Τον έκρυβαν μέσα σε σακιά με άχυρα. Τον ρωτούσαν τι κουβαλά και απαντούσε “φαΐ για το ζώο μου”. Ήταν το λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνα.

Ο Άγιος Σπυρίδωνας πέθανε το 348 μ.Χ. και για τριακόσια ολόκληρα χρόνια το άφθαρτο λείψανό του παρέμεινε θαμμένο στην Τριμυθούντα της Κύπρου, στο σημείο που έζησε, δίπλα στον Ναό του. Ήταν η εποχή που η πίστη ακουμπούσε ακόμη πάνω στη σάρκα των αγίων και το σώμα του Σπυρίδωνα δεν σάπιζε. Οι πιστοί μαζεύονταν να προσκυνήσουν έναν άγιο που έδειχνε πως ούτε ο θάνατος δεν μπορεί να σταματήσει τους ταπεινούς που αγαπήθηκαν απ’ τον Θεό.

Το 648 μ.Χ., η Κύπρος

ήταν έρμαιο των επιδρομών. Οι Σαρακηνοί κατέφταναν από τη θάλασσα και ξερίζωναν ό,τι εύρισκαν στο πέρασμά τους. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός πήρε την απόφαση να σώσει τα ιερά λείψανα από πιθανή βεβήλωση. Ανάμεσά τους και το σώμα του Σπυρίδωνα. Το μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί τοποθετήθηκε μαζί με το λείψανο της Αυγούστας Θεοδώρας σε έναν ναό που δέχτηκε χιλιάδες προσκυνητές.

Αιώνες μετά, λίγο πριν την Άλωση, ένας ιερέας που έμελλε να γράψει μια απ’ τις πιο συγκλονιστικές σελίδες της θρησκευτικής ιστορίας, πήρε την απόφαση να σώσει το λείψανο και να το φυγαδεύσει μακριά. Ονομάζονταν Γρηγόριος Πολύευκτος. Ήξερε ότι οι ώρες ήταν μετρημένες. Πήρε το λείψανο, το τύλιξε προσεκτικά και το έκρυψε μέσα σε σακιά γεμάτα άχυρα. Όταν τον ρωτούσαν τι κουβαλά, απαντούσε: «Φαΐ για το ζώο μου».

Πέρασε τα Βαλκάνια, διέσχισε Σερβία, Θράκη και Μακεδονία. Ξεκουραζόταν σε χωριά και μοναστήρια, αλλά ποτέ δεν έλεγε την αλήθεια για το φορτίο του. Δεν το άφησε στιγμή από τα μάτια του. Όποιος τον ρωτούσε τι μεταφέρει, λάμβανε την ίδια απάντηση, με το ίδιο ύφος και την ίδια απάθεια: τροφή για το υποζύγιο. Στην πραγματικότητα, κουβαλούσε έναν Άγιο ολόκληρο. Και μαζί του, τη μνήμη της Εκκλησίας και της πίστης.

Το ταξίδι του κράτησε τρία χρόνια. Κάθε νύχτα κοιμόταν δίπλα στο σακί. Κάθε αυγή προσευχόταν. Κάθε μέρα γινόταν και πιο βέβαιος ότι η Κέρκυρα ήταν ο τελικός του προορισμός. Το 1456, έφτασε στο νησί. Τα Επτάνησα βρίσκονταν υπό την κυριαρχία των Ενετών. Εκεί συνάντησε έναν πρόσφυγα, ιερέα κι αυτόν, τον Γεώργιο Καλοχαιρέτη, και του εμπιστεύτηκε το λείψανο.

Μετά τον θάνατό του, το λείψανο πέρασε ως κληρονομιά στους γιους του Καλοχαιρέτη, Λουκά και Φίλιππο. Οι δυο τους θέλησαν κάποια στιγμή να το μεταφέρουν στη Βενετία. Μάλιστα η υπόθεση εκδικάστηκε από τη Γερουσία των Ενετών. Το δικαστήριο αποφάσισε πως το λείψανο αποτελεί ιδιοκτησία τους, όμως δεν τους εμπόδισε νομικά. Τους σταμάτησε κάτι άλλο: η οργή του κερκυραϊκού λαού. Δεν τους άφησε ποτέ να πάρουν τον Άγιό τους. Και το κράτος της Γαληνοτάτης δεν τόλμησε να τα βάλει με τη συγκίνηση ενός νησιού.

Το 1571, η εγγονή της οικογένειας Καλοχαιρέτη, Ασημίνα, παντρεύτηκε τον Σταμάτιο Βούλγαρη και άφησε το λείψανο ως κληρονομιά στους απογόνους της. Από τότε μέχρι σήμερα, το σώμα του Αγίου Σπυρίδωνα βρίσκεται στην Κέρκυρα. Η λάρνακά του φυλάσσεται σε κρύπτη και το σκήνωμα παραμένει άφθαρτο, με νύχια που μεγαλώνουν και ρούχα που φθείρονται από τον καιρό και την υγρασία, σαν να ζει.

Κάθε χρόνο λιτανεύεται τέσσερις φορές. Οι Κερκυραίοι βγαίνουν στους δρόμους. Οι στρατιωτικές μπάντες παίζουν. Οι μανάδες σταυροκοπιούνται. Οι πατέρες βγάζουν τα καπέλα. Και κάπου εκεί, διακριτικά, ο Άγιος Σπυρίδων περνά, με βήμα ήσυχο, σχεδόν ανθρώπινο, όπως τότε που ήταν βοσκός στην Κύπρο.

Γρηγόρης Κεντητός για το sportime.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα