Τον έβαλαν στη φυλακή στα 6 του. Μετά έγινε ο άρχοντας του τρόμου και καθήλωσε όλο τον πλανήτη

00:58 9/5/2025 - Πηγή: Sportime

Όταν ήταν μόλις έξι ετών, ο Άλφρεντ Χίτσκοκ ένιωσε για πρώτη φορά το κρύο σίδερο της τιμωρίας. Ο πατέρας του, ένας αυστηρός καθολικός παντοπώλης, τον έστειλε σε ένα τοπικό αστυνομικό τμήμα με ένα σημείωμα καρφιτσωμένο στο παλτό του. Ο αστυνομικός που το διάβασε, τον έβαλε για πέντε λεπτά σε ένα κελί. Ήταν αρκετά. Το παιδί δεν ξέχασε ποτέ. Δεν ξέχασε τον τρόμο της εξουσίας, τη σιωπή του εγκλεισμού, την ενοχή που δεν καταλάβαινε. Εκεί μπήκαν οι πρώτοι λίθοι για το ψυχολογικό θρίλερ, για τον άνθρωπο που θα έντυνε τους φόβους με σασπένς

και τις τύψεις με σκιές.

Αυτό το πεντάλεπτο —αν συνέβη όπως το διηγήθηκε— μετατράπηκε σε εφιάλτη που ποτέ δεν έσβησε. Ο Χίτσκοκ έλεγε συχνά ότι η εμπειρία αυτή τον έκανε να φοβάται τους αστυνομικούς όλη του τη ζωή. Δεν οδηγήθηκε ποτέ σε δίκη ή φυλακή ως ενήλικος, αλλά ο φόβος της αυθαίρετης εξουσίας και του εγκλεισμού στοιχειώνει σχεδόν κάθε του έργο. Από το «Wrong Man» μέχρι το «Psycho», οι ήρωές του είναι συχνά αθώοι που κυνηγιούνται από το σύστημα. Το κακό παραμονεύει πίσω από πόρτες, μέσα σε οικογένειες, ακόμα και στο ίδιο μας το μυαλό.

Γεννημένος το 1899 στο Λέιτονστοουν του ανατολικού Λονδίνου, ο μικρός Άλφρεντ ήταν ένα παιδί ντροπαλό, μοναχικό και με σοβαρά προβλήματα υγείας, που διάβαζε μανιωδώς και παρατηρούσε τους ανθρώπους σαν παίκτες σε θεατρικό έργο. Η παιδική του τιμωρία δεν ήταν η μόνη εμπειρία που θα του σμίλευε τη θεματολογία. Φοίτησε σε καθολικό σχολείο ιησουιτών, όπου η πειθαρχία δεν ήταν διαπραγματεύσιμη και η ενοχή διαπερνούσε κάθε λέξη. Ο ίδιος ανέφερε αργότερα πως τον χτυπούσαν με ραβδιά στις παλάμες κάθε φορά που γελούσε ή έκανε φασαρία.

Μέχρι τα 25 του σχεδίαζε τίτλους για βωβές ταινίες. Μέχρι τα 30 του σκηνοθετούσε ήδη ολόκληρες ταινίες. Και όχι όποιες κι όποιες. Το 1927, με το «The Lodger», ο Χίτσκοκ βάζει τα πρώτα θεμέλια του κινηματογραφικού τρόμου όπως τον ξέρουμε σήμερα. Έναν άντρα που υποψιαζόμαστε ότι είναι ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης. Μια Λονδρέζικη ομίχλη. Μια κάμερα που κινείται ύπουλα πίσω από την πόρτα. Και ο θεατής, για πρώτη φορά, δεν είναι σίγουρος ποιος να εμπιστευτεί.

Η επανάσταση του Χίτσκοκ δεν ήταν οι φόνοι, αλλά οι καθυστερήσεις. Το βλέμμα που περιμένει, η μουσική που αυξάνεται, το μαχαίρι που δεν φαίνεται. Στο «Psycho» του 1960, σπάει όλους τους κανόνες: σκοτώνει την πρωταγωνίστρια στα πρώτα 45 λεπτά και αφήνει τον θεατή να νιώθει ανασφαλής για το υπόλοιπο της ταινίας. Κι όλα αυτά χωρίς να δείξει ούτε μία φορά τη λεπίδα να αγγίζει το σώμα.

Η εμμονή του με το έγκλημα, την ενοχή, τη διπλή ταυτότητα και τη μοίρα που καραδοκεί έχει τις ρίζες της στην παιδική του εμπειρία. Ο Χίτσκοκ δεν έφτιαχνε απλώς ταινίες. Κατασκεύαζε ψυχογραφήματα, λαβυρίνθους όπου ο θεατής έμπαινε μόνος του, με φόβο, με δισταγμό, με την καρδιά του να χτυπά στα αυτιά του.

Η ζωή του είχε στοιχεία μυστηρίου όσο και οι ταινίες του. Παντρεύτηκε τη μοντέρ του, την Άλμα, και μαζί έφτιαξαν έναν αόρατο κινηματογραφικό μηχανισμό που είχε σχεδόν μαθηματική ακρίβεια. Δεν του άρεσαν οι ηθοποιοί που δεν υπάκουαν και δεν έκρυβε ότι προτιμούσε να δουλεύει με σκηνικά και όχι με ανθρώπους. Ο φόβος του για την ακαταστασία, την αποτυχία και τον θάνατο τον ακολουθούσε παντού. Όπως και οι μνήμες εκείνου του παιδιού στο κελί.

Στην πορεία του γύρισε περισσότερες από 50 ταινίες, δημιούργησε νέα κινηματογραφικά λεξιλόγια, καθόρισε την έννοια του θρίλερ και επινόησε έναν τρόμο που δεν χρειάζεται αίμα αλλά μόνο ένα σιωπηλό βλέμμα, μια κλειστή πόρτα, έναν ήχο που δεν ταιριάζει με την εικόνα.

Έφυγε το 1980, αλλά το βλέμμα του εξακολουθεί να μας παρακολουθεί. Από πίσω. Από ψηλά. Από ένα άνοιγμα στην κουρτίνα. Ίσως επειδή κατάλαβε κάτι νωρίς: πως ο φόβος δεν χρειάζεται τέρατα. Αρκεί μια παιδική ανάμνηση, μια ενοχή χωρίς εξήγηση, κι ένας πατέρας που σε στέλνει με ένα χαρτάκι να δεις τι σημαίνει εξουσία.

Γρηγόρης Κεντητός για το sportime.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα