαντική αύξηση των έκτακτων και των μετακλητών) καθώς και προσπάθειες αντι-μεταρρύθμισης.

Σήμερα, πάντως, συνομολογείται από όλους ότι είναι πολύ δύσκολο να επιστρέψουμε στο προηγούμενο σύστημα του πελατειασμού  και της αναξιοκρατίας.

Υπό την έννοια αυτή, η Ελλάδα δείχνει ότι μπορεί να μεταρρυθμιστεί. Απαραίτητο, όμως, προς τούτο είναι η αποφασιστική εφαρμογή των μεγάλων μεταρρυθμίσεων που συναρτώνται προς την ωριμότητα του πολιτικού συστήματος και της εκάστοτε κυβέρνησης να αναλάβει το πολιτικό κόστος που κάθε μια απ’ αυτές έχει.

Το τέλος της ενισχυμένης εποπτείας δεν θα επηρεάσει την αναγκαιότητα ούτε τη διαδικασία εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων. Ούτε όταν υπήρχε την επηρέασε ούτε τώρα που έληξε θα την επηρεάσει.

Θα παραμείνουν, όμως, η αγωνία και ο σκεπτικισμός. Η αγωνία κατά πόσον μπορούμε να προλάβουμε τα τραίνα των εξελίξεων (ψηφιακός κόσμος, παγκοσμιοποιημένη οικονομία, πολλαπλές κρίσεις) όταν σερνόμαστε αντί να τρέχουμε και σκεπτικισμός κατά πόσον η κοινωνία πολιτών θα καταφέρει να οδηγήσει το πολιτικό σύστημα στην ωριμότητα που απαιτείται για την επιτυχία των μεγάλων μεταρρυθμίσεων.

Χρειάζεται μια σταθερή και μόνιμη εποπτεία γι αυτό. Η εποπτεία της κοινωνίας μπορεί και πρέπει να αποδειχτεί καλύτερη από κάθε άλλη εποπτέια, περισσότερο η λιγότερο ενισχυμένη.

*Ο Παναγιώτης Καρκατσούλης είναι εμπειρογνώμων δημόσιας διοίκησης, Σύμβουλος ΑΣΕΠ, π. βουλευτής

Keywords
Τυχαία Θέματα