Αλιβιζάτος: Tο 2001 η Αντιτρομοκρατική είχε ακόμη καταχωρισμένο ως πιθανό τρομοκράτη τον Σημίτη

«Το νέο κυβερνητικό νομοσχέδιο για την άρση του απορρήτου και την ΕΥΠ θα μπορούσε να θεωρηθεί αισιόδοξο μήνυμα για το ότι κάτι επιτέλους αλλάζει» υποστηρίζει ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Νίκος Αλιβιζάτος σε άρθρο του στην «Καθημερινή».

Αναλυτικά στο άρθρο του ο Νίκος Αλιβιζάτος αναφέρει:

«Λες και τίποτα δεν μπορούσε να ανακόψει την κατρακύλα προς τον βούρκο:

• Προηγήθηκε, το 2008, ο νόμος της Νέας Δημοκρατίας,

που υπήγαγε την ΕΥΠ στον υπουργό Εσωτερικών. Με αυτόν προβλέφθηκε η απόσπαση εισαγγελέα πλήρους απασχόλησης στην ΕΥΠ για να ελέγχει τη νομιμότητα «των ειδικών επιχειρησιακών δράσεών της» (άρθρο 5 παρ. 3 ν. 3649/2008). Για την άρση του απορρήτου πάντως διατηρήθηκε η δεύτερη υπογραφή του εισαγγελέα Εφετών. Με τον νόμο αυτόν, ο κ. Προκόπης Παυλόπουλος διόρισε διοικητή της ΕΥΠ τον κ. Δημ. Παπαγγελόπουλο.

• Ακολούθησε, το 2018, ο νόμος του ΣΥΡΙΖΑ, που κατάργησε τον δεύτερο εισαγγελέα. Εφεξής θα αρκούσε η υπογραφή μόνον του «ιδρυματικού» (άρθρο 25 παρ. 3 ν. 4531/2018). Τι είχε συμβεί; Προφανώς τον κ. Γιάννη Ρουμπάτη, διοικητή της ΕΥΠ επί ΣΥΡΙΖΑ, είχε ενοχλήσει η συστηματική άρνηση ενός τολμηρού εισαγγελέα Εφετών, του Αντώνη Λιόγα –μακαρίτη δυστυχώς πλέον–, να εγκρίνει σωρηδόν τα αιτήματα για παρακολουθήσεις που έφταναν στο γραφείο του. Στην αιτιολογική έκθεσή τους οι κ.κ. Γεροβασίλη, Κοντονής, Αχτσιόγλου, Γαβρόγλου, Σκουρλέτης και οι άλλοι υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ που την υπέγραφαν ελαφρά τη καρδία όχι μόνον δεν εξέφραζαν καμιάν ανησυχία, αλλά τουναντίον διαβεβαίωναν ότι οι αποσπασμένοι εισαγγελείς «διαθέτουν επαρκή υπηρεσιακή εμπειρία, λόγω της μόνιμης εγκατάστασής τους στους χώρους» της ΕΥΠ και των άλλων υπηρεσιών στις οποίες ήταν τοποθετημένοι. Πολύ περισσότερο που έτσι, κατά τους ίδιους υπουργούς, «απομακρύνεται ο κίνδυνος διαρροής» των σχετικών εγγράφων!

• Τον Ιούνιο του 2019, με τον νέο Ποινικό Κώδικα, ο ΣΥΡΙΖΑ μετέτρεψε την παράνομη υποκλοπή από κακούργημα σε πλημμέλημα (άρθρο 370Α Π.Κ.). Την ξανακάνει κακούργημα το υπό διαβούλευση κυβερνητικό νομοσχέδιο.

• Στις 8 Ιουλίου 2019, ήτοι την επαύριον της νίκης της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές, με το π.δ. 81/2019 (άρθρο 5 παρ. 3) η ΕΥΠ μεταφέρθηκε στον πρωθυπουργό. Ασφαλώς, αυτό είχε ξαναγίνει στο παρελθόν. Αυτή τη φορά, ωστόσο, η υπαγωγή της ΕΥΠ στον πρωθυπουργό γινόταν με το πρώτο κιόλας διάταγμα της νέας κυβέρνησης, την ημέρα που ορκιζόταν! Τόσο πολύ βιαζόταν!

