Ήταν μόλις 45 κιλά και μύριζε φρικτά. Έτρωγε γάτες, πτώματα και σκουπίδια, έτρωγε συνέχεια και δεν έπαιρνε κιλά αλλά όταν πείναγε γινόταν βίαιος και παρανοϊκός

Γεννήθηκε το 1772 στην ύπαιθρο κοντά στη Λυών και από μικρό παιδί έτρωγε ασταμάτητα. Όχι από λαιμαργία, αλλά επειδή ένιωθε ότι πεινούσε πάντα. Οι γονείς του δεν μπορούσαν να τον συντηρήσουν. Έτρωγε το φαγητό όλης της οικογένειας, τις πατάτες των γειτόνων, ακόμα και χόρτα και φύλλα από τα δέντρα. Κάποια στιγμή τον πέταξαν έξω από το σπίτι.

Στην εφηβεία του τριγυρνούσε στους δρόμους της Γαλλίας κάνοντας επιδείξεις: κατάπινε πέτρες, ξύλα, ζωντανά ζώα, σπαρταριστά ψάρια, ό,τι του έδιναν οι περαστικοί. Δεν χόρταινε ποτέ. Όταν η Γαλλία μπήκε σε πόλεμο, κατετάγη στο στρατό. Αλλά και τέσσερις μερίδες ημερησίως δεν του έφταναν. Άρπαζε αποφάγια, γυρνούσε γύρω από αποχωρητήρια, έτρωγε από σκουπίδια. Σύντομα αρρώστησε και μεταφέρθηκε σε στρατιωτικό νοσοκομείο.

Εκεί τον ανέλαβαν οι γιατροί Courville και Percy. Προσπάθησαν να τον μελετήσουν. Ήταν σκελετωμένος, μόλις 45 κιλά, αλλά έτρωγε για ώρες χωρίς σταματημό. Μπορούσε να καταπιεί δεκάδες αυγά, ωμά κρέατα και μεγάλα κομμάτια χωρίς να μασήσει. Μια φορά του έδωσαν μια ζωντανή γάτα. Τη δάγκωσε, την καταβρόχθισε, ήπιε το αίμα και άφησε μόνο τα κόκαλα.

Μετά ήρθαν τα φίδια, οι σαύρες και μια ολόκληρη χέλια που την κατάπιε όπως ήταν. Δεν είχε κανένα πρόβλημα. Οι γιατροί σημείωσαν πως το στομάχι του φούσκωνε σαν σαμπρέλα, και μετά από λίγες ώρες κρεμόταν σαν άδειο σάκκο. Το δέρμα του ήταν τόσο χαλαρό που το πέταγε πάνω από τον ώμο του. Μπορούσε να χωρέσει ως και δέκα μήλα στο στόμα του ταυτόχρονα.

Η μυρωδιά του ήταν κάτι το απερίγραπτο. Ίδρωνε ασταμάτητα και από το σώμα του ανέβαινε ένας καπνός, μια μάζα αποφοράς που έκανε δύσκολη την αναπνοή. Όποιος πλησίαζε ένιωθε ναυτία. Η αναπνοή του μύριζε σήψη, τα ρούχα του ήταν βρεγμένα από ιδρώτα, και οι εκκρίσεις του ήταν τόσο βρωμερές που προκαλούσαν εμετό στο προσωπικό του νοσοκομείου.

Το πιο τρομακτικό όμως ήταν όταν δεν έβρισκε να φάει. Γινόταν επικίνδυνος. Τον έπιαναν κρίσεις μανίας. Φώναζε, έσπαγε αντικείμενα, και προσπάθησε να φάει ό,τι έβρισκε μπροστά του. Λέγεται ότι κάποια στιγμή ήπιε το αίμα άλλων ασθενών. Μαρτυρίες αναφέρουν ότι έψαχνε το νεκροτομείο για να φάει πτώματα. Τον έδιωξαν κακήν κακώς από τον στρατό.

Πριν φύγει, οι αρχές είχαν προσπαθήσει να τον χρησιμοποιήσουν ως κατάσκοπο: του έδωσαν ένα μυστικό μήνυμα μέσα σε μεταλλική κάψουλα για να το καταπιεί και να το παραδώσει πέρα από τις γραμμές του εχθρού. Αλλά τον συνέλαβαν, βασανίστηκε, και το μόνο που έκανε ήταν να… αποβάλει την κάψουλα. Δεν άντεχε καμία πίεση. Ούτε σαν στρατιώτης, ούτε σαν άνθρωπος.

Στα τελευταία του χρόνια ζούσε απομονωμένος, περιπλανώμενος. Η κατάστασή του επιδεινώθηκε. Έκανε κρίσεις πόνου στην κοιλιά, έβγαζε αίμα, άρχισε να σαπίζει ζωντανός. Το 1798, σε ηλικία μόλις 26 ετών, πέθανε σε φρικτή κατάσταση. Στην αυτοψία βρέθηκε ένα τεράστιο, εκτεταμένο στομάχι που κατέβαζε ως τη λεκάνη, ένα συκώτι αφύσικα διογκωμένο και έντερα σε συνεχή φλεγμονή.

Κανείς δεν μπόρεσε να εξηγήσει τι ακριβώς είχε. Ορισμένοι υπέθεσαν βλάβη στον υποθάλαμο, άλλοι σπάνιο ενδοκρινικό σύνδρομο. Αλλά η αλήθεια είναι πως ο Tarrare δεν χώρεσε ποτέ στις ιατρικές νόρμες. Ήταν ο άνθρωπος που έτρωγε τα πάντα, και όμως έμενε πεινασμένος. Ένα ανθρώπινο μυστήριο που πέθανε όπως έζησε: μέσα σε δυσωδία, μοναξιά και αδηφαγία.

Γρηγόρης Κεντητός για το sportime.gr.

Keywords