Ήξερες τι σημαίνει η λέξη πασατέμπος;

Δεν ήταν φαγητό. Ήταν συνήθεια. Ήταν ρυθμός. Ήταν ο ήχος που ακουγόταν συγχρονισμένος στις εξέδρες του γηπέδου, στις πλατείες με τα σιδερένια παγκάκια και στις πρώτες σειρές των θερινών σινεμά. Το «κρακ» του κολοκυθόσπορου που έσπαγε με τα δόντια και το φτύσιμο του φλοιού στο πλάι ήταν ένα ιερό τελετουργικό. Όχι από πείνα — από χρόνο.

Η λέξη «πασατέμπος» δεν έχει ελληνικές ρίζες. Έρχεται από την ιταλική έκφραση passa tempo, που σημαίνει «πέρασε η ώρα». Από εκεί και πέρα όλα έγιναν μόνοι μας: πήραμε την ξένη φράση, τη στρογγυλέψαμε, της δώσαμε νέα ζωή και την κάναμε λέξη. Και τη λέξη την κάναμε πράξη. Ο πασατέμπος έγινε ο πιο λαϊκός τρόπος για να σκοτώσεις την πλήξη, να γεμίσεις τα χέρια σου και να αφήσεις τον χρόνο να κυλήσει, όπως οι σπόροι μέσα στο σακουλάκι.

Σε θερινά σινεμά της δεκαετίας του ’60 και του ’70, πριν το ποπ κορν καταλάβει τα πάντα, ο πασατέμπος ήταν βασιλιάς. Δεν ήταν απλώς σνακ· ήταν μέρος της ατμόσφαιρας. Η μάνα κρατούσε τη σακούλα, τα παιδιά έπαιρναν έναν-έναν τους σπόρους, ο πατέρας κοιτούσε την οθόνη με τα μάτια να γυαλίζουν — και όλοι μαζί μάσαγαν, ρουφούσαν τον ήχο της νύχτας, έφτυναν τα τσόφλια με τρόπο μελετημένο. Ούτε γρήγορα ούτε αδιάκριτα. Σαν τελετουργία.

Κανείς δεν μετρούσε θερμίδες. Κανείς δεν ανησυχούσε για το αλάτι. Ο πασατέμπος δεν ήταν φαγητό. Ήταν «πέρασμα του χρόνου» με συντροφιά και ιστορίες. Ήταν δικαιολογία για κουβέντα, για σιωπή, για προσμονή. Ήταν το πιο ανέξοδο εισιτήριο σε μια βραδιά που χρειαζόταν απλώς κάτι για να γλιστρήσει η ώρα — χωρίς γεύμα, χωρίς κινητό, χωρίς επαφή με την εποχή.

Όταν δεν είχες χρήματα για καφέ ή ποτό, όταν έψαχνες κάτι να κάνεις στα στρατόπεδα, όταν ο έρωτας σε είχε αφήσει και δεν ήθελες να μιλήσεις σε κανέναν, αγόραζες πασατέμπο. Ήταν το μοναδικό προϊόν στην ιστορία της ελληνικής αγοράς που δεν χρειαζόταν συνοδευτικά. Δεν ήθελε παρέα, μουσική, ούτε διαφήμιση. Πουλιόταν σε σούπερ μάρκετ, σε καντίνες, σε κινηματογράφους, σε γήπεδα και στα πεζοδρόμια. Δεν είχε παρτίδες με τα trends — είχε παρτίδες με τους ανθρώπους.

Σήμερα λίγοι τον ζητούν με το όνομά του. Πιο συχνά θα πεις «κολοκυθόσπορος» ή «σπόρια». Αλλά η λέξη υπάρχει ακόμα. Είναι ένα κομμάτι της ελληνικής αστικής παράδοσης που κουβαλάει μέσα της ήχους, καλοκαίρια και μια παλιά τέχνη: αυτή του να κάθεσαι, να σκέφτεσαι, και να αφήνεις τον χρόνο να περνάει — αργά, σαν τσόφλι που το σπας με προσοχή για να φτάσεις στην καρδιά του.

Γρηγόρης Κεντητός για το sportime.gr.

Keywords