• Τον Αύγουστο του 2019, με νόμο της Νέας Δημοκρατίας προβλέφθηκε ότι δεν χρειάζεται πλέον να είναι κανείς πτυχιούχος πανεπιστημίου για να διοριστεί διοικητής της ΕΥΠ· αρκεί δεκαετής τουλάχιστον «αποδεδειγμένη επαγγελματική απασχόληση» οπουδήποτε (άρθρο 21 παρ. 2 ν. 4625/2019). Ο δρόμος για τον διορισμό του κ. Π. Κοντολέοντος, με μόνο προσόν ότι είχε διατελέσει στέλεχος κάποιας εταιρείας σεκιούριτι, είχε ανοίξει.

• Με άλλο νόμο, τον Αύγουστο πάντοτε του 2019, η Νέα Δημοκρατία κατάργησε τη δυνατότητα του προέδρου της Αρχής Προστασίας Δεδομένων (ΑΠΔΠΧ) να ελέγχει τα ηλεκτρονικά αρχεία της ΕΥΠ και των άλλων υπηρεσιών που τηρούνται για «δραστηριότητες που αφορούν την εθνική ασφάλεια» (άρθρο 10 παρ. 5 ν. 4624/2019). Προηγουμένως, ο πρόεδρος της Αρχής αυτής είχε αυτή τη δυνατότητα, σύμφωνα με τον ιδρυτικό της νόμο, χωρίς, όπως προβλεπόταν, να μπορεί να του αντιταχθεί κανενός είδους απόρρητο (με εξαίρεση τα στοιχεία ταυτότητας των πρακτόρων της ΕΥΠ, άρθρο 19 παρ. 1 του ν. 2472/2019). Ακόμη θυμάμαι την έκπληξη που δοκιμάσαμε με τον Κωνσταντίνο Δαφέρμο, πρώτο πρόεδρο της Αρχής, όταν διαπιστώσαμε το 2001 ότι η Αντιτρομοκρατική είχε ακόμη καταχωρισμένο ως πιθανό τρομοκράτη τον τότε πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη!

Ολα συντείνουν στο να θεωρούνται επαρκής εγγύηση για μια επιτυχή διακυβέρνηση τα 151 πειθαρχημένα κουκιά στη Βουλή. Σήμερα εμείς, αύριο εσείς, αυτό είναι το κυρίαρχο σύνθημα.

• Τον Μάρτιο του 2021, η Νέα Δημοκρατία, παρά τις ζωηρές επιφυλάξεις του προέδρου και ενός μέλους της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου (ΑΔΑΕ), κατάργησε τη δυνατότητα που είχε η ανεξάρτητη αυτή αρχή να ενημερώνει, μετά το τέλος της παρακολούθησης, τα πρόσωπα που το απόρρητό τους είχε αρθεί για λόγους εθνικής ασφάλειας (άρθρο 87 παρ. 1 ν. 4790/2021).

• Τον Ιούλιο του 2020 συστάθηκε ως «αυτοτελής υπηρεσία» εντός της ΕΥΠ ένα «Κέντρο Τεχνολογικής Υποστήριξης, Ανάπτυξης και Καινοτομίας» (ΚΕΤΥΑΚ). Υπαγόμενο απευθείας στον διοικητή, το κέντρο αυτό έχει σκοπό να διεξάγει «εφαρμοσμένη έρευνα», συνεργαζόμενο με φορείς της Ελλάδας και του εξωτερικού (άρθρο 27 παρ. 2 ν. 4704/2020). Οπως διευκρινιζόταν, με αποφάσεις του διοικητή της ΕΥΠ, που δεν δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί ελεύθερα να προσλαμβάνεται προσωπικό για το εν λόγω κέντρο, με συμβάσεις έργου. Στο σκοτεινό αυτό καθεστώς επιχειρεί κάπως να ρίξει φως το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο.
• Τέλος, τον περασμένο Αύγουστο, αντιδρώντας στις αποκαλύψεις για την παρακολούθηση από την ΕΥΠ του Νίκου Ανδρουλάκη, η κυβέρνηση απάντησε με δύο μέτρα: πρώτον, όρισε ότι ο επιλεγόμενος από την κυβέρνηση για διοικητής της ΕΥΠ θα πρέπει να περνάει από την αρμόδια επιτροπή της Βουλής· και, δεύτερον, επανέφερε την υπογραφή του δεύτερου εισαγγελέα (ή του «εισαγγελέα των 3 παρά 10», όπως προσφυώς ονομάστηκε, από την ώρα που συνήθως του υποβάλλονται για έγκριση από την ΕΥΠ οι διατάξεις της ημέρας, δηλαδή δέκα λεπτά προτού λήξει το ωράριο των δικαστικών υπαλλήλων!) (βλ. ήδη τον ν. 4969/2022).

