«Βασίλης Κατσικονούρης: “Ο Μάκης”» της Ασημίνας Ξηρογιάννη

Ο Βασίλης Κατσικονούρης είναι ένας συγγραφέας που δεν χρειάζεται συστάσεις. Γράφει κυρίως θέατρο, έχει εκδώσει όμως και πεζογραφία, κι έχει αγαπηθεί από το ελληνικό κοινό, που τιμά τις παραστάσεις του με την προσέλευσή του. Και δεν μιλώ μόνο για τα έργα Γάλα και Καλιφόρνια Ντρίμιν, που έχουν πολλάκις ανέβει σε ποικίλες θεατρικές σκηνές και έχουν σημειώσει επιτυχία. Αναφέρομαι γενικά στη δραματουργία του, η οποία, όπως έχει αποδειχτεί, έλκει τους θεατές ανεξαρτήτως ηλικίας. Μέσω του έργου του ο

συγγραφέας βρίσκει τον τρόπο να αφουγκράζεται κάθε φορά τους πόθους, τις αγωνίες, τις φαντασιώσεις, τα «θέλω» των ατόμων και έχει την εκφραστική δύναμη να είναι ιδιαίτερα επικοινωνιακός και άμεσος.

Είδαμε πρόσφατα τον μονόλογό του Ο Μάκης στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, σε σκηνοθεσία δική του και του Ερρίκου Λίτση, ο οποίος τον ερμηνεύει κιόλας. Για την ιστορία, το έργο γράφτηκε το 2010 και παρουσιάστηκε πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 2013 για λίγες παραστάσεις στο θέατρο Εν Αθήναις, με τον Δημήτρη Πιατά στον ρόλο του Παππού και σε σκηνοθεσία του ίδιου.

{jb_quote}Στην αντίφαση βρίσκεται η ομορφιά του ήρωα, αλλά και στην ανάδειξη του ανθρώπινου στοιχείου.{/jb_quote}

Έπειτα λοιπόν από δέκα χρόνια, στο πλαίσιο μιας νέας συνεργασίας, ο Λίτσης είναι αυτός που ενσαρκώνει τον ηλικιωμένο ήρωα που στα γεράματά του βιώνει τη ματαίωση και την απαξίωση (στα τελευταία λεπτά βέβαια υπάρχει ανατροπή, που μεγαλώνει τη συγκίνηση του θεατή). Αυτό τον κάνει να αντιδρά με όλο του το είναι. Πρόκειται για έναν άνθρωπο με πολλές εμπειρίες, που τρομάζει όμως στη σκέψη πως η ζωή του φθίνει. Νιώθει πως δεν είναι χρήσιμος πουθενά, πως όλοι τον παραμελούν ή τον αγνοούν, πως δεν υπολογίζουν τη γνώμη του και δεν τον αφήνουν να εκφραστεί ελεύθερα. Στον πλουραλιστικό του μονόλογο φωνάζει, ειρωνεύεται, βρίζει τον γιο και τη νύφη του, με τους οποίους ισχυρίζεται πως έχει επικοινωνιακό χάσμα και πως τον υποτιμούν. Άλλοτε πάλι κάνει χιούμορ, προσκολλάται στο πορνό, δείχνει λίγη τρυφερότητα. Ίσως αυτές είναι οι άμυνές του, στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει τα γηρατειά. Στην αντίφαση βρίσκεται η ομορφιά του ήρωα, αλλά και στην ανάδειξη του ανθρώπινου στοιχείου. Πείθει ο Λίτσης, καθώς αναδεικνύει τη θνητότητα του ήρωα.

Η εκφορά του λόγου, η κίνηση του σώματος, οι εκφράσεις, οι χειρονομίες, όλα εκεί, ενορχηστρωμένα, αλλά χαρισμένα σε μας με απέραντη φυσικότητα και αλήθεια. Να μας θυμίζουν –μεταξύ άλλων– κάτι που ήδη ξέρουμε, αλλά εύκολα ξεχνάμε, πως μέσα στο καλό βρίσκεται και το κακό και αντίστροφα, πως η ζωή συχνά όχι μόνο μας επιτίθεται, αλλά και μας υπερβαίνει και μεις μένουμε ενεοί μπροστά στις μικρές ή τις μεγάλες ανατροπές της. Να μας θυμίζουν πως, ζώντας τη ζωή μας, χαράζουμε μια ιδιαίτερη πορεία ο καθένας, που μας στιγματίζει και την κουβαλάμε μοιραία μέχρι το τέλος. Είμαστε όσα ζήσαμε. Είμαστε και όσα δε ζήσαμε. Υπάρχουμε για να βιώνουμε αντιφατικά πράγματα, τα οποία συχνά αναγκαζόμαστε να υπομένουμε στωικά.

Ευρηματική σκηνοθεσία, θαυμάσια ερμηνεία, πλούσια σε εκφάνσεις και εναλλαγές, που μπορεί να δημιουργεί το κλίμα εκείνο που θα κεντρίσει συναισθηματικά και διανοητικά τον απαιτητικό θεατή.

Ο ήχος και το φως συνηγορούν σε αυτό το κλίμα και το αναδεικνύουν, καθώς βρίσκονται σε διάλογο, αλλά και σε αρμονία με το σύνολο. Πρόκειται εν τέλει για μια παράσταση που αξίζει να δείτε.

Για περισσότερες πληροφορίες δείτε εδώ.

Keywords
Τυχαία Θέματα