«Η ελιά στο δεξί το μάγουλο» του Θοδωρή Γκόνη

Κοίταξέ την πως στέκεται εκεί, καστανόχρωμη, στιλπνή και λεία, επίμονη και μόνιμη, φυτρωμένη στο δεξί το μάγουλο, έρχεται από μακριά, συνεχίζει το ταξίδι της από πολύ παλιά, κληρονομιά από τη μητέρα που και αυτή με τη σειρά της την κληρονόμησε από τον πατέρα της και αυτός από τη μητέρα της μητέρας του και πάει πίσω πολύ, πολύ πίσω αυτός ο δρόμος, αυτός ο κόσμος, με κατηφόρες και ανηφόρες και στροφές και περάσματα δύσκολα, ανάμεσα σε βουνά και θάλασσες και ούτε αρχή, ούτε και ουρανό έχει αυτή η σκάλα και ποιος να γνωρίζει από πόσο μακριά τη φέρνουμε, με τι λαχτάρες και χτυποκάρδια, με

τι αλήθειες και τι ψευτιές την περάσαμε απέναντι, ξεγελώντας σκοπιές και σύνορα, πληρώνοντας δασμούς και φόρους σε γλώσσες άγνωστες, νυχοπατώντας μέρα και νύχτα μέσα από χιόνια, λάσπες και βροχές.

{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri} {loadposition adsence-inarticle-makri}

Ποιος να την πρωτοφύτεψε, σε τι μουτράκι επάνω βγήκε με τα πρώτα κλάματα και τα φιλιά, τι νεράκι και τι γάλα την κράτησε στη ζωή, τι τραγούδια τής τραγούδησαν, τι λόγια, τι ευχές σκάλισαν πάνω της, τι αφιόνι τής έδωσαν να πιει, τι λουκουμάκι και τι χουρμά τής έβαλαν στα χείλη να βυζάξει, να γλυκάνει, να ησυχάσει ν’ αποκοιμηθεί να μην τυχόν και τους προδώσει άθελά της απ’ το κλάμα, τι χώμα και τι κοπριά κουβάλησαν στους ώμους τους για να σταθεί στα πόδια της, να ρίξει ρίζα βαθιά να αντέξει φωτιές, ανέμους και κατάρες, να ανεβεί ψηλά να σκαρφαλώσει ως το μάγουλο το δεξί και να φτάσει ως εδώ, ποιος να τη στόλισε, να της πέρασε στο χέρι τη βέρα τη χρυσή, ποιος τη στεφάνωσε, την πάντρεψε, ποιος έπλεξε το αθάνατο αυτό σχοινί που δεν σπάει μα ούτε και κόβεται, προχωράει μαζί μας, κυλάει αθόρυβα και έρχεται με τον καρπό και το λάδι χρόνια τώρα, χειμώνες, καλοκαίρια, μας ζει, μας τρέφει, μας φωτίζει, μας δίνει το όνομα το βαφτιστικό, μας γλυκαίνει, μας μαλακώνει την πληγή, μας μαθαίνει τα γράμματα, κρατάει τη ζάχαρη επάνω στο ψωμί, γίνεται το σημάδι μας και η αναγνώριση, η ταυτότητα, τα χαρτιά μας όταν γυρνάμε ναυαγοί, οδοιπόροι και αγνώριστοι από ξενιτιές και αρρώστιες και χτυπάμε την πόρτα άγρια χαράματα.

Στέκεται πάντα εκεί, τι κι αν έχει χάσει την πρώτη λάμψη της, τι κι αν έχει ξεθωριάσει λιγάκι και θαμπώσει από τον καιρό και τον κόπο, αχνοφέγγει με το λαδοφαναράκι της, σκάβει, ανοίγει κρυψώνες, τούνελ και στοές, προχωρεί μέσα στον χρόνο, κατεβαίνει στα υπόγεια και τις μεγάλες, τις κάτω αποθήκες, ταχτοποιεί βαρέλια, λίμπες θεόρατες, ξέχειλες στο χρυσάφι, αποταμιεύει, αποθηκεύει, προνοεί, φτιάχνει τη ρίζα, το αίμα, το χρώμα και το πείσμα, το κεφάλι το αγύριστο, τι κι αν γερνάει ο κορμός και από λείος και λυγερός και αστραφτερός κυρτώνεται και γέρνει και βαραίνει και σχίζεται κι ανοίγει χάσματα, τι κι αν γεμίζει όζους, εξογκώματα και κόμπους, τόσοι έδεσαν πάνω της και στάθηκαν και βρήκανε τον δρόμο τους, το φως τους, τι κι αν την έσκαψε η ζωή και γέμισε πληγές, κοιλώματα, κουφάλες, τόσους και τόσους φοβισμένους και κυνηγημένους έκρυψε και τάισε με το μέλι της μέλισσας, που κούρνιασε κι αυτή κυνηγημένη στον κόρφο και στα χείλη της, τι κι αν προδοσίες και φιλιά ψεύτικα δικών της και ξένων την πούλησαν για τα τριάντα αργύρια, γιατί έγινε κι αυτό και στον δικό μας κήπο των Ελαιών, η ρίζα στέκει πάντα παρούσα, ζωντανή, έτοιμη για τη νέα ζωή και τα βλαστάρια της υψώνονται ακέραια, υπερήφανα και πυκνά.

Στέκεται εκεί, σε όλες τις φωτογραφίες και της χαράς και του πένθους, φρουρός ακοίμητος, στρατιώτης τρομερός με τη σκιά, με τον καρπό, τα φύλλα και τα άνθη τα λευκά, μικρά μικρούτσικα τσαμπιά, τσαμπάκια να κουρνιάζουν μέσα στις μασχάλες, στέκεται πάντα εκεί, αγρυπνά, φέγγει και οδηγεί, η ελιά στο δεξί μας το μάγουλο.

Keywords
Τυχαία Θέματα