Μενδωνίζομαι: ρήμα παθητικής φωνής

Μενδωνίζομαι (ρ) 1. εξοργίζομαι από την αδικία που γίνεται σε βάρος μου«είναι λογικό να μενδωνίζεται όταν έχει δώσει εκατομμύρια και ακούει ότι μια ...

Keywords
Τυχαία Θέματα
Μενδωνίζομαι,mendonizomai