Αν στα ανωτέρω προσθέσει κανείς ότι, όπως έχει επισήμως ανακοινωθεί, οι παρακολουθήσεις ξεπερνούν αισίως τις 16.000 ετησίως στη χώρα μας, ότι στις σχετικές εισαγγελικές διατάξεις δεν αναγράφεται καν το ονοματεπώνυμο του παρακολουθούμενου και, τέλος, ότι εκκρεμεί από χρόνια αίτημα της ΑΔΑΕ να της δοθεί η αναγκαία πίστωση για να ψηφιοποιήσει το αρχείο της για τις παρακολουθήσεις (το οποίο παραμένει έγχαρτο!), θα αντιληφθεί γιατί το πρόβλημα που προέκυψε φέτος το καλοκαίρι δεν οφείλεται σε μια στιγμιαία αβελτηρία, ούτε πολύ λιγότερο σε μιαν ατυχή σύμπτωση. Είναι σύμπτωμα μιας διαχρονικής κακοδιοίκησης, για την οποία ευθύνονται όλα τα κόμματα που έχουν ασκήσει εξουσία. Το κακό πηγαίνει τόσο βαθιά, που θα ήταν ευτύχημα αν μπορούσε να αντιμετωπιστεί με έναν νέο νόμο και μόνο. Η κακοδαιμονία, με άλλα λόγια, είναι συστημική και, για την αντιμετώπισή της, χρειάζεται να εντοπίσουμε τα βαθύτερα αίτιά της.

Αν και δεν υποβαθµίζω τις ευθύνες όσων ασκούν στο πεδίο αυτό εξουσία –του υπουργού που παρανομεί αδίστακτα, του δικαστή που σκύβει το κεφάλι και του υπαλλήλου που εκτελεί αδιαμαρτύρητα παράνομες εντολές– πιστεύω ότι τα βαθύτερα αίτια της κακοδαιμονίας δεν βρίσκονται τόσο στα πρόσωπα. Πηγαίνουν ακόμη πιο βαθιά. Θα τα βρούμε στην ακλόνητη πεποίθηση όλων όσων μας κυβέρνησαν ότι ξέρουν τα πάντα για τα πάντα και ότι μπορούν να αποφασίζουν μόνοι τους όχι μόνο για τα μεγάλα, αλλά και για τα μικρά της καθημερινής διακυβέρνησης. Θεσμοί όπως το ΑΣΕΠ και οι άλλες ανεξάρτητες αρχές αντιμετωπίζονται ως «αναγκαίο κακό», που μας επέβαλαν οι «ξένοι», παρά ως οργανισμοί που, ως υπεράνω κομματικής διαπάλης, συμβάλλουν στην καλύτερη διακυβέρνηση. Το ίδιο και το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο ένας Θεός ξέρει πώς κατάφερε να περισώσει τις βασικές αρμοδιότητές του, όταν, παλαιότερα, επιχειρήθηκε συστηματικά η αποδυνάμωσή του από ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ.

Αν έπρεπε κανείς να περιγράψει το πρόβλημα με δυο λέξεις, αυτές θα ήταν η ατροφία –αν όχι η πλήρης απουσία– θεσμικών αντιβάρων. Ανεξάρτητων δηλαδή θεσμών, εξοπλισμένων με τα αναγκαία μέσα, που να λειτουργούν υπεύθυνα και με επαγγελματική συνείδηση και που να μπορούν να λένε «όχι» στις κραυγαλέες τουλάχιστον παρανομίες. Τέτοιοι θεσμοί σήμερα δεν υπάρχουν στη χώρα μας. Τουναντίον, είτε πρόκειται για τον αποδυναμωμένο από το 1986 Πρόεδρο της Δημοκρατίας, είτε για την καταθλιπτικά υποβαθμισμένη θέση της αντιπολίτευσης στη Βουλή, είτε για μια Δικαιοσύνη που οι πολιτικοί μας τη θέλουν άτολμη, όλα συντείνουν στο να θεωρούνται επαρκής εγγύηση για μια επιτυχή διακυβέρνηση τα 151 πειθαρχημένα κουκιά στη Βουλή. Σήμερα εμείς, αύριο εσείς, αυτό είναι το κυρίαρχο σύνθημα. Γιατί τι άλλο μπορεί να σημαίνει η πρόσφατη αποστροφή του κ. Μητσοτάκη «είμαι εκλεγμένος πρωθυπουργός και λογοδοτώ μόνο στον λαό!»;

Η υπόθεση των υποκλοπών κατέδειξε τα αδιέξοδα αυτής της νοοτροπίας. Ενόσω η τεχνολογία των κακόβουλων λογισμικών κάλπαζε, οι εγγυήσεις για να περιοριστεί το κακό αποδυναμώνονταν. Γιατί προφανώς οι κυβερνώντες ήθελαν να χρησιμοποιήσουν την τεχνολογία αυτή για λογαριασμό τους. Ετσι, κάποιοι αδίστακτοι εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία και δεν ωρρώδησαν προ ουδενός για να κάνουν τη δουλειά τους, κοροϊδεύοντας όλους μας. Ομως, από τη στιγμή που τα θέλεις όλα δικά σου, κινδυνεύεις να παγιδευτείς ο ίδιος στους μηχανισμούς που στήνεις για να πλήξεις τους αντιπάλους σου.

Το νέο κυβερνητικό νομοσχέδιο
Από κάποιον που δεν έχει την εικόνα του θλιβερού απολογισμού που παρουσιάζεται σε αυτό το άρθρο, το νέο κυβερνητικό νομοσχέδιο για την άρση του απορρήτου και την ΕΥΠ θα μπορούσε να θεωρηθεί αισιόδοξο μήνυμα για το ότι κάτι επιτέλους αλλάζει. Γιατί, δίχως άλλο, αποτελεί πρόοδο η επαναφορά από την κυβέρνηση της δυνατότητας να ενημερώνονται –έστω και καθυστερημένα, έστω και υπό όρους– όσοι τα τηλέφωνά τους παγιδεύονται για λόγους εθνικής ασφάλειας. Το ίδιο και το ότι επικεφαλής της ΕΥΠ δεν θα μπορεί πλέον να διοριστεί το όποιο φιλαράκι του πρωθυπουργού ή του επιτελείου του. Και το ότι χωρίς την έγκριση του προέδρου της Βουλής δεν μπορεί να παγιδευτεί το τηλέφωνο πολιτικών προσώπων.

Από την άλλη, τα σημεία για βελτίωση είναι πολλά και σημαντικά. Μεταξύ άλλων:
• Η υπέρμετρη διεύρυνση της έννοιας της εθνικής ασφάλειας, ώστε να περιλάβει ακόμη και τη δημόσια υγεία, δεν είναι μόνο ανησυχητική· είναι και αντισυνταγματική.
• Η μόνο εκ των υστέρων εμπλοκή της ΑΔΑΕ στην άρση του απορρήτου με απλή ενημέρωσή της είναι, εκτός από λάθος, και συνταγματικά προβληματική.
• Η παράλειψη της αναγραφής του ονόματος του παρακολουθούμενου στη σχετική εισαγγελική διάταξη παρατείνει μιαν απαράδεκτη πρακτική. Τι είδους έλεγχο μπορούν να ασκήσουν οι δύο εισαγγελείς όταν κατ’ ουσίαν τους υποβάλλεται μόνον ένας αριθμός τηλεφώνου;
• Οι 24 ώρες μέσα στις οποίες οι εμπλεκόμενοι εισαγγελείς αλλά και ο πρόεδρος της Βουλής (!) καλούνται να υπογράψουν τις διατάξεις που τους υποβάλλονται από την ΕΥΠ δεν επιτρέπουν σοβαρό έλεγχο. Ας μείνει το 24ωρο μόνο για κατεπείγουσες περιπτώσεις που θα πρέπει να προσδιορίζονται ειδικά.
• Η τριετία από την άρση του απορρήτου που θα πρέπει υποχρεωτικά να παρέλθει για να μπορεί να ενημερωθεί ο θιγόμενος είναι αδικαιολόγητα μακρύ χρονικό διάστημα.
• Μήπως, σύμφωνα με το πρότυπο του γαλλικού νόμου, θα πρέπει να προβλεφθεί ανώτατο όριο (πλαφόν) επιτρεπόμενων παρακολουθήσεων για λόγους εθνικής ασφάλειας από την ΕΥΠ;
• Τέλος, είναι επιβεβλημένο να περιοριστεί ο κατάλογος των «ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων» για τα οποία το Σύνταγμα επιτρέπει την άρση του απορρήτου».

Πηγή: Καθημερινή

Keywords
Τυχαία Θέματα