Στην Ελλάδα του 1880, αν είχες καΐκι και 3 γαϊδάρους, ήσουν εφοπλιστής

12:18 2/6/2025 - Πηγή: Sportime

Στις δεκαετίες πριν το 1900, δεν υπήρχε κανείς πιο υπολογίσιμος από τον νησιώτη με το δικό του καΐκι. Το μικρό του σκάφος, φτιαγμένο από ξύλο πεύκου ή κυπαρίσσι, κουβαλούσε στα αμπάρια του σταφίδα, λάδι, σαπούνι, κρασί, ξυλεία ή ρητίνη. Αν είχε και δυο-τρία υποζύγια να φορτώνουν και να ξεφορτώνουν στις αποβάθρες της Κορίνθου, του Ναυπλίου ή του Γυθείου, τότε δεν ήταν πια απλός έμπορος· ήταν μικρός εφοπλιστής. Κι ας μην ήξερε ούτε να γράφει καλά το όνομά του.

Οι γολέτες, τα σλοούπ, οι σκούνοι και τα brigantine δεν ήταν πολυτέλεια· ήταν το καθημερινό μέσο δουλειάς. Μετέφεραν σοδειές από τις ακτές της Μεσσηνίας ως την Κωνσταντινούπολη, και γύριζαν πίσω με βαρέλια ξύδι, ρουχισμό, ή και λίγα φράγκα σε ξένο νόμισμα. Τα καΐκια ανήκαν συχνά σε ομάδες ναυτών που συνεισέφεραν ο καθένας από λίγα χρήματα. Το πλήρωμα ήταν και ιδιοκτήτης. Αν είχες σκαρί, είχες και λόγο.

Το 1881, το ελληνικό κράτος κατέγραφε τον εμπορικό στόλο του με ακρίβεια: 2 κορβέτες, 6 ατμόπλοια, 6 gunboats, 1 royal yacht και πλήθος μικρότερων. Αυτά ήταν τα “μεγάλα”. Αλλά στον κόλπο της Ύδρας, στη Σύμη, την Ιθάκη, την Κάλυμνο, τη Σκιάθο, το Πλωμάρι και την Αίγινα, αμέτρητοι μικροπλοιοκτήτες ζούσαν από τα πήγαινε-έλα, φτιάχνοντας μια ολόκληρη ναυτοσύνη που δεν καταγράφτηκε ποτέ στα επίσημα χαρτιά. Κι όμως, αυτοί έβαλαν τις βάσεις για το ναυτιλιακό θαύμα του 20ού αιώνα.

Η σταφίδα και η ρητίνη ήταν το πετρέλαιο της εποχής. Είχαν ζήτηση στην Ευρώπη, και την κουβαλούσαν με μικρά, ευκίνητα σκάφη που χωρούσαν στις ρηχές αποβάθρες. Τα περισσότερα δεν είχαν καν αποθήκες. Ήταν απλώς πλωτές πλατφόρμες με πανιά, εξαρτημένες από τον καιρό και τα γαϊδούρια που έφερναν το φορτίο μέχρι το κύμα.

Και όμως, οι άνθρωποι αυτοί προλάβαιναν τον ανταγωνισμό, έβγαζαν κέρδος, κι αν δεν πλούτιζαν, τουλάχιστον ζούσαν με αξιοπρέπεια. Ήξεραν πότε να πουλήσουν, πού να φορτώσουν, πώς να διαπραγματευτούν. Τα παιδιά τους δεν σπούδαζαν, αλλά από τα 12 χρόνια ήξεραν να “δένουν κάβο”, να διαβάζουν καιρό και να μετρούν σε δολάρια, φράγκα και λίρες.

Στην Κάλυμνο, οι ναύτες είχαν φτιάξει “συντεχνίες” με καΐκια που ταξίδευαν μέχρι τη Βηρυτό. Στην Ύδρα, οι παλιοί καραβοκύρηδες είχαν γίνει μεσάζοντες. Στην Ιθάκη, κάθε οικογένεια είχε τουλάχιστον ένα μέλος στη θάλασσα. Στο Μεσολόγγι έπαιρναν το αλάτι και το μετέφεραν στα νησιά με βάρκες που έμοιαζαν με φέρετρα. Και όλοι ζούσαν απ’ αυτό.

Όταν ο Ευρωπαίος περιηγητής έγραφε στον Baedeker πως “οι ναύτες της Ελλάδος πολλές φορές κερδίζουν περισσότερα από τους πασάδες”, δεν υπερέβαλλε. Είχε δει μικροκαμωμένους θαλασσινούς να εμπορεύονται ξύδι και λάδι, να φορτώνουν ό,τι βρίσκουν, και να επιστρέφουν πιο πλούσιοι από τραπεζίτες.

Σήμερα τους λέμε ρομαντικούς. Τότε όμως ήταν απλώς εξαιρετικοί επιχειρηματίες με μια σανίδα και πανί.

Γρηγόρης Κεντητός για το sportime.gr.

Keywords