Βαριόντουσαν οι Αρχαίοι Έλληνες;

01:40 7/6/2025 - Πηγή: Sportime

Η αρχαιότητα δεν ήταν μια ατέλειωτη γιορτή με θέατρα, μάχες και φιλοσοφικές αναζητήσεις. Υπήρχαν μέρες άδειες, ώρες που δεν συνέβαινε τίποτα. Η βαρεμάρα δεν είχε τη σημερινή της λέξη, αλλά το συναίσθημα ήταν παρόν. Οι αρχαίοι το ένιωθαν ως αθυμία, ακηδία, ψυχική κόπωση ή απουσία σκοπού. Δεν ήταν απλώς πλήξη, ήταν αίσθηση ότι η ζωή σέρνεται χωρίς περιεχόμενο.

Ο Αριστοτέλης γράφει για την «ἀπραγμοσύνη» ως μια στάση όπου ο πολίτης απομακρύνεται από τη συμμετοχή στα κοινά. Δεν είναι ηρεμία, είναι παραίτηση.

Κάτι παρόμοιο με αυτό που νιώθει σήμερα κάποιος που δεν έχει δουλειά, στόχο ή ενέργεια να ενδιαφερθεί. Η λέξη υπάρχει και στον Θουκυδίδη, για ανθρώπους που δεν ανακατεύονται με τίποτα. Δεν είναι τιμή, είναι παραίτηση από το νόημα.

Η ακηδία, πιο μεταφυσική, εμφανίζεται αργότερα στους στωικούς και στους μοναχούς, σαν μια υπαρξιακή ραθυμία. Στην ουσία περιγράφει την ψυχική αδράνεια όταν δεν υπάρχει τίποτα να προκαλέσει συγκίνηση. Οι πατέρες της Εκκλησίας την έβλεπαν ως πειρασμό που κάνει τον μοναχό να νιώθει πως τίποτα δεν έχει νόημα – μια αρχαία μορφή κατάθλιψης, που ξεκινά ως βαρεμάρα.

Στην Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ., ένας πολίτης μπορεί να είχε πολλές ώρες χωρίς υποχρεώσεις. Αν δεν ήταν μέλος της βουλής ή δικαστής εκείνη τη μέρα, δεν είχε τίποτα να κάνει. Οι περισσότερες ασχολίες των ανδρών διαρκούσαν λίγο: μια βόλτα στην αγορά, λίγο γυμναστήριο, ένα γρήγορο γεύμα. Ο υπόλοιπος χρόνος έπρεπε να περάσει. Πώς;

Οι πιο φιλοσοφημένοι τον περνούσαν στοχαστικά. Ο Σωκράτης έβγαινε στους δρόμους και έψαχνε κόσμο να μιλήσει. Δεν είχε σπίτι, δουλειά ή πρόγραμμα. Ζούσε κυριολεκτικά από κουβέντα σε κουβέντα, όχι από ανάγκη για απαντήσεις, αλλά για να δώσει στο κενό μορφή. Ο Διογένης, χωρίς σπίτι, κοιμόταν μέσα σε πιθάρι και διασκέδαζε προκαλώντας τους άλλους. Αυτή η προκλητική απραξία ήταν μορφή διαμαρτυρίας, αλλά και απάντηση στην ανούσια πλήξη της πόλης.

Οι τραγικοί ποιητές γνώριζαν ότι οι άνθρωποι χρειάζονταν συγκίνηση. Οι θεατρικές γιορτές στην Αθήνα γίνονταν λίγες φορές τον χρόνο, αλλά όταν έρχονταν, οι πολίτες παρακολουθούσαν πολλές ώρες δραμάτων συνεχόμενα. Δεν ήταν απλώς τέχνη· ήταν κάθαρση. Μέσα από τον πόνο των άλλων, έσπαγε η μονοτονία της δικής τους ζωής.

Οι γυναίκες, ιδίως στην Αθήνα, ζούσαν περιορισμένες. Είχαν παιδιά, υπηρεσίες, υφαντική. Όταν όλα αυτά τελείωναν, έμενε ο χρόνος. Δεν συμμετείχαν στη δημόσια ζωή. Η βαρεμάρα τους ήταν σιωπηλή και δεν καταγράφηκε. Δεν έπιαναν φιλοσοφικές συζητήσεις. Δεν έβγαιναν στην πλατεία. Η βαρεμάρα τους ήταν ορατή μόνο από τον εσωτερικό χώρο, εκεί όπου τα πάντα στέκονταν ακίνητα.

Ακόμα και οι νέοι, αν δεν ήταν στη στρατιωτική εκπαίδευση, είχαν ώρες που δεν ήξεραν τι να κάνουν. Οι αρχαίοι περιγράφουν νεαρούς να παίζουν κύβους, να γελούν χωρίς λόγο, να κυνηγούν περιστέρια ή να κάνουν φάρσες. Υπάρχουν πήλινες απεικονίσεις με εφήβους που κάθονται χωρίς ενέργεια, απλώς χαζεύουν.

Η βαρεμάρα δεν ήταν ντροπή, αλλά ούτε και αρετή. Ήταν φυσική. Η φράση «οὐδέν πράττειν» – να μη κάνεις τίποτα – ήταν καθημερινή. Δεν σήμαινε τεμπελιά, σήμαινε ότι απλώς περνούσε η ώρα. Δεν είχαν υποχρεώσεις συνεχώς. Δεν είχαν ρολόγια ή πρόγραμμα. Είχαν τον ήλιο και το σώμα τους ως μέτρο του χρόνου.

Οι Στωικοί δίδαξαν ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να εξαρτάται από τα εξωτερικά γεγονότα για να βρει νόημα. Αν όλα γύρω είναι στάσιμα, πρέπει να στραφείς προς τα μέσα. Η βαρεμάρα γίνεται ευκαιρία για αυτογνωσία. Αν δεν μπορείς να βρεις τι να κάνεις, βρες ποιος είσαι.

Η πλήξη στην αρχαία Ελλάδα δεν ήταν ένδειξη αποτυχίας. Ήταν το πεδίο όπου γεννήθηκε η σκέψη, ο μύθος, το ερώτημα. Μπορεί σήμερα να την καλύπτουμε με εικόνες και ήχους, αλλά εκείνοι την αντιμετώπιζαν με βλέμμα προς τον ουρανό ή με μια ερώτηση στο στόμα. Μπορεί να βαριόντουσαν, αλλά η βαρεμάρα αυτή έγινε πολιτισμός.

Γρηγόρης Κεντητός για το sportime.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα