Εμμανουήλ Αντ. Εμμανουηλίδης

Η επιλογή μου να μελετήσω τις ελληνοκινεζικές σχέσεις της περιόδου 1972-1997 είναι απότοκο της ερευνητικής δραστηριότητάς μου στον τομέα Διεθνών Σπουδών της Νομικής Σχολής Θεσσαλονίκης. Ως μεταδιδακτορικός ερευνητής στη διπλωματική ιστορία, εστίασα στην πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική που άσκησε η Ελλάδα την περίοδο μετά το 1974, τόσο στα Βαλκάνια, όσο και στον αραβικό και μουσουλμανικό κόσμο, αλλά και στην Άπω Ανατολή. Στο πλαίσιο

αυτό, η μελέτη των σχέσεων με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας αποτέλεσε μια πρόκληση.

{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri} {loadposition adsence-inarticle-makri}

Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, η ελληνική βιβλιογραφία δεν περιλαμβάνει συγγράμματα για τις διμερείς σχέσεις, ενώ και οι ξενόγλωσσες δημοσιεύσεις εστιάζουν στη γενικότερη πολιτική της Κίνας και στις σχέσεις της με τη Δύση, αλλά όχι με την Ελλάδα. Το κενό αυτό προσπαθώ να καλύψω με το παρόν βιβλίο, το οποίο έρχεται σε συνέχεια των άλλων δύο μονογραφιών μου για τις σχέσεις της Ελλάδας με τα κράτη στα Βαλκάνια, αλλά και στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή.

Στόχος άλλωστε και της αναφερόμενης έρευνας είναι όχι μόνο η ένταξή της ως σύγγραμμα που απευθύνεται στον επιστημονικό κόσμο. Τουναντίον, επιδίωξη παραμένει το βιβλίο να αποτελέσει το έναυσμα για κάθε μελετητή της διπλωματικής ιστορίας, των διεθνών σχέσεων, του διεθνούς οικονομικού δικαίου, της νομικής, πολιτικής, ιστορικής και οικονομικής επιστήμης, ώστε να γνωρίσει καλύτερα τόσο την ελληνική πολυδιάστατη πολιτική της περιγραφόμενης περιόδου όσο και την Κίνα· ιδίως να κατανοήσει το υπόβαθρο των ελληνοκινεζικών σχέσεων όπως αυτές αναπτύσσονται μέχρι το παρόν.

Υπήρξαν ασφαλώς και δυσκολίες κατά τη συγγραφή της μονογραφίας. Η έλλειψη πολλών πρωτογενών αρχειακών πηγών, τόσο λόγω μη δημοσίευσής τους όσο και λόγω επέκτασης της έρευνας σε νεότερους χρόνους ήταν η μεγαλύτερη. Εντούτοις, η ύπαρξη πληθώρας άλλων πρωτογενών και δευτερογενών πηγών πιστεύω πως μπόρεσε να αναπληρώσει το κενό αυτό. Επίσης, η έλλειψη επαρκούς αρχειακού υλικού από την κινεζική πλευρά θα μπορούσε να είναι πρόβλημα, αλλά η εστίαση της έρευνας στην ελληνική εξωτερική πολιτική υπερκέρασε το πρόσκομμα αυτό. Ταυτόχρονα, η δημοσίευση πολλών αγγλόφωνων συγγραμμάτων Κινέζων ερευνητών αποτέλεσε ενθαρρυντικό παράγοντα. Με την ενθάρρυνση και του καθηγητή κ. Ιωάννη Στεφανίδη, ο οποίος συνέδραμε τα μέγιστα στην επίβλεψη της έρευνας αυτής, κατέστη εφικτή η ολοκλήρωση της συλλογής του αρχειακού υλικού, των πηγών, η μελέτη της βιβλιογραφίας και η συγγραφή του βιβλίου εντός δύο ετών.

