Ο serial killer που έγινε γνωστός σαν Βρικόλακας του Σακραμέντο δεν παραβίασε ποτέ καμία πόρτα. Πίστευε ότι τα ξεκλείδωτα σπίτια τον καλούσαν να μπει

Ο Ρίτσαρντ Τσέις γεννήθηκε το 1950 και από νωρίς εμφάνισε όλα τα προειδοποιητικά σημάδια. Ζωοκτονίες, πυρομανία, αδυναμία διατήρησης κοινωνικών σχέσεων. Οι γιατροί του είχαν ήδη κάνει λόγο για σχιζοφρενική διαταραχή, αλλά οι κρατικοί μηχανισμοί έκαναν το κλασικό: τον άφησαν ελεύθερο. Κι εκείνος, ήσυχα, περίμενε τις πόρτες που κάποιος ξέχασε να κλειδώσει.

Οι αστυνομικοί που τον ανέκριναν δεν πίστευαν στ’ αυτιά τους. Ο Τσέις έψαχνε τυχαία σπίτια, δοκιμάζοντας το χερούλι. Αν ήταν κλειδωμένο, αποχωρούσε. Το θεωρούσε σημάδι πως δεν είναι καλοδεχούμενος. Αν όμως η πόρτα άνοιγε, την έβλεπε σαν πρόσκληση. Όχι από τους ενοίκους — από τον ίδιο τον Θεό, όπως έλεγε. Και δεν έφευγε ποτέ χωρίς να χυθεί αίμα.

Τον Ιανουάριο του 1978, μέσα σε ένα μήνα, σκότωσε έξι ανθρώπους, ανάμεσά τους και ένα μόλις τριών μηνών μωρό. Σε ορισμένες περιπτώσεις ήπιε το αίμα των θυμάτων του, ενώ σε μία από τις πιο φρικτές, άνοιξε το κρανίο του θύματος και έφαγε τον εγκέφαλο. Όλα αυτά, σε σπίτια που είχαν ξεχαστεί ανοιχτά. Ο «κανόνας» του ακολουθήθηκε πιστά μέχρι τέλους.

Ο ίδιος πίστευε πως το αίμα του σάπιζε και έπρεπε να το αντικαταστήσει με φρέσκο, ανθρώπινο αίμα. Έφτιαχνε ροφήματα με εντόσθια ζώων και ανακάτευε αίμα με Coca-Cola. Μία φορά, εισήχθη σε ψυχιατρική κλινική, όπου βρέθηκε να πίνει το αίμα περιστεριών. Τον έδιωξαν σύντομα, αφού κρίθηκε… ακίνδυνος για το κοινό. Λίγους μήνες μετά, έγινε θρύλος του τρόμου.

Η αστυνομία εντόπισε το σπίτι του και πάγωσε: το ψυγείο περιείχε όργανα από τα θύματα, ενώ στους τοίχους βρέθηκαν σημάδια αίματος ανακατεμένου με περιττώματα. Στην κρεβατοκάμαρά του υπήρχε ένα μπλέντερ γεμάτο υπολείμματα σπλάχνων. Είχε διακοσμήσει το διαμέρισμα με κόκαλα ζώων, ενώ το χαλί ήταν ποτισμένο με αίμα που έβραζε κάτω από τις πατούσες των ερευνητών.

Η δίκη του προκάλεσε σοκ. Οι ένορκοι δεν πείστηκαν από τις ψυχιατρικές γνωματεύσεις, τον έκριναν ένοχο και καταδικάστηκε σε θάνατο. Ο Τσέις, όμως, δεν περίμενε να εκτελεστεί. Το 1980, μόλις 30 χρονών, αυτοκτόνησε μέσα στο κελί του, παίρνοντας μεγάλη ποσότητα αντικαταθλιπτικών που είχε αποθηκεύσει στα κρυφά. Ποτέ δεν εξέφρασε τύψεις. Μόνο παράνοια.

Η υπόθεσή του χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα σε σχολές εγκληματολογίας και ψυχιατρικής για να αναδειχθεί το πώς ο παραλογισμός μπορεί να αποκτήσει εσωτερική λογική. Το «ξεκλείδωτο σπίτι» δεν είναι πια απλώς ένα λάθος. Είναι υπενθύμιση ότι κάποιος μπορεί να περιμένει απ’ έξω και να το δει σαν θεϊκή άδεια για να μπει. Ο Ρίτσαρντ Τσέις δεν έσπαγε πόρτες. Αλλά έσπαγε ανθρώπους.

Γρηγόρης Κεντητός για το sportime.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα