Αναρχικοί: καταστρέφουν γιατί απλά βαριούνται

αναρχικός (ο) 1. αυτός που είναι μονίμως θυμωμένος, τσαντίλας «πολύ δύσκολο να μιλήσεις στον Γιώργο έτσι αναρχικός που είναι» 2. κακομαθημένος ...

Keywords
Τυχαία Θέματα