{jb_quote} Έτσι, ευχερέστερα μπορεί να κατανοεί ο μελετητής τόσο το υπόβαθρο όσο και το σήμερα των σχέσεων της Ελλάδας με μια από τις σημαντικότερες χώρες της διεθνούς πολιτικής σκηνής. {/jb_quote}

Θεωρώ ότι η μονογραφία καταφέρνει και αναδεικνύει τα χαρακτηριστικά των ελληνοκινεζικών σχέσεων από την οπτική της διπλωματικής ιστορίας. Χρονική αφετηρία της έρευνας είναι το 1972, αφού πρωτύτερα –γίνονται αναφορές στη μεταπολεμική περίοδο– οι επαφές ήταν σχεδόν ανύπαρκτες. Οι δύο χώρες τα επόμενα 25 χρόνια προέβησαν σε σημαντικά βήματα ενίσχυσης των επαφών τους. Οι δράσεις που ανέπτυξαν ως το 1997 αποτελούν τη βάση για τη μετέπειτα και έως σήμερα προώθηση των ελληνοκινεζικών σχέσεων, ενώ οι αναφορές στο θεσμικό πλαίσιο της διμερούς συνεργασίας (ιδίως όταν υφίστανται συμφωνίες που είναι σε ισχύ έως σήμερα) έγιναν σε μια προσπάθεια να φανεί πως το παρελθόν των ελληνοκινεζικών σχέσεων εκτείνεται και στο σήμερα.

Η δομή είναι τριμερής, ακολουθώντας χρονική σειρά δίχως όμως να τρέπεται η έρευνα σε χρονολόγιο. Στο Α’ μέρος εξετάζεται η περίοδος των κυβερνήσεων Κωνσταντίνου Καραμανλή (με εισαγωγικές αναφορές ασφαλώς και στη δικτατορική περίοδο των ετών ’72-’74), στο Β’ μέρος οι κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου και στο Γ’ μέρος οι μεταψυχροπολεμικές επαφές. Κάθε μέρος αποτελείται από την ενότητα των πολιτικών και των οικονομικών επαφών, ένδειξη του πόσο σημαντική ήταν και παραμένει η οικονομική συνεργασία στις σχέσεις των δύο χωρών. Πριν από κάθε μέρος αναλύεται η γενικότερη εξωτερική πολιτική Ελλάδας και, κυρίως, της Κίνας, ώστε ο αναγνώστης να έχει μια σφαιρική εικόνα για το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο. Επίσης, υπάρχει ευρεία περιγραφή της οπτικής και άλλων σημαντικών ηγετών, όπως των ΗΠΑ, της ΕΣΣΔ αλλά και των Βαλκανίων ως προς την προσέγγιση Κίνας-Ελλάδας. Στο τέλος κάθε ενότητας γίνεται και η παράθεση των εξαχθέντων συμπερασμάτων και η απάντηση των ερωτημάτων που θέτει η έρευνα: Πόσο σημαντικές ήταν οι ελληνοκινεζικές σχέσεις για την ελληνική διπλωματία, πόσο συνέβαλαν στην εξασφάλιση των εθνικών συμφερόντων και στην αντιμετώπιση των απειλών για την Ελλάδα, πόσο ενισχύθηκε η ελληνική οικονομία.

Συμπερασματικά, εύχομαι η μονογραφία αυτή να συμβάλει τόσο στην επιστημονική έρευνα όσο και στην ποιοτική ενίσχυση καθενός που επιθυμεί να εντρυφήσει στην ελληνική διπλωματική ιστορία. Στόχος είναι η ανάδειξη των βασικών χαρακτηριστικών των ελληνοκινεζικών σχέσεων της πρώτης 25ετίας τους και η κατανόησή τους. Έτσι, ευχερέστερα μπορεί να κατανοεί ο μελετητής τόσο το υπόβαθρο όσο και το σήμερα των σχέσεων της Ελλάδας με μια από τις σημαντικότερες χώρες της διεθνούς πολιτικής σκηνής.

Οι ελληνοκινεζικές σχέσεις κατά την περίοδο 1972-1997
Εμμανουήλ Αντ. Εμμανουηλίδης
University Studio Press
σ. 288
ISBN: 978-960-12-2513-5
Τιμή: 20,00€

Keywords
Τυχαία Θέματα