Ελένη Γκίκα: «Προσωπαγνωσία»

«...Εκείνο που χάνουμε, είναι το πρόσωπό μας… Αυτό που ήμουν, που ήσουν κι αυτό που ήταν αυτοί. Εκείνο που φανερώθηκε ήταν μέχρι χθες αδιάγνωστο», γράφει σε μια από τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου της η Ελένη Γκίκα, καθόλου τυχαία, αλλά ίσως και συνειδητά, για να μείνει ο αναγνώστης με την πικρή διαπίστωση ότι στον χώρο δουλειάς είχαν όλα αλλάξει, ακόμα και τα πρόσωπα. Ξαφνικά, βρέθηκε άγνωστη μεταξύ αγνώστων. Κι εκείνοι που ακόμα μοιάζουν γνωστοί της είναι ξένοι και άγνωστοι, της συμπεριφέρονται σαν να μην έχουν σχεδόν ποτέ συναντηθεί.

{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri}

{loadposition adsence-inarticle-makri}

Βρίσκεται μέσα σε ένα περιβάλλον πρωτοφανέρωτα συγκεχυμένο, δυσερμήνευτο, ακατανόητο, απογυμνωμένο. Χαρακτηριστικά είναι τα μότο που χρησιμοποιεί και προσδιορίζουν αυτό που τη φέρνει στα όρια της αυτογνωσίας, για να συνειδητοποιήσει την «προσωπαγνωσία» μέσα στον χώρο εργασίας, πορίσματα από συγγραφείς που την επηρέασαν ως συγγραφέα και ως άνθρωπο, αλλά και κυρίως ως συγγραφέα πίσω και πριν από τη δημοσιογράφο, που ζει ανάμεσα σε γνωστούς, ξαφνικά αγνώστους, ανάμεσα σε φίλους μέχρι χτες, τους οποίους –είτε χωρίς είτε με μάσκες– δεν αναγνωρίζει πια. Όλα φαίνονται εξωπραγματικά. Την υποψία πως κάποιο ύπουλο παιχνίδι παίζεται από τους μεν σε βάρος των δε ενισχύουν οι «ρούνοι», πέτρες, κυρίως φέτες από ξύλο καρποφόρου δέντρου ή και κόκαλα που οι σαμάνοι μια ημέρα της εβδομάδας, Τετάρτη ή Παρασκευή, σκαλίζουν πάνω τους διάφορα μαγικά σύμβολα. Μετά, ένας «επίσημος ιερέας ή αρχηγός της φυλής προσεύχεται στους θεούς» και ευλογεί τους «ρούνους» μεταδίδοντας μαγικές ιδιότητες... Όλα αυτά δεν είναι παρά σκευωρία για να δημιουργούν φόβους και ανασφάλειες σε όποιον θέλουν να εκφοβίσουν και να αποπροσανατολίσουν εκείνοι που τους «δωρίζουν» ανωνύμως στα υποψήφια θύματά τους.

Την Ελένη Γκίκα, ποιήτρια, δημοσιογράφο, συγγραφέα, βιβλιοκριτικό, την παρακολουθώ, σχεδόν αδιαλείπτως, πάνω από τρεις δεκαετίες. Και μπορώ να ισχυριστώ πως εκείνο που δεν έχει χάσει, βουτηγμένη μια ολόκληρη ζωή μέσα στα βιβλία, τις σκέψεις και τη ζωή των άλλων, συνεκδοχικά, είναι το πρόσωπό της, δηλαδή ο χαρακτήρας της. Αυτό, εκτός από τα καθημερινά δρώμενα, τα κατά συνθήκην ψεύδη, φαίνεται στην ποίηση της ωριμότητάς της και στα τρία πιο πρόσφατα βιβλία της, αυτοβιογραφικά αφηγήματα στην πραγματικότητα, όπου σπάει το τζάμι του «κουκλόσπιτου», από όπου έβλεπε τον κόσμο, και ζει μέσα στο έργο της, πότε μαζί και άλλοτε παράλληλα με τον παρόντα και τον απολεσθέντα χρόνο, τον χρόνο και τον κόσμο που είχε απωθημένο μέσα της. Ξετυλίγει αργά και με σεβασμό τις αναμνήσεις, θωπεύοντας απαλά με τη σκέψη της τα αγαπημένα της πρόσωπα, αφήνει πάνω τους όση τρυφερότητα και αγάπη τούς χρωστούσε.

{jb_quote} Ξαφνικά, βρέθηκε άγνωστη μεταξύ αγνώστων. Κι εκείνοι που ακόμα μοιάζουν γνωστοί της είναι ξένοι και άγνωστοι, της συμπεριφέρονται σαν να μην έχουν σχεδόν ποτέ συναντηθεί. {/jb_quote}

Τώρα, από απόσταση και μέσα από τις εμπειρίες που έχει αποκτήσει εργαζόμενη σ’ έναν χώρο όπου καθένας έπαιζε το παιχνίδι της δικής του προβολής υπό το πρίσμα της «συνεργατικότητας και συνεργασίας», και μέσα από την προοπτική χώρου και χρόνου, παρακολουθεί τη ζωή της αντικειμενικά σαν μέσα σε καθρέφτη ή σαν μια κινηματογραφική ταινία πολλών επιπέδων και ταχυτήτων που προβάλλεται αργά αργά και συνειδητοποιεί ποια πράγματα και ποια πρόσωπα την επηρέασαν είτε θετικά είτε αρνητικά, βλέπει το βιωμένο, τον αποθησαυρισμένο μέσα κόσμο έτσι κι αλλιώς, αναγνωρίζει αξίες σε σημαντικά πρόσωπα του στενού οικογενειακού της περιβάλλοντος· ψηλαφεί προσεχτικά τα πρόσωπα για να μην τα πληγώσει· ξεκαθαρίζει παλιούς λογαριασμούς, όχι για να δικάσει και να καταδικάσει, αλλά για να αναγνωρίσει και να εκτιμήσει κινήσεις και πράξεις που δεν μπορούσε, φύσει και θέσει τότε, να κατανοήσει· ενέργειες που τώρα μόνο, από περιωπής, αντιλαμβάνεται τη σημασία τους:

Η μικρή Τέσυ θα της το ξαναπεί: «εσύ θα έπρεπε να είχες προνοήσει και να έχεις συνταξιοδοτηθεί», τα νέα παιδιά από τον πρώτο μήνα εργασίας τη σκέφτονται τη σύνταξη, είναι ήδη γεννημένοι συνταξιούχοι, γι’ αυτό δουλεύουν για τη σύνταξη, γίνεται έξω φρενών και επιμένει σαν πεισματάρικο παιδί: «μα δεν θέλω να έχω συνταξιοδοτηθεί».

Επιμένει σαν παιδί, αυτό το παιδί το καλο/κακομαθημένο, το παραχαϊδεμένο, το ανυπότακτο· το παιδί που νομίζει πως ο κόσμος έγινε στα μέτρα του, που πιστεύει πως είναι αναντικατάστατο, παρά τα όσα έχει βιώσει τόσα χρόνια παρατηρώντας τις εναλλαγές προσώπων στα πόστα, στην άσκηση εξουσίας, τις μεταπτώσεις και μεταλλάξεις των προσώπων, τις «μεταμοσχεύσεις», προσθέτω, συνειδήσεων. Εκείνη εξακολουθεί να πιστεύει ότι:

«Δεν είναι η συνείδησή μου καπέλο να την πάρω από τούτο το καρφί και να την κρεμάσω στο άλλο»

κατά που λέει ένας από τους αγαπημένους της συγγραφείς, στους οποίους καταφεύγει συχνά για να υποστηρίξει τις δικές της απόψεις. Αυτό της συμβαίνει γιατί συμβιώνει με τους ήρωες των βιβλίων που την έχουν επηρεάσει και έχουν γίνει «οικογένειά της», όπως συνηθίζει να αποκαλεί όσους θεωρεί πολύ κοντινούς, δικούς της ανθρώπους.

Τώρα που η ζωή της ξαφνικά μέσα σε μια στιγμή γύρισε ανάποδα και όλος εκείνος ο μαγικός, ο φανταχτερός, ο υπέροχος, ο πολλά υποσχόμενος κόσμος, τον οποίο η αυταπάτη της δύναμης της θέσης δημιουργεί, βλέπει πόσο απατηλός ήταν, πόσο αβέβαιος, μετέωρος, ψεύτικος ως ανύπαρκτος. Τόσο χαώδης και ανυπόστατος. Και όλοι έπαιζαν ρόλους, άλλοι ως συνειδητοί παίχτες κι άλλοι σαν πιόνια σε ένα έργο χωρίς κανόνες, ή μάλλον με τους κανόνες που επέβαλλε το ατομικό συμφέρον εκείνων που όριζαν τους κανόνες και νόμιζαν πως ρύθμιζαν και θα έχουν τον έλεγχο στο τρομερό παιχνίδι των αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων στο πολυεπίπεδο και πολύμορφο τσίρκο της καμουφλαρισμένης με τα χρώματα της φιλίας, καθημερινής αντιπαλότητας. Μέσα από τις σκιαγραφήσεις προσώπων και από τις περιγραφές της συμπεριφοράς εκείνων που εξακολουθούν να νομίζουν πως είναι ευνοούμενοι των ανωτέρων και εκείνων που καταθέτουν τα όπλα ανίκανοι να πολεμήσουν και να διεκδικήσουν ό,τι τους ανήκει· τις φωτογραφήσεις ατόμων συγκεκριμένων, που κάνει με τόση ακρίβεια και με τις καταθέσεις των όσων αποκόμισε από μια εργασία δεκαετιών μένοντας ως δήθεν επίλεκτη στο ίδιο πόστο, βλέπει ο αναγνώστης πόση αξία έχει και πόσο κοστίζει η ζωή κάθε εργαζόμενου.

Η Ελένη Γκίκα με το βιβλίο της αυτό φαίνεται να αφήνει πίσω της έναν κόσμο, που έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει πια ως ζώσα πραγματικότητα, εντός, εκτός και επί τα αυτά, έναν κόσμο περιγεγραμμένο γεωμετρικά ως παρελθόν ανεπίστρεπτο και εν πολλοίς ανεπιθύμητο, έτοιμη ν’ αρπάξει τις βαλίτσες της και να τρέξει να προλάβει το τρένο, το πλοίο, το αεροπλάνο, δεν έχει σημασία, και ν’ αρχίσει μια καινούρια ζωή μέσα στον όμορφο, τον ολάνθιστο, μοσχοβολισμένο κόσμο που μια ολόκληρη ζωή χτίζει γύρω της, στον ποιητικό της χώρο και χρόνο.

Στο εξώφυλλο ο Όρσον Ουέλς σε πλάνο από την ταινία του Ο πολίτης Κέιν.

Προσωπαγνωσία
Δημοσιογραφικό θρίλερ
Ελένη Γκίκα
ΑΩ Εκδόσεις
σ. 156
ISBN: 978-618-5363-64-2
Τιμή: 13,78€

Keywords
Τυχαία Θέματα