«Για να χορεύουν σέικ τα κωλόπαιδα» της Μαρίας Δριμή

Τσούζει το κρύο. Μου λέγουν είναι Μάρτης, όμως το κρύο δαγκάνει. Έχω τρεις ημέρας οπού ήρθα εδώ εις Αθήνα και βαστήχτη το κάτουρό μου από τον πάγο. Τι ήθελα και του γύρεψα να με κάμει ορατό; «Άστεγο θα σε κάμω», είπεν ο μεγάλος οπού βασιλεύει εκεί απάνου. «Έτσι δεν θα σου δίνουν πολλή σημασία». Συνφώνησα και να σου την αυγή με κατέβασε εδώ κάτου. Μηδέ μέρα, μηδέ μήνα εγνώριζα. Μονάχα τη χρονιά. Δύο χιλιάδες είκοσι ένα. Φύγαν δυο αιώνες, για φαντάσου.

{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri} {loadposition

adsence-inarticle-makri}

Δεν μου ’χε περάσει από τον νου να κατέβω εις την γης. Άλλοι το θέλαν σαν τρελοί. Εγώ δεν εγύρευα βόλτες. Έφταιγε κείνος ο Ρήγας. Ανακατεύεται εκεί απάνου με γραφιάδες, ποιητές, τραγουδιστάδες. «Ωρέ, Μακρυγιάννη, τ’ είν’ εκείνα που λέει αυτείνος ο ποιητής εκεί κάτου; Ότι τσάκισες το χέρι σου για να χορεύουν τα κωλόπαιδα;» Ανάθεμα κι εννοούσα τι μου ’λεγε. «Για ιδές εδώ», λέγει και μου βάνει εις το χέρι έναν τόμο. «Διάβασε», λέγει και μου δείχνει με το δάχτυλο τη σελίδα. «Ξέρεις γράμματα εσύ». Τα γράμματα είναι τυπωμένα, το βιβλίο αλαφρύ σαν πούπουλο ορνιθιού.

Καημένε Μακρυγιάννη να ’ξερες
γιατί το τζάκισες το χέρι σου
το τζάκισες για να χορεύουν σέικ
τα κωλόπαιδα.

«Τι είναι το σέικ, Ρήγα;» τον ρώτησα, ότι αυτείνος ήταν κοσμογυρισμένος – Ιάσιο, Βιέννη, και πού δεν είχε πάγει. «Χορός θα ’ναι, αυτό βγάνουν τα συμφραζόμενα», μου λέγει.

Θα ’θελα να μπορούσα να μίλαγα όπως ο Ρήγας. Τα γράμματα οπού γνωρίζω πολλά ολίγα, η αμάθειά μου μέγιστη. Κείνο ζήτησα εις τον ουράνιο αφέντη, να μάθω πιότερα.

Μου καρφώθη εις τον νου από την ημέρα κείνη να πάγω εις την γη να έβρω εκείνον που ’φκιανε αυτείνα τα στιχάκια. Το εδήλωσα στον επουράνιον. «Περίμενε, Μακρυγιάννη. Υπάρχει σειρά. Θα πας με την καινούρια χρονιά». Έκανα υπομονή, μα ούλο το σκάλιζα και του το μνημόνευα. Θεός είναι, πολλά θα ’χεν εις τον νου του.

Να πάγω εις τον Αβορίτη, το χωριό οπού με γέννησεν η μάνα μου, τούτο τού γύρεψα. Τρεις ώρες είναι από το Λιδορίκι μακριά, πέντε καλύβια. Οι γοναίγοι μου φτωχοί και πολυφαμελίτες. Μίαν ημέρα, όταν ήμουνε ακόμα εις την κοιλιά της μητρός μου, πήγε διά ξύλα εις τον λόγγον. Εκειδά την έπιασαν οι πόνοι και με γέννησε. Εκιντύνεψε κι αυτείνη τότε και εγώ. Ξελεχώνεψε και συγυρίστη μόνη της, φορτώθη ολίγα ξύλα και πήγε εις το χωριόν. Εκεί ήθελα να πάγω.

«Στην Αθήνα θα σε στείλω, Μακρυγιάννη. Στα διακόσια χρόνια από την Επανάσταση. Να δεις και τις γιορτές».

Ωσαύτως εγίνη, όπως εμήνυσε Κείνος. Εκοιμήθηκα οληνύχτα εις τον ουρανό και την αυγή πάτησα εις την γης. Ορθός εις το μέσον μίας πιάτσας, δίχως φουστανέλα, με μία φαρδιά και μακριά βράκα, ένα υποκάμισο και ένα βαρύ επανουφόρι. Εκράτουν έναν μπόγο, βαρύ ωσάν πετριά, γεμάτον ως επάνου με κουρέλια. «Άστεγο θα σε κάνω, να μη δίνεις στόχο», μνημόνευα τα λόγια Εκείνου. Άστεγος πα να πει δίχως στέγη. Ελεεινό μ’ έκαμε και τρισάθλιο. Αμέ πώς δεν δίνει στόχο ένας ελεεινός εις την πιάτσα; Εγώ οπού έκαμα εμπόριον και μ’ είχαν οι κάτοικοι Ρωμαίγοι και Τούρκοι ως ταμίαν και καζάντησα του Θεού τα ελέγη και έφκιασα σπίτια, υποστατικά, και είχα μετρητά και ομολογίες πλήθος, και το κιμέρι μου γιομάτο. Εγώ οπού απόχτησα ό,τι ήθελα και δεν είχα την ανάγκη αλλονού, τώρα ήμουνε άστεγος εις το κέντρον της πιάτσας.

Μια σιδερένια τάβλα έγραφεν τ’ όνομα της πιάτσας. ΠΛΑ…ΤΕΙΑ... ΣΥΝ…ΤΑ…ΓΜΑ…ΤΟΣ. Έκατσα εις μία πεζούλα και τήραγα τριγύρου. Παιδιά και κορίτσια αραδίζαν πέρα-δώθε. Κράταγαν κάτι λογής μαραφέτια και τα θωρούσαν ανελλιπώς. Ουδέ βλέπονταν αναμεταξύ τους μήτε μίλαγαν. Ήτανε όμορφα αυτείνα τα παλιόπαιδα, αψηλά και λιγνά, ζωσμένα χρωματιστά ζεμπίλια. Οι κόρες φορούσαν βράκες και ήταν δίχως κεφαλόδεσι. Κάποιες είχαν τις τρίχες της κεφαλής τους βαμμένες αλλόκοτα χρώματα, πράσινα, θαλασσιά, κατακόκκινα της φωτιάς. Εστοχαζόμουν πως λάθευαν τα μάτια μου ότι ήμουνε νηστικός, όμως ήταν έτσι, χρωματιστά. Κι άλλο μυστήριο, όλα τους είχαν τα μούτρα καλυμμένα με πανιά. Δεν έβλεπες μήτε στόμα μήτε μύτη.

Εμπρός εις την πιάτσα ορθώνονταν θεόρατα αρχοντικά. Τα παραθύρια τους λαμποκόπαγαν εις τον ήλιο. ΜΕ…ΓΑ…ΛΗ... ΒΡΕ…ΤΑ…ΝΙ…Α έγραφεν το ένα αρχοντικό εις την κορυφή του οπού άγγιζε τον ουρανό. Βάδισα τον μεγάλο δρόμο εμπρός μου. Αμάξια από σίδερο δίχως αλόγατα έτρεχαν σαν δαιμονισμένα καταμεσής, ενώ οι ανθρώποι πηγαίναν ζερβά και δεξιά. Συναντήθηκα με έναν πελώριο πέτρινο καβαλάρη οπού έδειχνε με το δάχτυλο και είχεν τη σπάθα του στεριωμένη στα καπούλια του αλόγου. Για ιδές μεγαλεία ο Θόδωρος. Τον εκάμαν άγαλμα.

Παραπάνω ολιγοψύχησα και έπεσα εις μιαν πεζούλα να ξαποστάσω. Με εθυμήθη το δεξί χέρι, το τσακισμένο παλιά, πόναγε ξανά κείνη η πληγή. Σακατεμένος ήμουνε εξαιτίας εκείνων των γιατρών του Αναπλιού, γυρεύαν να μου το κόψουνε εις το νώμον, βήκαν τα κόκαλα αδίκως. Αν δεν ερχόμουν εδώ εις την Αθήνα, ήμουνε χαμένος. Η πεζούλα ήταν πολλά φαρδιά και απλώθηκα. Απέναντι τα σπίτια ήταν μπαρουτοκαπνισμένα, στέκαν σαν φάσματα. Θα γίνουνταν ακόμα πολέμοι, στοχάστηκα με το κουτό μυαλό μου. Δεν επέρασεν πολλή ώρα οπού κατέφτασε ένας γέροντας βρομερός και τρισάθλιος πιότερο από εμέ. Μάλωνε πάνω του η ψείρα με το σκουλήκι. Έζεχνε τόσο οπού δεν μπορούσες να σταθείς κοντά του. Είχε κι αυτός ένα λερό πανί στο μούτρο, κατεβασμένο εις το πιγούνι του.

«Φίλε, σε πειράζει να κάτσουμε μαζί;» με ερώτησε.

«Όχι». Τι να ’λεγα;

Έβγαλε ένα φλασκί με οινόπνευμα. Κατέβασε δυο γουλιές και το σφράγισε πάλι.

«Θα σου ’δινα, αν δεν ήταν αυτός ο διάολος», είπε. Με ρώτησε αν φοβάμαι.

Δεν κατάλαβα. Απήντησα ότι με αυτείνα που έχω περάσει, έγινα ατρόμητος.

«Να φοβάσαι», μου είπε με αυστηρή ματιά. «Ούτε μάσκα δεν φοράς. Εμείς οι μεγάλοι κινδυνεύουμε περισσότερο».

«Από τι κιντυνεύουμε;»

«Από τον ιό, ντε! Καλά, εσύ από τον ουρανό κατέβηκες;»

Μου είπε ότι έπεσε αρρώστια εις ολάκερη τη γης. Οι ανθρώποι πεθαίναν σαν τα ορνίθια. Ενόσω τα ’λεγε αυτείνα, πέρασε από μπροστά μας ένα κίτρινο αμάξι οπού έτρεχε και σφύραγε σαν δαίμονας.

«Πάει ο φουκαράς. Δεν σου τα ’πα;»

Το αμάξι αυτείνο το λέγαν ασθενοφόρο και πάγαινε τους αρρώστους εις τους γιατρούς. Ο γέρος με κοίταζε παράξενα. Με ρώτησε αν ερχόμουν από χωριό. Του είπα ότι ήμουνε από τον Αβορίτη, έξω από το Λιδωρίκι.

«Α, το χωριό του Μακρυγιάννη. Του φέρνεις και λίγο», είπε και γέλασε. «Γιατί είσαι στον δρόμο;»

«Για το ίδιο οπού είσαι κι εσύ. Θέλημα Θεού».

«Ναι, ο πούστης. Χεσμένους μας έχει και τους δυο».

Σκιάχτηκα με την ασέβεια και την αφοβησιά του να ομιλεί έτσι για τον Ύψιστο. Τονε ρώτησα πώς μπορούσα να πάγω εις τον Παρθενώνα. Μου είπε να βαδίσω με τα πόδια μέχρι του Μακρυγιάννη.

«Είναι τέτοιο μέρος εις την Αθήνα;» τονε ρώτησα με περφάνια.

«Αλίμονο, ρε φίλε. Έχουνε βγάλει δρόμους και πλατείες για τόσους και τόσους. Δεν θα βγάζανε για τους ήρωες του ’21;»

Εμάζεψα τα μπογαλάκια μου και επήρα τον δρόμο οπού μου υπέδειξε. Ο βράχος με τον Παρθενώνα εφάνη από μακρά. Εδωνά ήταν η οικία μου, μόνο οπού τίποτας δεν τηνε θύμιζε. Ένας δρόμος φαρδύς δίχως αμάξια, οπού αραδίζαν κόσμος και λαός. Τι ομορφιά εδώ πέρα! Μουσικές ακούγονταν από ’να μεγάλο κουτί. Ένα κορίτσι χόρευε μανιασμένα. Εφόραγε κοντό ένδυμα, θωρούσα τα λευκά της πόδια, σαν του αγάλματος. Τα μαλλιά της ανεμίζαν εις το φως. Ένα παλικάρι γονατιστό μπροστά της τηνε καμάρωνε σαν αρχαία θεά. Εδώ στη γης η ζωή είχε πάρει μια γλύκα, οπού όμοια δεν ήταν εις τον καιρό μας. Πιότερο ζήλευα αυτείνα τα παιδιά, τη νιότη τους, τους χορούς τους. Το κορίτσι απόκαμε από τον χορό και το παλικάρι τηνε πήρε αγκαλιά και την ασπάστηκε εις τα χείλια. Αυτείνα και τα δυο δεν φόραγαν πανιά εις τα μούτρα.

«Ωρέ καλόπαιδα!» τους εφώναξα. «Αυτείνο είναι το σέικ;»

Μου ρίξαν μια ματιά και αρχίνησαν να γελάνε δίχως σταματημό, γέλια γάργαρα, αδυσκόλευτα, σαν ποτάμι.

«Όχι, παππού. Αυτό είναι χιπ χοπ».

«Και το σέικ ποιο είναι;»

Το παλικάρι μήνυσε με τα μάτια εις τον φίλο του. Αυτείνος έκανε κάτι με το κουτί και άρχισε να παίζει μιαν άλλη δυνατή μουσική. Εγγλέζικα ήταν αυτά; Ξεχυθήκαν και τα δυο τους εις ένα φρενιασμένο κοπανητό, σαν αφιονισμένα. Η κόρη με πήρε από το χέρι να χορέψω μαζί τους. Αρχίνησα κι εγώ να λικνίζομαι καταμεσής εις τον δρόμο. Δεν ημπορούσα να σταματήσω. Πού ’σαι, Ρήγα, να με ιδείς… Χόρευα, χόρευα, χόρευα, μέχρι οπού έπεσα κάτου από την κούραση.

Φκαριστιώμαι οπού είναι ωραίος ετούτος ο νέος κόσμος. Η γης οπού άφησα εγίνη παράδεισος με αγγέλους. Κι αφού ο Θεός θέλησε να κάμει νεκρανάστασιν εις την πατρίδα μου, να την λευτερώσει από την τυραγνίαν των Τούρκων, αξίωσε και μένα να δουλέψω διά κείνο και να μάθω γράμματα εις τα γεράματα και να κάμω αυτείνο το γράψιμον το απελέκητο διά να σωθούν τα γενόμενα εις τους απογόνους. Και καλώς έκαμα και το τσάκισα το χέρι μου. Έτσι οπού να χορεύουν αυτείνα τα παιδάκια, να σωριάζονται κάτου μόνον από το χορό. Ότι χορός και παγγύρι είναι η ζωή κι ούλοι πρέπει να τη γλεντούν από την αρχή μέχρι το τέλος της. Να μην πολεμούν μήτε να σκοτώνουνται, μόνο να χορεύουν.

Η Μαρία Δριμή γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι ιατρός εντατικολόγος σε ΜΕΘ του ΕΣΥ και πτυχιούχος Φιλολογίας ΕΚΠΑ. Ασχολείται με την πεζογραφία και το θέατρο.

Keywords
Τυχαία Θέματα